Ο Bill Hwang, το πρόσωπο που βρίσκεται πίσω από το Archegos Capital Management, δεν είναι τυχαίο πρόσωπο. Ανήκει στην επίλεκτη ομάδα των tiger cubs (τιγρόπουλα), δηλαδή των προστατευόμενων του διάσημου διαχειριστή Hedge Fund Julian Robertson, ο οποίος είχε ιδρύσει και διηύθυνε επί χρόνια το Tiger Management.
Όπως μας πληροφορεί η Wikipedia, αυτή τη στιγμή περίπου 50 πρώην στελέχη του Tiger βρίσκονται σε υψηλές θέσεις σε αρκετά hedge fund ανά τον κόσμο. Το Archegos τυπικά δεν είναι ένα hedge fund, αλλά, επισήμως τουλάχιστον, διαχειρίζεται την οικογενειακή περιουσία του Hwang (ή ό,τι θα μείνει τελικά από αυτήν). Ο λόγος για τον οποίον ο Hwang φαίνεται πως διαχειρίζεται μόνο δικά του χρήματα, είναι πως το 2012 καταδικάστηκε για παράνομη χρήση εσωτερικής πληροφόρησης και πλήρωσε, σύμφωνα με πληροφορίες, πρόστιμα της τάξης των 50 εκατομμυρίων δολαρίων.
Παρά το γεγονός πως εξαιτίας της καταδίκης του, οι πόρτες της Wall Street είχαν κλείσει γι’ αυτόν, φαίνεται πως δεν ήταν και τόσο κλειστές. Πολλές μεγάλες τράπεζες, που είναι δραστήριες στις χρηματιστηριακές αγορές, τον είχαν πελάτη.
Οι μεγάλες προμήθειες που έφερναν στις τράπεζες οι κινήσεις του τις έκαναν να ξεχνούν το παρελθόν του. Ακόμα και η Goldman Sachs, αποφάσισε το 2018 να αγνοήσει τις πολύχρονες, και έντονες, αντιρρήσεις του τμήματος εσωτερικού ελέγχου και να τον δεχθεί για πελάτη.
Η ρευστοποίηση των επενδυτικών θέσεων του από κάποιες τράπεζες, και η αναταραχή που προκλήθηκε στις αγορές, είναι ήδη γνωστές, όπως και οι μεγάλες ζημιές που φαίνεται να υπέστησαν η Nomura και η Credit Suisse.
Αυτό που ακόμα δεν έχει συζητηθεί πολύ είναι το γεγονός πως ο Hwang και το Archegos είχαν αποκτήσει πολύ μεγάλες θέσεις σε μετοχές εισηγμένων εταιρειών στις Η.Π.Α. και την Κίνα, κρύβοντας από την αγορά και τις εποπτικές αρχές τον πραγματικό αριθμό των μετοχών που αντιπροσώπευε η θέση τους.
Αυτό γινόταν λόγω της χρήσης διμερών συμφωνιών με τις μεγάλες τράπεζες, που στην ουσία είχαν ως αποτέλεσμα την απόκρυψη του πραγματικού αγοραστή, που ήταν το Archegos, και την εμφάνιση, στη θέση του, των τραπεζών. Οι συμφωνίες ήταν αυτό που τα ρεπορτάζ των αμερικανικών ειδησεογραφικών πρακτορείων αποκαλούν hidden derivatives, δηλαδή κρυφά παράγωγα, ενώ πολύ συχνά φαίνεται πως χρησιμοποιήθηκαν και τα, γνωστά και στην Ελλάδα, CFDs (contracts for differences).
Όπως είπαμε προηγουμένως, δεν φαινόταν πουθενά πως η Archegos ήλεγχε, σε κάποιες περιπτώσεις, ποσοστά πάνω από 5% ή και 10%. Έτσι απέφευγε την υποχρεωτική γνωστοποίηση, προς την αγορά και τις εποπτικές αρχές, της μεγάλης αυτής θέσης, ενώ καμία τράπεζα δεν φαινόταν να ελέγχει σημαντικό ποσοστό αυτών των εταιρειών αφού το Archegos συνεργαζόταν με πολλές από αυτές.
Σύμφωνα με τις τελευταίες εκτιμήσεις, η αρχική αξία του χαρτοφυλακίου της Archegos δεν ξεπερνούσε τα 10 δισ. δολάρια, και με την χρήση μόχλευσης μέσω του δανεισμού που του παρείχαν οι τράπεζες, είχε αγοράσει μετοχές συνολικής αξίας περίπου 50 δισ.
Υπό φυσιολογικές συνθήκες αυτό το επίπεδο μόχλευσης, όπως και η συνολική θέση του Archegos, δεν θεωρούνται ιδιαίτερα επικίνδυνα για τη χρηματιστηριακή αγορά και τις μεγάλες τράπεζες που το είχαν δανείσει.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση, το γεγονός πως έκρυβε τις θέσεις του είχε ως αποτέλεσμα την αδυναμία εκτίμησης του πραγματικού κινδύνου από τη μεριά των τραπεζών, ενώ σημαντικό πρόβλημα δημιούργησε και το γεγονός πως το χαρτοφυλάκιο ήταν συγκεντρωμένο σε μερικές μόνο μετοχές.
Όταν κάποιες από τις μεγάλες θέσεις του, κυρίως μετοχές κινεζικών εταιρειών, άρχισαν να χάνουν την αξία τους, οι τράπεζες του ζήτησαν να ενισχύσει τις θέσεις του με κατάθεση μετρητών ή με παροχή κάποιων άλλων εγγυήσεων. Όταν φάνηκε πως δεν μπορούσε να το κάνει, άρχισε η ρευστοποίηση αυτών των θέσεων.
Οι πρώτες που φαίνεται να αντιλήφθηκαν το μέγεθος του προβλήματος ήταν η Goldman Sachs και η Morgan Stanley, οι οποίες και πούλησαν ένα μεγάλο μέρος του χαρτοφυλακίου της Archegos, με οδυνηρά αποτελέσματα για μετοχές εταιρειών όπως η Viacom, Baidu, Discovery κ.α., η πτώση των οποίων σε κάποιες περιπτώσεις ξεπέρασε το 30% μέσα στη συνεδρίαση της προηγούμενης Παρασκευής.
Τελικά, οι δύο αμερικανικές τράπεζες απέφυγαν τα χειρότερα και θα καταγράψουν ασήμαντες ζημιές, σε αντίθεση με την ιαπωνική Nomura και την ελβετική Credit Suisse, οι οποίες άργησαν να αντιληφθούν τι γινόταν και δεν πρόλαβαν να ρευστοποιήσουν εγκαίρως, με αποτέλεσμα ζημιές δισεκατομμυρίων δολαρίων. Εκτός από τις δύο τράπεζες, χαμένοι είναι και οι επενδυτές που είχαν την ατυχία βρεθούν «συνεταίροι» του Archegos.
Πέρα όμως από αυτές τις σημαντικές ζημιές, το «επεισόδιο» με το Archegos έδειξε στην αγορά πως υπάρχουν και άλλοι κίνδυνοι, πέραν των ήδη γνωστών. Το γεγονός πως συχνά η επενδυτική συμπεριφορά διαχειριστών χρημάτων μοιάζει με αυτή των συναδέλφων τους, κάνει αρκετούς επενδυτές να αναρωτιούνται αν υπάρχουν και άλλες παρόμοιες περιπτώσεις που μπορεί να αναστατώσουν ακόμα περισσότερο τις χρηματιστηριακές αγορές, να προκαλέσουν πιο σοβαρά πλήγματα στις μεγάλες τράπεζες και να αυξήσουν το επίπεδο κινδύνου της αγοράς.
Αυτό που πρέπει να θεωρείται βέβαιο, είναι πως οι εποπτικές αρχές, και ειδικότερα ο νέος επικεφαλής της αμερικανικής επιτροπής κεφαλαιαγοράς Gary Gensler, θα λάβουν πολύ σοβαρά υπόψη τους την αναταραχή που προκάλεσε ο Archegos.
Είναι γνωστό πως ο Gensler προβληματίζεται έντονα από τη δυνατότητα που έχουν πολλοί επενδυτές να κινούνται στο σκοτάδι και να καταφέρνουν να περνούν απαρατήρητοι από τις εποπτικές αρχές. Τα γεγονότα της προηγούμενης Παρασκευής είναι βέβαιο πως θα εντείνουν τις ανησυχίες του και θα αυξήσουν την πιθανότητα άμεσης λήψης β, με στόχο την εξαφάνιση των αδιαφανών περιοχών των χρηματιστηριακών αγορών.
Αν οι δημοσιογραφικές εκτιμήσεις δεν κάνουν μεγάλο λάθος, ένα από τα πρώτα «θύματα» των αρχών θα είναι τα CFDs, τα οποία βρίσκονται ήδη στο στόχαστρό τους. Η περιπέτεια του Hwang είναι μία πολύ καλή αφορμή να κάνουν αυτό που ήθελαν εδώ και καιρό.
Αποποίηση Ευθύνης
Το υλικό αυτό παρέχεται για πληροφοριακούς και μόνο σκοπούς. Σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να εκληφθεί ως προσφορά, συμβουλή ή προτροπή για την αγορά ή πώληση των αναφερόμενων προϊόντων. Παρόλο που οι πληροφορίες που περιέχονται βασίζονται σε πηγές που θεωρούνται αξιόπιστες, ουδεμία διασφάλιση δίνεται ότι είναι πλήρεις ή ακριβείς και δεν θα πρέπει να εκλαμβάνονται ως τέτοιες.