Σε προηγούμενό σημείωμα εθίγη η ανάγκη εξεύρεσης στοιχειωδών συναινέσεων στη φορολογία εκ μέρους των φορολογουμένων σε μια κατεξοχήν ατομοκεντρική κοινωνία όπως η ελληνική.
Εντούτοις, το εν γένει θεσμικό υπόβαθρο της χώρας, πρωτίστως δε η φορολογική της νομοθεσία, όχι μόνον δεν ευνοεί συναινέσεις, αλλά καθιστά αντιθέτως ανεπιθύμητη για τον πολίτη την εκτέλεση των φορολογικών υποχρεώσεων, περισσότερο από ό,τι αναλογεί στη φυσιολογική απαρέσκεια που συνοδεύει την απώλεια προσωπικής οικονομικής ισχύος.
Χαρακτηριστικός θεσμός που καθιστά ιδιαζόντως ανεπιθύμητη την εκπλήρωση των φορολογικών υποχρεώσεων, κατεξοχήν μάλιστα από τους νέους φορολογούμενους, είναι η προκαταβολή του φόρου εισοδήματος. Για όσους δεν γνωρίζουν, οι φορολογούμενοι που ασκούν επιχείρηση – οι «επιτηδευματίες», όπως χαρακτηρίζονταν παλαιότερα – υποχρεούνται να καταβάλλουν κάθε χρόνο ποσοστό 80% επί του φόρου που τους αναλογεί για το τρέχον έτος (που επιβάλλεται για εισοδήματα του προηγούμενου έτους), ως προκαταβολή του φόρου εισοδήματος που κανονικά θα έπρεπε να καταβάλουν το επόμενο έτος (δηλαδή για τα εισοδήματα του τρέχοντος).
Έτσι, αν ένας επαγγελματίας οφείλει 1.000 ευρώ φόρο για μια χρονιά, δεν πληρώνει 1.000, αλλά 1.800, όπου 800 είναι προκαταβολή για τον φόρο του επόμενου έτους.
Από την προκαταβολή φόρου αφαιρείται η τυχόν προκαταβολή του προηγούμενου έτους (όπως και οι παρακρατούμενοι φόροι). Εάν δεν αφαιρείτο η προκαταβολή του προηγουμένου έτους, τότε η πληρωμή προκαταβολών φόρου θα διαιωνιζόταν, χωρίς αυτές ποτέ να εξοφλούν μελλοντικές φορολογικές οφειλές – απλώς θα αύξαναν κατά 80% την τρέχουσα οφειλή.
Ο επαγγελματίας δηλαδή επωφελείται το επόμενο έτος, αυτό που χάνει κατά το τρέχον έτος. Η προκαταβολή δεν είναι λοιπόν οριστική φορολογική επιβάρυνση, αλλά προσωρινή. Τα χρήματα της προκαταβολής όντως εξοφλούν φόρο την επόμενη χρονιά.
Εάν μάλιστα το εισόδημα του επαγγελματία παραμένει κάθε χρόνο σταθερό, τότε η προκαταβολή ενεργεί ως χρηματική επιβάρυνση την πρώτη μόνον χρονιά. Αν δηλαδή ο κανονικός φόρος εισοδήματος ανέρχεται κάθε χρόνο σε π.χ. 1.000 ευρώ, τότε η προκαταβολή ανέρχεται κάθε χρόνο σε 800 ευρώ. Αυτά τα 800 ευρώ θα αφαιρούνται από τα 800 ευρώ προκαταβολής κάθε επόμενης χρονιάς (800, ακριβώς επειδή και ο φόρος θα παρέμενε σταθερός στα 1.000 ευρώ κάθε χρόνο), με αποτέλεσμα η χρηματική επιβάρυνση να ανέρχεται κάθε ένα από τα επόμενα χρόνια στο «κανονικό» ποσό φόρου των 1.000 ευρώ. Όταν πια ο επαγγελματίας του παραδείγματος συνταξιοδοτηθεί, το κράτος θα επιστρέψει και τα 800 ευρώ της τελευταίας προκαταβολής.
Προκύπτουν τα εξής συμπεράσματα:
α) Το κράτος δεν επωφελείται ιδιαίτερα από την προκαταβολή, παρά μόνον την πρώτη χρονιά που την επέβαλε, δημιουργώντας ένα έσοδο, που την επόμενη χρονιά συμψηφίζεται με τις προκαταβολές των προηγουμένων ετών.
β) Η προκαταβολή επιβαρύνει τις επιχειρήσεις κυρίως στην αρχή της δραστηριότητάς τους ή πάντως όταν αυξάνεται το εισόδημά τους.
γ) Όταν πάλι μειωθεί απότομα το εισόδημα των επιχειρήσεων, αυτές αργούν κατά ένα έτος να επωφεληθούν από την προκαταβολή του τρέχοντος έτους, ενώ εξακολουθούν να πρέπει να καταβάλουν προκαταβολή με βάση τα εισοδήματα του προηγούμενου, όπως αποδείχθηκε το 2020 των λοκντάουν.
Συνεπώς, η προκαταβολή φόρου επιβαρύνει επαγγελματίες και επιχειρηματίες κατά τεκμήριο στην αρχή της σταδιοδρομίας τους και πάντως κάθε χρονιά που οι επιτηδευματίες αυξάνουν το εισόδημά τους, όπως φυσιολογικά συμβαίνει όσο κανείς καθιερώνεται στον επαγγελματικό του στίβο.
Κατά τη διεργασία αυτή αύξησης του εισοδήματος, οι νέοι επιχειρηματίες ενδέχεται εντούτοις να βρεθούν αντιμέτωποι με πολύ σοβαρές στρεβλώσεις της φορολογικής τους επιβάρυνσης, εξαιτίας της προκαταβολής φόρου.
Ας πάρουμε για παράδειγμα έναν νέο επαγγελματία που τα πρώτα χρόνια αποκτά περιορισμένο εισόδημα 10.000 ευρώ. Η φορολογική του επιβάρυνση με τον τακτικό φορολογικό συντελεστή 9% (μετά το τρίτο έτος δραστηριοποίησης) ανέρχεται σε 900 ευρώ, επί των οποίων, αν το εισόδημα είναι σταθερό κάθε χρόνο, πληρώνει την πρώτη μόνον χρονιά (όπως αναλύθηκε προηγουμένως) προκαταβολή 720 ευρώ. Μαζί με το τέλος επιτηδεύματος 650 ευρώ πληρώνει συνολικό φόρο για σταθερό εισόδημα 10.000 ευρώ, 1.550 ευρώ.
Σε μία όμως χρονιά, ο νέος επιχειρηματίας του παραδείγματος βρίσκει έναν μεγάλο νέο πελάτη, που του αποφέρει 90.000 ευρώ επιπλέον εισόδημα, αυξάνοντας έτσι το εισόδημά του από 10.000 τη μία χρονιά, σε 100.000 την επόμενη. Προφανώς, ο νέος επαγγελματίας είναι ενθουσιασμένος με το επιπλέον εισόδημα – ίσως και να σκέφτεται «έγινα πλούσιος».
Ο νέος αυτός επιχειρηματίας πρέπει βέβαια να πληρώσει τον φόρο που του αναλογεί. Με συντελεστές 22% από 10.000 έως 20.000 ευρώ, 28% από 20.000 έως 30.000 ευρώ, 36% από 30.000 έως 40.000 ευρώ και 44% για εισόδημα άνω των 40.000 ευρώ, ο νέος επιχειρηματίας που αυξάνει το εισόδημά του σε μια χρονιά από 10.000 σε 100.000 ευρώ καλείται να πληρώσει φόρο εισοδήματος 35.000 ευρώ για το επιπλέον αυτό εισόδημα (και συνολικά 35.900, με τον εισαγωγικό συντελεστή 9% των πρώτων 10.000).
Και πάλι όμως από τα 100.000 ευρώ εισόδημα απομένουν 64.100 ευρώ, που αφενός εξακολουθούν να δημιουργούν μια στοιχειώδη αίσθηση πλουτισμού, αφετέρου παρέχουν και την ηθική ικανοποίηση σε όποιον θέλει μην φοροδιαφεύγει ότι επιτέλεσε το καθήκον του.
Ο φορολογικός νομοθέτης όμως έχει, δια του θεσμού της προκαταβολής εντελώς άλλη γνώμη. Ο νέος του παραδείγματος, εκτός από τα 35.900 ευρώ φόρο εισοδήματος, πρέπει να πληρώσει και άλλα 28.000 ευρώ προκαταβολή φόρου (28.720 μείον 720 ευρώ του προηγουμένου έτους).
Συνεπώς, από τα 100.000 ευρώ εισοδήματος του απομένουν μόλις 37.000, ποσό που δεν δημιουργεί καμία αίσθηση πλουτισμού. Το αντίθετο μάλιστα, ο φορολογούμενος αισθάνεται «ληστευμένος».
Η στρέβλωση γίνεται ακόμη μεγαλύτερη, εάν υπολογιστεί η επιπλέον φορολογική επιβάρυνση μόνον στο καινούργιο εισόδημα: Ενώ ο νέος επιχειρηματίας «καμάρωνε» επιπλέον εισόδημα 90.000 ευρώ, αυτό όμως του «κοστίζει» φορολογικά 63.000 ευρώ, αφήνοντας για τον ίδιο μόνον 27.000! Το ότι την ερχόμενη χρονιά θα πληρώσει λιγότερο φόρο εξαιτίας της προκαταβολής αυτής, είναι κάτι που ψυχολογικά καθόλου δεν τον αγγίζει, όταν στερείται σε χρόνο ενεστώτα τον καρπό των κόπων του.
Γιατί λοιπόν εντέλει να θέλει να είναι συνεπής φορολογικά ο νέος επιχειρηματίας και να μην διερευνήσει πάσης φύσεως τρόπους φοροδιαφυγής, στην καλύτερη περίπτωση, στη δε χειρότερη ακόμη και φυγής από την Ελλάδα;
Είναι προφανής ο μείζων ρόλος που έχει παίξει ο θεσμός της προκαταβολής στην αποτυχία της εξεύρεσης συναινέσεων στη φορολογία.
Το χειρότερο είναι ότι αυτό συμβαίνει χωρίς το κράτος ουσιαστικά να κερδίζει φορολογικά έσοδα, αφού ό,τι παίρνει τη μία χρονιά από την προκαταβολή, το δίνει πίσω την επόμενη. Ένα βραχυπρόθεσμης αξίας εισπρακτικό μέτρο, που έφερε ουσιώδη έσοδα μόνον την πρώτη χρονιά που εφαρμόστηκε, καταστρέφει τη φορολογική συνείδηση ακόμη και των νέων εκείνων, που ξεκινούν αποφασισμένοι να μην φοροδιαφεύγουν.
Το 2020, «έτος κορονοϊού» με απότομη πτώση των φορολογικών εσόδων και πλήρη δημοσιονομική ελευθερία για την ευρωζώνη, ήταν η χρυσή ευκαιρία για την Ελλάδα να καταργήσει οριστικά την προκαταβολή φόρου, απορροφώντας το εντεύθεν δημοσιονομικό κόστος στη χρονιά εκείνη και απελευθερώνοντας τις υγιείς δυνάμεις της χώρας από αυτή την ιδιότυπη «εκπαίδευση στη φοροδιαφυγή».
Ατυχώς, η κυβέρνηση επέλεξε απλώς να μειώσει την προκαταβολή φόρου από το 100% που είχε αυξηθεί επί ΣΥΡΙΖΑ στο 80% της περιόδου 2012-2014. Χάθηκε η ιδανική ευκαιρία να απαλλαγεί η χώρα από τον κοντόφθαλμο αυτό θεσμό. Είναι φανερό ότι η προκαταβολή φόρου ποτέ δεν θα καταργηθεί, εάν δεν απαλλαγεί το φορολογικό σύστημα από την κατά βάση εισπρακτική του νοοτροπία.
Γεώργιος Ι. Μάτσος, Δ.Ν., Δικηγόρος