Αποτελεί παράδοξο ότι η δυτικοευρωπαϊκή (νομική, οικονομική και πολιτική) επιστήμη δεν έχει διαγνώσει έως σήμερα τα έμφυτα φιλελεύθερα στοιχεία που ενυπάρχουν στα φορολογικά συστήματα των κοινωνιών αυτών - φορολογικά συστήματα που, με όχι ιδιαίτερη επιτυχία, επιχειρεί διαχρονικά να μιμηθεί το ελλαδικό κράτος.
Το παράδοξο αυτό εξηγείται από το ότι ο φιλελευθερισμός αποτελεί δομικό στοιχείο των σύγχρονων δυτικών κοινωνιών σε βαθμό που να αποτελεί φαινόμενο περίπου αδιόρατο η επίδρασή του στα φορολογικά συστήματα. Η επίδραση αυτή γίνεται αντιθέτως πιο εμφανής, εάν ιδωθούν υπό την, εξωτερική ως προς τη Δύση, ελλαδική οπτική, καθώς ο φιλελευθερισμός δεν αποτελεί δομικό στοιχείο της ελληνικής κοινωνίας.
Η διαφορά αυτή Ελλάδας και δυτικοευρωπαϊκών κοινωνιών εξηγείται ιστορικά: Ο φιλελευθερισμός στην Ευρώπη αναπτύχθηκε ως απάντηση στην ισχυρή πολιτική και ιδεολογική καταπίεση της ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας - όπως και, εν μέρει, στην κοινωνική καταπίεση του προτεσταντισμού - αλλά και ως μετεξέλιξη μοναρχικών καθεστώτων που επί μακρόν αποτελούσαν τη φυσική πολιτική κατάσταση των δυτικοευρωπαϊκών κοινωνιών.
Η γαλλική επανάσταση, κορωνίδα των φιλελεύθερων διεργασιών του 18ου αιώνα, αποτελεί τη χαρακτηριστικότερη περίπτωση απάντησης στη διπλή αυτή καταπίεση του Δυτικοευρωπαίου ανθρώπου.
Στην Ελλάδα, όπου το πολιτικό και θρησκευτικό υπόβαθρο ήταν εντελώς διαφορετικό, το πρόβλημα της σχέσης κράτους - πολίτη τέθηκε με αντίστροφο τρόπο: Πώς θα ελεγχθεί η υπερβάλλουσα ελευθεριότητα του βαθιά ατομοκεντρικού Έλληνα. Ενώ η Ευρώπη αναζητούσε ελευθερία, η ελληνική κοινωνία αναζητούσε πώς θα τιθασεύσει την στα όρια της αντικοινωνικότητας ατομοκεντρική συμπεριφορά των μελών της.
Η φορολογία, ως βασικό πεδίο έκφανσης αντίρροπων (φαινομενικά) οικονομικών συμφερόντων κράτους και πολίτη, είναι ο χώρος στον οποίο κατεξοχήν αναδεικνύεται η έλλειψη φιλελευθερισμού στην ελληνική κοινωνία. Το ελλαδικό κράτος θεωρεί ότι έχει οιονεί «φυσικό» δικαίωμα να αφαιρεί από τον πολίτη τμήμα της οικονομικής του δύναμης. Η συζήτηση για το βαθμό φιλελευθερισμού του φορολογικού συστήματος εξαντλείται στο ύψος των φόρων: Χαμηλοί φόροι ίσον «φιλελεύθερο» σύστημα, υψηλοί φόροι το αντίθετο.
Εντούτοις, ο δομικός φιλελευθερισμός των δυτικών φορολογικών συστημάτων είναι ανεξάρτητος από το ύψος των φόρων. Μια άλλη, πολύ ουσιώδης παράμετρος είναι αυτή καθιστά τα φορολογικά συστήματα φιλελεύθερα: Ο βαθμός ελεύθερης και, ταυτόχρονα, αποτελεσματικής συμμόρφωσης των πολιτών στις φορολογικές τους υποχρεώσεις.
«Ελεύθερη» συμμόρφωση στις φορολογικές υποχρεώσεις; Είναι δυνατόν να υπάρχει; Ποιος θα πλήρωνε φόρους, εάν είχε την επιλογή να μην το πράξει - είτε στην Ελλάδα είτε στη Δύση;
Η συζήτηση περί ελευθερίας στη Δύση δεν είναι όμως μονοσήμαντη. Ελευθερία και επιλογή συμπλέκονται σε ιδιαίτερη διαλεκτική με τις υποχρεώσεις που οι πάλαι ποτέ καταπιεσμένες δυτικές κοινωνίες είχαν αποδεχθεί ως φυσική κατάσταση για τον εαυτό τους. Ο φιλελευθερισμός δεν αναπτύχθηκε ως αναρχία, γι’ αυτό και εξαρχής είχε πολύ διακριτά όρια απέναντι στην ελευθερία ως απόλυτο μέγεθος. Γι’ αυτό ακριβώς χρειάστηκε και ένα διακριτό όνομα απέναντι στην (απόλυτη) ελευθερία, που να τον διακρίνει από αυτή - «φιλ»ελευθερισμός, όχι ελευθερία.
Στο πλαίσιο αυτό, ο φιλελευθερισμός είναι πολύ περισσότερο και αμεσότερα παρών στη φορολογία από ό,τι νομίζει κανείς. Ο βασικός τρόπος αποκάλυψης της φορολογητέας ύλης στα σύγχρονα κράτη ήταν και παραμένει αναλλοίωτα μέχρι σήμερα στα σύγχρονα κράτη η αυτόβουλη αποκάλυψη της φορολογητέας ύλης από τον ίδιο τον φορολογούμενο: Η δήλωση του ίδιου του πολίτη, η δήλωση του προσώπου που έχει υποχρέωση να καταβάλει τους φόρους.
Μόνον κατ’ εξαίρεση επιχειρεί να διαπιστώσει το κράτος με τους φορολογικούς ελέγχους το ύψος της φορολογητέας ύλης. Ούτε τότε όμως το κράτος φορολογεί πρωτογενώς, παρά ελέγχει την ορθότητα της δήλωσης των πολιτών, που παραμένει η καταρχήν πηγή γνώσης της φορολογικής βάσης για το κράτος.
Βέβαια, η ελευθερία των πολιτών να δηλώσουν ή να μην δηλώσουν τη φορολογητέα τους ύλη είναι μόνον πρακτική - θεωρητικά είναι υποχρεωμένοι να πουν την αλήθεια. Και πρακτικά ακόμη, η ελευθερία αυτή περιορίζεται εγγενώς από τον θεσμό των φορολογικών ελέγχων. Ωστόσο οι φορολογικοί έλεγχοι ούτε διενεργούνται πάντοτε, ούτε είναι πάντοτε αποτελεσματικοί.
Αφήνοντας εν προκειμένω κατά μέρος το μείζον πρόβλημα της σκόπιμα «υπέρμετρης» αποτελεσματικότητας πολλών φορολογικών ελέγχων, προκειμένου να καλυφθεί τάχα προληπτικά η όποια, πραγματική ή υποτιθέμενη, αναποτελεσματικότητά τους, παραμένει το ερώτημα: Πώς οι δυτικές κοινωνίες - και συνακόλουθα η ελλαδική - αποδέχθηκαν ως καταρχήν πηγή γνώσης της βάσης υπολογισμού των φόρων την ίδια την, έστω και όχι πλήρως ελεύθερη, βούληση των πολιτών;
Η απάντηση είναι απλή: Στις δυτικές κοινωνίες έχει επιτευχθεί στοιχειώδης συναίνεση για το είδος και το ύψος των φόρων που επιβάλλονται. Ο πολίτης ναι μεν δεν χαίρεται όταν πληρώνει φόρους, εντούτοις κατανοεί και αποδέχεται τη φορολογία ως κάτι αναγκαίο και θετικό για το κοινωνικό σύνολο. Η εμπιστοσύνη που δείχνει στον πολίτη το φορολογικό σύστημα δια του θεσμού της φορολογικής δήλωσης, είναι απόρροια αυτής ακριβώς της καταρχήν συναίνεσης στην επιβολή των φόρων.
Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι στις δυτικές κοινωνίες δεν γίνεται λόγος για «κρατικά» χρήματα, αλλά για χρήματα «των φορολογουμένων». Η λεξιλογική αυτή διαφοροποίηση δείχνει και την αυτοαντίληψη των κοινωνιών για τη φορολογία. Ιδιοκτήτης των χρημάτων στις κοινωνίες που αντιλαμβάνονται έτσι τη φορολογία, δεν είναι ένα απρόσωπο και στην πράξη ανεύθυνο κράτος, αλλά ο ίδιος ο φορολογούμενος, οι φορολογούμενοι ως σύνολο.
Η θεμελιώδης τούτη αυτο - αντίληψη γεννά μεγαλύτερο σεβασμό για το ‘κρατικό’ χρήμα, ανάγει με φυσικό τρόπο τη λογοδοσία για τη διαχείρισή του σε πρώτη κρατική προτεραιότητα και, κυρίως, θέτει σε τελείως διαφορετικό επίπεδο τη βάση αποδοχής της φορολογίας από την κοινωνία και τα μέλη της.
Το υπόβαθρο του, στην Ελλάδα εισαγόμενου, έμφυτου φιλελευθερισμού της φορολογικής δήλωσης δεν είναι εντέλει παρά η κοινωνική και πολιτική αποδοχή της φορολογίας. Αν όλοι συμφωνούμε ότι χρειαζόμαστε κράτος με υγιή οικονομικά, συμφωνούμε ότι χρειάζεται και κάποια φορολογία. Πώς όμως θα επιτευχθεί η συναίνεση στη φορολογία, όταν αυτή δεν προϋπάρχει στην ελληνική κοινωνία;
Μα... θέτοντας καταρχήν τη συναίνεση των ίδιων των φορολογουμένων ως στόχο του κράτους μας. Το πολιτικό μας σύστημα δυστυχώς δεν έχει κατανοήσει ότι η αρχή «No taxation without representation», που αποτέλεσε το έναυσμα της αμερικανικής επανάστασης και την αρχική νομιμοποιητική βάση του ισχυρότερου σήμερα κράτους στον πλανήτη, εννοεί ότι η εκπροσώπηση κατά την απόφαση για τη φορολόγηση πρέπει να είναι εκπροσώπηση των ίδιων των φορολογουμένων.
Η ευθύνη των αποφάσεων για τη φορολογία πρέπει συνεπώς να ανήκει με κάποιο τρόπο στους ίδιους τους φορολογουμένους. Όσο η φορολογία αντιμετωπίζεται ως υπόθεση αποκλειστικά του πολιτικού συστήματος, από κοινού με έναν απρόσωπο διοικητικό μηχανισμό, τόσο θα απαξιώνεται στη συνείδηση των πολιτών ως όργανο μιας πελατειακού τύπου δημοκρατίας, με αποτέλεσμα να καθίσταται αδύνατη η συναίνεση των φορολογουμένων στην επιβολή και την είσπραξη των φόρων.
Ακόμη περισσότερο στην Ελλάδα, συνεπώς, στην ιδιαίτερη πατρίδα του ατομοκεντρισμού και της αντικοινωνικής συμπεριφοράς, πρέπει όχι να εξορκίζεται, αλλά αντιθέτως, να αναζητείται ακόμη εντονότερα η συναίνεση στη φορολογία.
Αν οι φιλελεύθερες κοινωνικές και πολιτικές εξελίξεις στην Ευρώπη του 18ου και του 19ου αιώνα κατέστησαν τη συναίνεση στην επιβολή φόρων αναγκαίο συστατικό της επιτυχίας των φορολογικών συστημάτων, η συναίνεση αυτή παρίσταται ακόμη πιο αναγκαία στην Ελλάδα, όπου μάταια το φορολογικό σύστημα επιδιώκει να πατάξει, αντί να αξιοποιήσει τον πανάρχαιο ατομοκεντρισμό και ελευθεριότητα των Ελλήνων.
Η αξιοποίηση των χαρακτηριστικών αυτών για συναίνεση στη φορολογία είναι πιο εφικτή από ό,τι δείχνει, αρκεί να θελήσει το πολιτικό σύστημα να την θέσει ως στόχο.
* Ο κ. Γεώργιος Ι. Μάτσος είναι Δ.Ν., Δικηγόρος