Το 1961 η Γερμανίδα φιλόσοφος Χάνα Άρεντ παρακολούθησε ως νεαρή δημοσιογράφος τη δίκη του Ναζί εγκληματία Άντολφ Άιχμαν. Μετά από τη δίκη έγραψε ένα μικρό βιβλίο για τις εντυπώσεις που αποκόμισε υπό τον τίτλο Η Κοινοτοπία του Κακού [The Banality of Evil]. Παραφράζοντας ελαφρώς το περιεχόμενο του τίτλου της Άρεντ, θα μπορούσαμε να κάνουμε λόγο για την τάση «κανονικοποίησης» του ακραίου πολιτικού λόγου και του αυταρχισμού που απλώνονται πάνω από την Ευρώπη.
Η πρόσφατη πανηγυρική επικράτηση του Βίκτωρος Όρμπαν στις εκλογές της Ουγγαρίας και του Αλεξάνταρ Βούτσιτς στην Σερβία αποτελούν δύο κατ’ εξοχήν παραδείγματα ακραίων πολιτικών, οι οποίοι απολαμβάνουν εκλογικής επιδοκιμασίας από τους ψηφοφόρους των χωρών τους. Επιπλέον, η δημοφιλία του Βλαντιμίρ Πούτιν ανάμεσα σε πολίτες πολλών ευρωπαϊκών χωρών υπήρξε, τουλάχιστον πριν από την εισβολή στην Ουκρανία, ιδιαιτέρως υψηλή. Το δε πρόσφατο αποτέλεσμα του πρώτου γύρου των γαλλικών προεδρικών εκλογών ανέδειξε την Μαρίν Λεπέν διεκδικήτρια της προεδρίας για δεύτερη συνεχόμενη φορά και με μεγαλύτερη δυναμική τώρα.
Μεταξύ άλλων, μπορούν να εξαχθούν δύο συμπεράσματα απ’ όλα αυτά τα εκλογικά αποτελέσματα, τα οποία εκ πρώτης όψεως, ίσως, φαίνονται αξιοπερίεργα από την σκοπιά της εκλογικής συμπεριφοράς. Το πρώτο σχετίζεται με τη φυσιογνωμία του ακραίου πολιτικού ηγέτη και το δεύτερο συνδέεται με την πρόσληψη των αποφάσεών τους από τους εκλογείς.
Η πρώτη διαπίστωση θέλει τον ακραίο ηγέτη να αξιολογείται από μεγάλη μερίδα του εκλογικού σώματος ως δυναμικός. Εξέχοντα παραδείγματα αυτής της θέσης αποτελούν ο Ντόναλντ Τραμπ στις Η.Π.Α. και ο Βλάντιμιρ Πούτιν στη Ρωσία. Αντί δηλαδή οι ακραίες πολιτικές τους θέσεις να ωθήσουν τους ψηφοφόρους σε αποστροφή και αποδοκιμασία, αντιθέτως προβάλλονται ως ισχυροί πολιτικοί με πλήρη έλεγχο της κατάστασης κερδίζοντας ψήφους και εκτίμηση. Και για να μην πηγαίνουμε μακριά, ακριβώς το ίδιο πρότυπο ηγέτη υιοθετεί στην γειτονική μας Τουρκία ο Ταγίπ Ερντογάν. Αυτή η μεταστροφή των προτύπων έρχεται σε πλήρη αντίθεση με το μεταπολεμικό πολιτικό κλίμα στην Ευρώπη, όταν συναίνεση και φρόνηση, από κοινού φυσικά με τον δυναμισμό, αποτελούσαν βασικά χαρακτηριστικά αυτών που συνήθως αποκαλούμε μεγάλους πολιτικούς.
Το δεύτερο στοιχείο που συνδέεται άρρηκτα με το πρώτο είναι η πρόσληψη της ακραίας θέσης ως, επίσης, δυναμικής. Για παράδειγμα, οι μεταναστευτικές πολιτικές του Όρμπαν, που κατά τεκμήριο θεωρούνται στα όρια της ευρωπαϊκής πολιτικής, εκλαμβάνονται στην Ουγγαρία, όπως αποτυπώνουν τα εκλογικά αποτελέσματα, ως δυναμικές και καινοτόμες. Αντιστοίχως αντιδραστικές θέσεις που κατά καιρούς εκφράζει η Λεπέν στη Γαλλία γίνονται δεκτές από τους Γάλλους πολίτες, οι οποίοι ριζοσπαστικοποιούνται κυρίως λόγω εσωτερικών προβλημάτων. Και φυσικά της ψευδαίσθησης που δημιουργεί η ρητορική του λαϊκισμού πως όλα μπορούν εύκολα να λυθούν αλλά οι κυβερνώντες «δεν θέλουν διότι κάποια σκοτεινά συμφέροντα που κρύβονται πίσω τους καθοδηγούν σε λύσεις εις βάρος των πολλών». Σκεφτείτε το λίγο. Πόσα και πόσα παραδείγματα –και δη πρόσφατα- δεν έχουμε και στην Ελλάδα;
Δεν δείχνει και τόσο πιθανό αυτό το πολιτικό κλίμα να οδηγήσει στην επικράτηση της Μαρίν Λεπέν την δεύτερη Κυριακή. Μολαταύτα, είναι ιδιαίτερα ανησυχητικό για το μέλλον της Ευρώπης, όταν τέτοιες πολιτικές συμπεριφορές επιδοκιμάζονται εκλογικά από μεγάλα τμήματα του πληθυσμού.
*O Θεόδωρος Ρουσόπουλος, είναι Βουλευτής Β1 Βόρειου Τομέα Αθηνών και Πρόεδρος της Επιτροπής Μετανάστευσης του Συμβουλίου της Ευρώπης.