«Έχει έρθει και η ώρα της επιχειρηματικότητας, στα πλαίσια, της προάσπισης της ανταγωνιστικότητας να δει ζητήματα που έχουν να κάνουν με την πραγματική στήριξη του κόσμου της εργασίας, ως προς το εισόδημα, ως προς γενικότερες παροχές», τόνισε πρόσφατα ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης σε μια δημόσια εμφάνισή του. Μέσα σε αυτή τη φράση κρύβονται πολλές αλήθειες, τις οποίες μπορούμε να δούμε εάν αναλογιστούμε τι έχει γίνει τα τελευταία δύο χρόνια.
Η εμφάνιση της πανδημίας ήρθε σε μια στιγμή που η ελληνική οικονομία είχε αρχίσει να εμφανίζει μια αξιοσημείωτη δυναμική. Έχοντας επιλύσει τα βασικά μακροοικονομικά της προβλήματα, αναπτυσσόταν με ρυθμούς μεγαλύτερους από αυτούς των άλλων χωρών της Ευρωζώνης. Όμως η πανδημία τα άλλαξε όλα. Η ύφεση πήρε τη θέση της μεγέθυνσης και η απογοήτευση πήρε τη θέση της χαράς.
Αρχικά το ενδιαφέρον -και σωστά- εστίασε στις επιπτώσεις του κορονοϊού στην υγεία αφού εκεί βρίσκεται και η ανησυχία, η αγωνία και το ενδιαφέρον των πολιτών. Κυρίαρχο για όλους είναι η υγεία και η ανθρώπινη επιβίωση. Αυτό δεν σημαίνει ότι οι επιπτώσεις στην οικονομία, δεν προσθέτουν νέα δεινά στους πολίτες και στις επιχειρήσεις.
Τις τεράστιες επιπτώσεις στην οικονομία των διαφόρων κρατών τις έδειξαν οι μαζικές ρευστοποιήσεις στα χρηματιστήρια, η κατακόρυφη πτώση του πετρελαίου, οι αποδόσεις των ομολόγων και των συμβολαίων ασφάλισης καθώς και η μεγάλη άνοδος των CDS. Η επιχειρηματική δραστηριότητα ανεστάλη ή υπολειτούργησε για αρκετές εβδομάδες λόγω του κορονοϊού, ο επιχειρηματικός κόσμος βρέθηκε σε αδιέξοδο και οι εργαζόμενοι και ελεύθεροι επαγγελματίες σε οικονομική δυσπραγία, ανησυχώντας για το μέλλον.
Το φάσμα της οικονομικής κρίσης και της διόγκωσης της ανεργίας πλανήθηκε το 2020 πάνω από τον πλανήτη. Η ΕΕ αναγκάστηκε να αλλάξει την κατεύθυνση του Συμφώνου Σταθερότητας, να το κάνει πιο ευέλικτο για να υποστηρίξει τις επιχειρήσεις και να διατηρήσει όσο μπορεί περισσότερες θέσεις εργασίας ενισχύοντας ταυτόχρονα τις οικονομίες των κρατών-μελών. Στη χώρα μας, διατέθηκαν 42 δισεκατομμύρια ευρώ για τη στήριξη της ρευστότητας των επιχειρήσεων και των εργαζομένων.
Σήμερα είμαστε σε θέση να πούμε με βεβαιότητα ότι αντέξαμε. Η πολιτεία έκανε το χρέος της προστατεύοντας όσο αποτελεσματικά μπορούσε τις ανθρώπινες ζωές, στηρίζοντας πολλαπλά τον κόσμο της πραγματικής οικονομίας. Διευκόλυνε πολύ την ελληνική επιχειρηματικότητα αυτά τα δυο χρόνια, μειώνοντας φόρους, μειώνοντας εισφορές, βελτιώνοντας την ρευστότητα, εξασφαλίζοντας πολιτική σταθερότητα, που τόσο σημαντική είναι εάν θέλει κανείς να κάνει μακροχρόνιες επενδύσεις. Το 2021, η παραγωγή ανέκαμψε και οι επιχειρήσεις επέστρεψαν στην κερδοφορία.
Είναι η σειρά των επιχειρήσεων πλέον να στηρίξουν πραγματικά τον κόσμο της εργασίας, επιστρέφοντας ένα μέρισμα της ανάπτυξης και δημιουργώντας συνθήκες για έναν καινούργιο, ευρύτερο κοινωνικό διάλογο με άλλα κριτήρια. Έναν κοινωνικό διάλογο όπου επιχειρήσεις και εργαζόμενοι θα συμμερίζονται τους ίδιους προβληματισμούς ως προς τις σύνθετες αλλαγές που συμβαίνουν τριγύρω μας και από κοινού θα προσπαθούν να βελτιώσουν την ανταγωνιστική τους θέση. Αυτή είναι η επιθυμητή επιστροφή στην κανονικότητα και όχι επιστροφή σε μια εποχή πριν από την οικονομική κρίση του 2009 γιατί η εποχή αυτή γέννησε την κρίση.
* Ο Παναγιώτης Λιαργκόβας είναι ο Πρόεδρος του ΚΕΠΕ, Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου