Εν αναμονή της κατάθεσης στη Βουλή του εργασιακού νομοσχεδίου, παρακολουθήσαμε τις τελευταίες ημέρες δύο χαρακτηριστικά περιστατικά, τα οποία μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως δοκιμαστικοί σωλήνες για να διαπιστώσουμε εάν οι προβλέψεις του νομοσχεδίου του κ. Χατζηδάκη αντιμετωπίζει τέτοια φαινόμενα, με τα οποία η «απεργία» έχει πλέον εκφυλιστεί σε ένα δυναστικό μέσο βασανισμού του κοινού από τα κακομαθημένα συνδικάτα της κοινής ωφέλειας.
Το ένα είναι η πρωινή «στάση εργασίας» στο αθηναϊκό Μετρό που έλαβε χώρα την προηγούμενη Τετάρτη, όπου, μολονότι είχε κηρυχθεί η στάση αυτή από το Πρωτοδικείο παράνομη, τελικώς πραγματοποιήθηκε κανονικά γιατί έσπευσε το Εργατικό Κέντρο Αθήνας να τη θέσει υπό τις προστατευτικές του φτερούγες. Ούτε γάτα, ούτε ζημιά.
Το μόνο που χρειάστηκε να γίνει ήταν, το ίδιο το Μετρό (δηλαδή ο εργοδότης!), όπως κάνει κάθε φορά που κηρύσσεται απεργία, να κατεβάσει ευπειθώς τα ρολά των σταθμών, έτσι ώστε να μην μάθουμε ποτέ εάν οι εργαζόμενοι συμμετέχουν στις απεργίες, νόμιμες και παράνομες.
Το δεύτερο περιστατικό είναι ο χθεσινός κυριολεκτικά πειρατικός αποκλεισμός του επιβατηγού-οχηματαγωγού πλοίου Blue Star στον Πειραιά από μια χούφτα μεταφερόμενων επαγγελματιών καταδρομέων του ΠΑΜΕ, ενώ ήδη περίμεναν να επιβιβαστούν κάποιες εκατοντάδες επιβάτες και να φορτωθούν δεκάδες φορτηγά και άλλα αυτοκίνητα.
Και στην περίπτωση αυτή, η απεργία που είχε κηρυχθεί από την ΠΕΝΕΝ (το συνδικάτο που επί δεκαετίες καταδυναστεύεται από το ΠΑΜΕ και με τη σειρά του καταδυναστεύει την κοινωνία), είχε ήδη κριθεί από το Πρωτοδικείο Πειραιά παράνομη.
Ωστόσο, αν και τα λοιπά σωματεία των ναυτεργατών μετέφεραν την απεργιακή κινητοποίηση την επόμενη Πέμπτη 10 του μηνός (μαζί με τις άλλες κινητοποιήσεις), η ΠΕΜΕΝ διαμήνυσε ότι «δεν πρόκειται να αλλάξει στο ελάχιστο τον απεργιακό-αγωνιστικό της σχεδιασμό» και, γράφοντας στα κομμουνιστικά της παπούτσια την απαγορευτική δικαστική απόφαση, κατέβασε τα αγουροξυπνημένα πρωτοπαλίκαρά της στο λιμάνι, καταλύοντας κάθε νομιμότητα. Το χειρότερο είναι ότι δεν ίδρωσε το αυτί καμίας λιμενικής αρχής, καμίας αστυνομίας και, ακόμα χειρότερα, καμίας εισαγγελικής αρχής.
Και το ερώτημα: Θα λυθούν τέτοια φαινόμενα με τις περί απεργίας προβλέψεις του νομοσχεδίου Χατζηδάκη;
Ας ξεκινήσουμε από το φαινόμενο να κηρύσσεται από το δικαστήριο μια απεργία παράνομη και παρ’ όλα αυτά να πραγματοποιείται γιατί μια συνδικαλιστική συνομοσπονδία ή ένα εργατικό κέντρο ή και η ίδια η ΓΣΕΕ έρχεται να κηρύξει εκ νέου την τελευταία στιγμή την ίδια απεργία, με ψευδοδικονομικό επιχείρημα ότι η δικαστική απαγορευτική απόφαση αφορά μόνο την πρωτοβάθμια συνδικαλιστική οργάνωση που αρχικά την είχε κηρύξει.
Πώς θα μπορούσε νομοθετικά να αντιμετωπιστούν τα συνδικαλιστικά αυτά κόλπα; Πολύ απλά. Κατ’ αρχάς με την εισαγωγή μιας διάταξης η οποία θα αφαιρεί γενικώς από τα δευτεροβάθμια συνδικαλιστικά απολιθώματα που λέγονται «Εργατικά Κέντρα» το δικαίωμα να κηρύσσουν απεργία.
Άλλωστε, έτσι κι αλλιώς, τα μορφώματα αυτά δεν έχουν δικαίωμα να υπογράφουν συλλογικές συμβάσεις εργασίας γιατί ακριβώς δεν αντιπροσωπεύουν τίποτα.
Τα Εργατικά Κέντρα συντίθεται από ένα συνονθύλευμα πρωτοβάθμιων συνδικαλιστικών οργανώσεων (επιχειρησιακών, κλαδικών, ομοιοεπαγγελματικών), με αποκλειστικό σκοπό να διατηρούνται ενεργείς συνδικαλιστικές καρέκλες και να επωφελούνται διάφοροι εργατοπατέρες συνδικαλιστικές άδειες και άλλα ωφελήματα.
Πέραν, όμως, αυτού, σημαντικό είναι να θεσπιστεί ρητώς μια διάταξη που θα επεκτείνει το δεδικασμένο μιας δικαστικής απόφασης που χαρακτηρίζει μια απεργία παράνομη, έτσι ώστε η ισχύς της να καλύπτει και κάθε δευτεροβάθμια συνδικαλιστική οργάνωση που θα επιχειρούσε να κηρύξει νέα όμοια απεργία, αποτρέποντας έτσι την καταστρατήγηση της δικαστικής απαγορευτικής απόφασης.
Ελπίζω, ότι κάποια τέτοια διορθωτική παρέμβαση μπορεί να γίνει στο νομοσχέδιο, σύμφωνα τουλάχιστον με όσα δήλωσε πριν λίγες ημέρες ο ίδιος ο κ. Χατζηδάκης αντιδρώντας στο παραπάνω περιστατικό του Μετρό.
Σχετικά με το δεύτερο φαινόμενο, δηλαδή την κατάληψη των χώρων εργασίας ή τον αποκλεισμό των εισόδων του χώρου εργασίας, όπως έγινε στην περίπτωση του πλοίου στον Πειραιά από το ΠΑΜΕ, η αντιμετώπισή του, κατά τη γνώμη μου, είναι κυρίως ζήτημα πολιτικής βούλησης και δευτερευόντως ζήτημα έλλειψης νομικών διατάξεων.
Έτσι, η πομπώδης και νομικά ανόητη πρόβλεψη που περιλαμβάνεται στο νομοσχέδιο ότι «η συνδικαλιστική οργάνωση που κηρύσσει απεργία υποχρεούται να προστατεύει το δικαίωμα των εργαζομένων, οι οποίοι δεν συμμετέχουν στην απεργία, ώστε να προσέρχονται και αν αποχωρούν ελεύθερα και ανεμπόδιστα από την εργασία τους» μόνο σπαρακτικούς γέλωτες μπορεί να προκαλέσει.
Προφανώς οι συντάκτες του νομοσχεδίου δεν γνωρίζουν ότι η ελευθερία στην εργασία προστατεύεται ήδη από το Σύνταγμα και από καμιά δεκαριά ακόμα διεθνή σύμφωνα για τις θεμελιώδεις ελευθερίες. Δηλαδή, αυτό που χρειάζεται είναι να συμμορφωθούν απλώς οι κακομαθημένοι συνδικαλιστές στις σχετικές συνταγματικές επιταγές.
Αν πρέπει κάτι να προβλεφθεί στο νομοσχέδιο, και μέχρι στιγμής δεν έχουμε δει κάτι τέτοιο, είναι μια σαφής πρόβλεψη ποινικών και αστικών συνεπειών επί των ίδιων των προσώπων παρεμποδίζουν την άσκηση της ελευθερίας της εργασίας, είτε είναι οι εκπρόσωποι του απεργούντος σωματείου είτε πρόκειται για μεταφερόμενες συνδικαλιστικές-κομματικές «μιλίτσιες».
* Ο Ιωάννης Ληξουριώτης είναι Ομότιμος καθηγητής εργατικού δικαίου