Ο τίτλος είναι εκείνος που δίνει ο Γιάννης Ξανθούλης σ' αυτό που ζούμε στην εποχή μας, στην καραντίνα. Η συνάντησή μας έγινε με αφορμή το καινούργιο του μυθιστόρημα «Ζωή μέχρι χθες». Η ηρωίδα του Ρίτα – Αμφιτρίτη Βράνη, ετών εβδομήντα δύο, αναγκάζεται να ξαναζήσει το παρελθόν, όμως, «με μια νοσταλγία που αφορά το μέλλον».
Κάθε συνέντευξη με τον Γιάννη Ξανθούλη είναι μαχαιράκι κοφτερό. Συχνά, σαν τα βιβλία του: κλαις με μαύρο δάκρυ και τα σκέπτεσαι για μήνες μετά. Ενίοτε, φτάνει σε υπαρξιακά βάθη που θέλουν κότσια, κότσια αναγνωστικά.
Παρελθόν, παρόν, μέλλον, ζωή, γραφή, καραντίνα, υπομονή, σπίτια παλιά και δρόμοι που μας θυμούνται ακόμα κι όταν εμείς τους ξεχνάμε, μας σημαδεύουν και μας ακολουθούν.
Συνέντευξη στην Ελένη Γκίκα
- Κύριε Ξανθούλη πώς διαχειρίζεται κανείς μια «Ζωή μέχρι χθες»;
Δεν την διαχειρίζεται. Ο ενεστώτας χρόνος είναι καταλυτικά δυνατός. Φυσικά το «χθες» έχει παίξει τον ρόλο του όμως το «τώρα» υπερισχύει συντριπτικά. Γι’ αυτό και η ηρωίδα μου δεν ποντάρει στην προηγούμενη ζωή της. Απολογείται αποστασιοποιημένη και θέλει να ζήσει αυτό που της απομένει πατώντας σταθερά στο «σήμερα».
- Και εν τέλει το παρελθόν μας δεν είναι τετελεσμένος χρόνος;
Είναι τετελεσμένος χρόνος αλλά συχνά νομίζω πως συμπεριφέρεται σαν αρρώστια θεωρητικά σε ύπνωση που όμως ξυπνά κακόκεφη κι επικίνδυνη. Χρειάζεται μια κάποια επαγρύπνηση.
- Τουλάχιστον, για την εβδομηνταδιάχρονη Ρίτα – Αμφιτρίτη Βράνη χήρα του Φοίβου Κεραμοπούλου- Φοντέν, δεν είναι ή δεν δείχνει να είναι τελελεσμένο;
Η Αμφιτρίτη Βράνη θυμάται καλά ό,τι της αναλογεί, εκτός από το νεκρό χρόνο που πέρασε λόγω ειδικών συνθηκών. Όμως η νοσταλγία της αφορά το μέλλον. Τουλάχιστον αυτό θέλησα να τονίσω, χωρίς να παραβλέπω την αξία του χθες.
- Μπορεί κάποιος σαν την Ρίτα – Αμφιτρίτη να έχει παρόν και μέλλον αρκούμενος στη «Ζωή μέχρι χθές»;
Μπορεί, αρκεί να ξέρει πως να οριοθετήσει τις δυνάμεις του. Τώρα που βαδίζω προς τα ογδόντα -είμαι αισίως εβδομήντα τριών- το καταλαβαίνω καλύτερα από ποτέ.
- Και με ποιους τρόπους; Διαχειριζόμενος ή ξαναζώντας τα περασμένα; Ξεχνώντας τα περασμένα; Αλήθεια τί είναι πιο ιαματικό τελικά, να θυμάται ή να ξεχνάει κανείς;
Να θυμάται και να αξιολογεί σωστά. Μέσα στην κορύφωση κάποιων στιγμών μας τις αξιολογήσαμε κι αυτό συμβαίνει περισσότερο στους έρωτες, που, όταν αποδυναμωθούν, θυμίζουν ξεθυμασμένη μόδα στα όρια του γελοίου. Φυσικά, υπάρχουν και οι εξαιρέσεις…
- Και τι υπέροχο συγγραφικό εύρημα αυτό, να κάνετε το παλιό αρχοντικό Βράνη, μπορντέλο! Και κι εκείνη, μια Ρίτα – Αμφιτρίτη Βράνη χήρα του Φοίβου Κεραμοπούλου- Φοντέν, να χρυσοπληρώνει κιόλας για να επιστρέψει. Χρυσοπληρώνουμε, κύριε Ξανθούλη, για τα ταξίδια στο παρελθόν μας;
Δεν είναι μόνο συγγραφικό μου εύρημα. Ο δήμος της Αθήνας είναι γεμάτος από παλιά αρχοντικά που έγιναν οίκοι ανοχής. Η Αχαρνών, τα Πατήσια, η Λιοσίων πρωτοστατούν σε αυτό το έθιμο. Η Αμφιτρίτη, όταν ανακαλύπτει πως το παλιό της σπίτι έγινε μπουρδέλο -δεν ανήκε έτσι κι αλλιώς από χρόνια στην οικογένειά της- δεν πτοείται αλλά μπαίνει στη δοκιμασία να μείνει χρυσοπληρώνοντας μια βραδιά για να δει αν μπορεί να ξαναβρεί παλιά καταχωνιασμένα αισθήματα. Δεν πρόκειται για reunion παλιών συμμαθητών αλλά για κάτι πολύ πιο επικίνδυνο. Παρόλα αυτά εισπράττει την ικανοποίηση πως το σπίτι την θυμάται…
- Αλήθεια, πώς γίνεται ο ίδιος άνθρωπος, η ίδια ηρωίδα από «Δεσποινίς πορτοκαλάδα», «Δεσποινίς Καληνύχτα» και τώρα πια η «Κυρία Να-μη-σε-χωρά-ο- τόπος»;
Είναι οι παράγοντες με ή χωρίς τη θέληση που καθορίζουν την, ας πούμε, τρυφερότητα αυτών των προσωνυμιών, που διεκδικεί φυσικά σε πολύ διαφορετικούς χρόνους.
- Κι εδώ πάλι, η Κάρεν Μπλίξεν που σώζει: «Ξαναθυμήθηκα πως όλες οι στενοχώριες και οι πίκρες αντιμετωπίζονται, έτσι και μπουν σε μια ιστορία», μας φαντάζεστε χωρίς τις ιστορίες μας;
Η διήγηση, η αφήγηση, η κουβέντα και ειδικά η γραπτή είναι σε μεγάλο βαθμό παρηγορητική. Όλοι έχουμε ανάγκη να μιλήσουμε για ό,τι μας απασχολεί για να ξαλαφρώσει η ψυχή μας. Στους περισσότερους ανθρώπους συμβαίνει αυτό…
- Αλλά για την Ρίτα-Αμφιτρίτη Βράνη η ιστορία της κυριολεκτικά είναι και το μέλλον, έτσι δεν είναι; στο βιβλίο που γράφει εναποθέτει όλες τις ελπίδες!
Η Ρίτα-Αμφιτρίτη Βράνη διεκδικεί μια ικανοποιητική φέτα ελπίδας από τη μελλοντική ζωή της. Δεν έχει καμιά σημασία αν διαλαλεί τα εβδομήντα τρία της χρόνια… Την συμμερίζομαι απόλυτα.
- Κύριε Ξανθούλη, έχουν μνήμη οι τόποι, οι δρόμοι, τα σπίτια;
Πιστεύω ότι έχουν, αν τα συντηρούμε στοργικά στις αναμνήσεις μας. Όσο κι αν έχει αλλάξει η ζωή, η ανάμνηση έχει τον τρόπο να αφηγηθεί την ιστορία των δρόμων, των σπιτιών ή μιας εξοχής. Είναι λίγο σαν την γλυκόπικρη περιπέτεια του έρωτα, που δεν μας ενδιαφέρει και τόσο η ανταπόκριση από τη στιγμή που υπερασπίζουμε τα δικά μας αισθήματα για κάποιον.
- Οι ιστορίες, τα σπίτια, οι δρόμοι, «Η ζωή μέχρι χθες», υπήρξαν «χείρα βοηθείας» στο αόρατο και ακατανόητο που ζούμε; Στην καραντίνα;
Στην καραντίνα και σε όλη αυτήν την φρίκη που μας κουκούλωσε, ξαφνικά νιώσαμε νοσταλγία ακόμη και για πράγματα που σιχαινόμασταν. Το ξέρω από μένα που δεν αντέχω τα αεροδρόμια με τα πλήθη τους και τους ταξιδιώτες που κουβαλούν κιθάρες και βατραχοπέδιλα.
- Οδηγίες προς… ναυτιλομένους; Όπως η ζωή και η καραντίνα θέλει την τεχνική της, έτσι δεν είναι;
Την τεχνική της υπομονής και την άσκηση για να θυμόμαστε πως η πραγματική ζωή δεν βρίσκεται στη σάχλα του facebook.
- «Ένας νέος γενναίος κόσμος καταλάμβανε κι έδιωχνε επιθετικά τον παλιό, όπου ανήκε και η αφεντιά μου». Κύριε Ξανθούλη, μεταξύ άλλων η καραντίνα μας έκανε κι αυτό: μας απέδειξε και… πρακτικά ότι ανήκουμε στον παλιό κόσμο;
Εγώ σίγουρα νιώθω εξωγήινος λόγω αυτών των τεχνολογικών μαραφετιών που μου φαίνονται άχρηστα μαζί με την υπέρ πληροφόρηση και τον διαδικτυακό παράδεισο της μοναξιάς.
- Ας πούμε ότι εκείνο που ζούμε είναι βιβλίο, θα μας δώσετε τίτλο;
«Αληθινή ζωή είναι ένας χωματένιος δρόμος με λάσπη…»
Σε μένα οι μελιτζάνες είναι ότι τα «αλησμόνητα ακρογιάλια» άλλων ομότεχνων…
Περί Γραφής η επόμενη ενότητα και ναι, ο Γιάννης Ξανθούλης γράφει «παντού και κυρίως στις κουζίνες- όχι πάνω στα ηλεκτρικά μάτια- σε ώρες νυχτερινές με το νανουριστικό ύπνο του ψυγείου». Κάνοντας «ένα στοιχειώδες πλάνο» και «μετά μπαίνω στον κόπο να θυμηθώ πράγματα που με απωθούν για να τα φορτώσω στους καημένους τους ήρωές μου», όπως ομολογεί. Αργότερα, βέβαια, αρχίζει να τους συμπονά και ίσως να ζηλεύει τη χάρτινη ζωή τους.
- Κύριε Ξανθούλη, υπάρχει τελετουργία γραφής [συγκεκριμένος χώρος, χρόνος, συνήθειες] ή παντού μπορείτε να γράψετε εσείς;
Παντού και κυρίως στις κουζίνες -όχι πάνω στα ηλεκτρικά μάτια- σε ώρες νυχτερινές με το νανουριστικό ύπνο του ψυγείου.
- Για να ξεκινήσετε μια ιστορία, χρειάζεστε πλάνο, να ξέρετε και την αρχή και το τέλος της, ή αρκούν μια εικόνα ή η αρχική φράση;
Κάνω ένα στοιχειώδες πλάνο αφού εξαντλήσω τα κουράγια μου παίζοντας με τις λέξεις που με γοητεύουν. Μετά μπαίνω στον κόπο να θυμηθώ πράγματα που με απωθούν για να τα φορτώσω στους καϋμένους τους ήρωές μου. Αργότερα αρχίζω να τους συμπονώ και ίσως να ζηλεύω τη χάρτινη ζωή τους.
- Ποιο βιβλίο σας γράφτηκε με πιο παράξενο και αλλόκοτο τρόπο;
Το πρώτο πριν από σαράντα χρόνια με τίτλο «Ο μεγάλος θανατικός». Δεν ήξερα αν αυτό που έγραφα ήταν βιβλίο ή μια παρλάτα γελαστικά θλιβερή. Φέτος θα επανακυκλοφορήσει με σκίτσα που θυμίζουν τα κόμικς δηλαδή συνεπή στη γκροτέσκα φόρμα του «Θανατικού» από την «ΔΙΟΠΤΡΑ». Τα σκίτσα είναι του Θανάση Δήμου.
- Υπάρχουν συγγραφικές εμμονές; Θέματα στα οποία επανέρχεστε, τεχνικές που χρησιμοποιείτε και ξαναχρησιμοποιείτε, γρίφους κι αινίγματα που προσπαθείτε μια ζωή γράφοντας να επιλύσετε;
Φυσικά. Τα σπίτια, οι οικογενειακές παρέες που συνδιασκεδάζουν πλήττοντας η καχυποψία του ενός για τη μυστική ζωή του άλλου, οι μελιτζάνες που προσδιορίζουν τα δικά μου καλοκαίρια. Σε μένα οι μελιτζάνες είναι ότι τα «αλησμόνητα ακρογιάλια» άλλων ομότεχνων…
- Τι πρέπει να έχει μια ιστορία για να γίνει ιστορία σας;
Να είναι κυρίως κάτι που δεν θα έκανα ποτέ ή κάτι που δεν μπόρεσα να πετύχω. Κάποιοι ήρωες, όπως και η τελευταία στη «Ζωή μέχρι χθες», είναι αστέρια στα μαθηματικά. Ακριβώς το αντίθετο από μένα.
- Ένας ήρωας ή μια ηρωίδα για να γίνει ήρωάς σας ή ηρωίδα σας;
Να έχουν κάτι που θα τους ζήλευα ή θα τους παρατηρούσα με ένοχη περιέργεια.
- Ποιος ήρωας ή ποια ηρωίδα σας έφτασαν ως εσάς με τον πιο αλλόκοτο τρόπο;
Νομίζω οι γυναίκες που πρωταγωνιστούν στα βιβλία μου. Θυμίζω μερικές πέρα από την τελευταία Ρίτα-Αμφιτρίτη Βράνη, τη Μαργαρίτα στο «Τρένο με τις φράουλες», την «Δεσποινίδα Πελαγία», που κέρδισε πρώτο και δεύτερο λαχνό στο λαχείο και η εκτός συναγωνισμού Σίσσυ Πουστοδούλου της «Οικογένειας Μπες Βγες»…
- Το πρώτο βιβλίο που διαβάσατε και σας εντυπωσίασε;
Το λιγότερο γνωστό βιβλίο του Ιουλίου Βερν «Καίσαρ Κασκαμπέλ» με θέμα κάποιους τσιρκολάνους που περνούν τον Βερίγγιο με ένα τροχόσπιτο που το σέρνουν άλογα τα οποία και ψοφούν.
- Υπάρχει βιβλίο που μπορείτε να πείτε ότι σας άλλαξε τη ζωή ή βιβλίο στο οποίο συχνά επιστρέφετε;
Για κάποιο λόγο λάτρευα τους «Άθλιους» του Ουγκώ. Το διάβαζα, το ξαναδιάβαζα, το έβλεπα στο σινεμά, το έχω δει και σε μιούζικαλ στο Λονδίνο τρεις τουλάχιστον φορές.
- Αγαπημένοι σας συγγραφείς και ποιητές;
Μου αρέσουν η Κάρσον Μακ Κάλερς, ο Τένεσσυ Ουίλιαμς πάντα, ο Μοντιανό, ο Ζέμπαλντ, ο Γιόζεφ Ροτ, ο Τζόναθαν Κόου, ο Ασουλίν, τα ταξιδιωτικά του Μπρους Τσατουιν, χιλιάδες αποσπάσματα από ποιήματα, ο Βιζυηνός, ο Κοσμάς Πολίτης, ο Αζίζ Νεσίν, ο Πιπέρνο, ο Μποστ, βεβαίως, ο Κλάους Μαν, η Βιρτζίνια Γουλφ, η Κάρεν Μπλίξεν.
- Κατά την διαδικασία της συγγραφής, ακούτε μουσική, έχετε ανάγκη από απόλυτη σιωπή, διαβάζετε άλλα βιβλία ή ποιητές, καταφεύγετε σε εικαστικά έργα;
Ζωγραφίζω με μελάνια και τέμπερες. Είναι αγχολυτική περιπέτεια η ζωγραφική, ειδικά όταν δεν διεκδικείς υπερβολικά δάφνες. Μουσική, ούτε για αστείο.. Αποπροσανατολίζει.
- Να αναφερθούμε σε εκείνο που γράφετε σήμερα;
Ασχολούμαι με την επανέκδοση του «Μεγάλου Θανατικού», που, όσο να πεις, έχει λίγη δουλίτσα.
*Η φωτογραφία του Γιάννη Ξανθούλη είναι του ΝΙΚΟΥ ΚΟΚΚΑΛΙΑ.