Ο οξύς "διάλογος" του Πρωθυπουργού με Ολλανδή δημοσιογράφο γύρω από τη μεταχείριση που επιφυλάσσει η Ελλάδα στους μετανάστες, σε συνδυασμό και με τις αντιδράσεις που αυτός ο "διάλογος" προκάλεσε, έχουν πολλαπλό ενδιαφέρον. Σε ένα πρώτο, και πιο επιφανειακό, επίπεδο εγείρουν προβληματισμό για το τι αποτελεί "καλή δημοσιογραφία" και για το πώς υπερασπίζεται ένας ανώτατος αξιωματούχος στο εξωτερικό τις πολιτικές επιλογές της κυβέρνησης του και την αξιοπιστία της χώρας του, καθώς επίσης και για το πώς "αξιοποιούνται" αυτές οι επίσημες απόψεις από την εγχώρια αντιπολίτευση.
Σε ένα βαθύτερο και, κατά τη γνώμη μου, κρισιμότερο επίπεδο θέτουν ερωτήματα για το τι πράγματι ισχύει σε ένα μέτωπο που καίει και συγχρόνως δοκιμάζει την ελληνική πολιτική και την ελληνική κοινωνία: το μεταναστευτικό.
Στην πρώτη σειρά προβληματισμών, οι απαντήσεις είναι πιο εύκολες. Φυσικά, κάθε δημοσιογράφος έχει το δικαίωμα να θέτει τις ερωτήσεις που θέλει σε έναν επίσημο καλεσμένο της χώρας του, οφείλει όμως και να τον σέβεται, ως πρόσωπο και ως αξίωμα, κάτι που προφανώς η συγκεκριμένη δημοσιογράφος δεν έκανε έναντι του Έλληνα Πρωθυπουργού. Το οργίλο ύφος, εκφράσεις όπως "σταματήστε να λέτε ψέματα" ή "υποτιμάτε τη νοημοσύνη μας" και, κυρίως, η θέση "ερώτησης" μη επιδεχόμενης άλλη απάντηση από αυτή που παρείχε η ίδια η δημοσιογράφος (θεωρώντας ότι οι παρανομίες των ελληνικών Αρχών είναι δεδομένες), όλα αυτά συνιστούν κακή και όχι "γενναία" ή "σκληρή" δημοσιογραφία και πήραν την απάντηση που τους άξιζε.
Ως προς το ουσιαστικό ζήτημα των επαναπροωθήσεων, και γενικώς της στάσης των ελληνικών Αρχών, το κρίσιμο είναι τι πράγματι συμβαίνει. Αν οι ελληνικές Αρχές συστηματικά και αποδεδειγμένα αρνούνται να συνδράμουν μετανάστες εντός των ελληνικών χωρικών υδάτων, τους κρατούν μέρες μέσα στις βάρκες ή τα πλοία και τους "γυρνούν πίσω" χωρίς να εξετάσουν, σε ελληνικό έδαφος, αν δικαιούνται άσυλο, τότε υπάρχει πρόβλημα -και νομικό και ανθρωπιστικό. Έχουν υπάρξει τέτοιες καταγγελίες από ξένα ενημέρωσης και από μη κυβερνητικές οργανώσεις, έγκυρες και λιγότερο έγκυρες, και θα πρέπει να δοθούν απαντήσεις με στοιχεία -και πάντως όχι αναγκαστικά οι απαντήσεις που περιμένει η Ολλανδή δημοσιογράφος.
Από την άλλη -κι εδώ είναι που η ανακοίνωση που εξέδωσε η αξιωματική αντιπολίτευση είναι κακόπιστη και μονομερής- δεν μπορεί να παραμερίζεται ή να υποβιβάζεται ότι η Τουρκία αγνοεί τον τελευταίο καιρό επιδεικτικά τη (επ' αδρά αμοιβή) "συμφωνία" που έχει κάνει με την Ευρωπαική Ένωση να μην τής "στέλνει" μετανάστες, οι οποίοι, δυστυχείς αλλά όμηροι, κατευθύνονται στις ελληνικές και όχι στις ολλανδικές ακτές. Η Ελλάδα έχει κάθε δικαίωμα να αντιδράσει, στο πλαίσιο του διεθνούς δικαίου, και στα όργανα της Ευρωπαικής Ένωσης και έναντι της Τουρκίας -να ζητήσει, να πιέσει, να διαπραγματευτεί και, εντός νομιμότητας, ακόμα και αν κάποιες φορές είναι σκληρό, να αμυνθεί.
Ούτε είναι ψέμα ή υπερβολή ότι η χώρα μας βελτίωσε τον τελευταίο καιρό τις δομές "φιλοξενίας" των μεταναστών, καθώς και ότι σε πάρα πολλές περιπτώσεις, τις οποίες τα ξένα μέσα ενημέρωσης και οι μη κυβερνητικές οργανώσεις αναφέρουν λιγότερο συχνά, τόσο οι ελληνικές Αρχές όσο και απλοί πολίτες έχουν συντρέξει μετανάστες κι έχουν σώσει ζωές. Η εμφάνιση συλλήβδην της Ελλάδος, του λαού της, ή της κυβέρνησης της ως "ξενοφοβικών" διαστρεβλώνει πλήρως την πραγματικότητα -όπως και η θέαση του μεταναστευτικού μόνο από θεωρητική/νομική και όχι και από πρακτική/πολιτική οπτική.
Η συμβολή στη δίκαιη αντιμετώπιση ενός εξαιρετικά δυσεπίλυτου προβλήματος -καθώς η Ένωση δε δρα, ως προς αυτό, ως πραγματική ένωση, αλλά μοιάζει με μια γειτονιά στην οποία το μόνο μέλημα 24 γειτόνων είναι να εναποθέσουν την καυτή πατάτα στις 3 πιο εκτεθειμένες "αυλές" (Ελλάδα, Ιταλία, Ισπανία)- δεν μπορεί να έρθει μέσα από υπεραπλουστεύσεις, εργαλειοποιήσεις ή κομματικές κορώνες. Και πάντως δεν μπορεί να γίνεται στην πλάτη των δυστυχισμένων μεταναστών, τους οποίους ούτως ή άλλως εργαλειοποιούν χώρες και χώροι με μικρότερη δημοκρατική παράδοση και επιδόσεις.
* Ο Κώστας Μποτόπουλος είναι συνταγματολόγος και πρώην ευρωβουλευτής