Η Ευρώπη δεν μπορεί να «ψηφίσει» στις αμερικανικές προεδρικές εκλογές του 2024, αλλά μπορεί και πρέπει να προετοιμαστεί για τις επιπτώσεις μίας δημοκρατικής ή ρεπουμπλικανικής νίκης σε ορίζοντα που κυμαίνεται από το πεδίο της μελλοντικής κατεύθυνσης της εξωτερικής πολιτικής της Ουάσινγκτον -ιδίως όσον αφορά την Κίνα και τη στήριξη προς την εμπόλεμη Ουκρανία-, των εγγυήσεων ασφαλείας έναντι συμμάχων και εν γένει τις σχέσεις με τους διεθνείς εταίρους της, έως την οικονομία, την ενέργεια και το κλίμα, καθώς και την προσήλωσή της στους διεθνείς θεσμούς και την πολυμερή συνεργασία.
Με φόντο την προεκλογική εκστρατεία που «ανοίγει» για την προεδρική κάλπη του 2024, στην οποία ο Δημοκρατικός πρόεδρος Τζο Μπάιντεν διεκδικεί την επανεκλογή του απέναντι στο ρεπουμπλικανικό «στρατόπεδο» που σύμφωνα τουλάχιστον με την παρούσα δημοσκοπική εικόνα δείχνει να «επιλέγει» τον Ντόναλντ Τραμπ, η «δεξαμενή σκέψης» Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Εξωτερικών Σχέσεων (ECFR) προχωρά σε μία «ακτινογραφία» των σημείων σύγκλισης και απόκλισης μεταξύ Δημοκρατικών και Ρεπουμπλικανών, και των πιθανών επιπτώσεων της έκβασης των αμερικανικών εκλογών για την Ευρώπη.
Το κύριο «μήνυμα» που στέλνει το πανευρωπαϊκό think tank είναι ότι οι Ευρωπαίοι ηγέτες δεν μπορούν απλά να ελπίσουν ότι θα μπορέσουν να ανταποκριθούν σε δυνητικά δραματικές αλλαγές στην πολιτική των Ηνωμένων Πολιτειών τα επόμενα έτη, αλλά θα πρέπει από τώρα να χαράξουν πολιτικές και να λάβουν μέτρα ώστε να ενισχύσουν και να προστατεύσουν τη δική τους θέση σε έναν κόσμο που αλλάζει εν μέσω του ρωσικού πολέμου στην Ουκρανία, της αυξανόμενης αντιπαλότητας Ουάσινγκτον-Πεκίνου, και όχι μόνο.
Δημοκρατικοί και οι Ρεπουμπλικανοί ευθυγραμμίζονται σε ζητήματα όπως ο ανταγωνισμός με την Κίνα, η προστασία της εγχώριας παραγωγής, το εξωτερικό εμπόριο και η βιομηχανική παραγωγή, η πρόσβαση σε στρατηγικές τεχνολογίες, αλλά και η «αποδέσμευση» από τις επεμβάσεις στο εξωτερικό και τα μέτωπα της Μέσης Ανατολής. Κάποιος βαθμός συνέχισης στην αμερικανική εξωτερική πολιτική θα υπάρξει ανεξαρτήτως νικητή. Μεγάλη είναι όμως η απόσταση που χωρίζει τα δύο κόμματα σε πεδία ζωτικής σημασίας για την Ευρώπη, όπως τα επόμενα βήματα της Ουάσινγκτον όσον αφορά τη στήριξη της Ουκρανίας, η δράση κατά της κλιματικής αλλαγής και η επένδυση στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, αλλά και αυτή καθαυτή η (περισσότερο ή λιγότερη συναλλακτική) σχέση της χώρας με τους συμμάχους της.
Αντικρουόμενες τάσεις και γραμμές υπάρχουν την ίδια στιγμή και στο εσωτερικό αμφότερων Δημοκρατικών και Ρεπουμπλικανών, και η επιρροή τους θα έλθει να συνδιαμορφώσει τη στάση μελλοντικών κυβερνήσεων. Όσον αφορά τη θέση των ΗΠΑ στον κόσμο και τη στρατιωτική τους παρουσία, τα «στρατόπεδα» χωρίζονται μεταξύ εκείνων που προκρίνουν την περιορισμένη εμπλοκή σε διεθνή μέτωπα, άλλων που δίνουν προτεραιότητα στον Ινδο-Ειρηνικό και υπερμάχων της παγκόσμιας ηγεμονίας των ΗΠΑ.
Η Αμερική αλλάζει, και το ίδιο και η εξωτερική πολιτική της, τονίζουν στην εκτενή ανάλυση που συνυπογράφουν η Σίλια Μπελίν, ανώτερη συνεργάτις και επικεφαλής του γραφείου του European Council on Foreign Relations στο Παρίσι και πρώην σύμβουλος του γαλλικού υπουργείου Εξωτερικών για τις σχέσεις με τις ΗΠΑ, η Μάζντα Ρούγκ, ανώτερη συνεργάτις του think-tank και παλαιότερα ερευνήτρια στο Πανεπιστήμιο Τζονς Χόπκινς, καθώς και ο Τζέρεμι Σαπίρο, διευθυντής Έρευνας στο ECFR, επισκέπτης ανώτερος συνεργάτης στο Ινστιτούτο Brookings και πρώην σύμβουλος του Στέιτ Ντιπάρτμεντ για την Ευρώπη επί διακυβέρνησης Ομπάμα.
Για τα περισσότερα κράτη-μέλη της ΕΕ, η συμμαχία με τις Ηνωμένες Πολιτείες αποτελεί τον κεντρικό άξονα της εξωτερικής τους πολιτικής και πολιτικής ασφαλείας. Ωστόσο, τα ταραχώδη χρόνια της διακυβέρνησης Τραμπ αλλά και η αλλαγή στην εξωτερική πολιτική στα πρώτα στάδια της προεδρίας Μπάιντεν απέδειξαν πέραν πάσης αμφιβολίας ότι ο «Παλαιός Κόσμος» που έφτιαξε η Αμερική, και η παλιά συμφωνία που σύναψε με την Ευρώπη, δεν θα διατηρηθούν για πολύ, κατά τους αναλυτές.
Για τις ευρωπαϊκές χώρες, που εξακολουθούν να εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τις εγγυήσεις ασφαλείας των ΗΠΑ, η πλοήγηση στον ταραγμένο κόσμο της εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ παραμένει ζήτημα υπαρξιακής σημασίας. Αντίστοιχα, η ανησυχία της Ευρώπης για έναν Ρεπουμπλικανό πρόεδρο στον Λευκό Οίκο το 2025 είναι ιδιαίτερα υψηλή. Μία προοπτική επιστροφής του Ντόναλντ Τραμπ τίθεται συχνά ως επιχείρημα υπέρ της ανάγκης για μεγαλύτερη ευρωπαϊκή στρατηγική αυτονομία.
Οι Ρεπουμπλικανοί θα καθορίζουν πάντα την πολιτική τους σε αντίστιξη με τους Δημοκρατικούς, ωστόσο κατά το ECFR θα έχει μεγάλη σημασία εάν θα είναι ο Τραμπ, ο Ρον ΝτεΣάντις, η Νίκι Χέιλι, ο Μάικ Πενς ή κάποιος άλλος Ρεπουμπλικανός, που εγκατασταθεί στο Λευκό Οίκο, και υπό αυτό το πρίσμα τονίζουν ότι η Ευρώπη πρέπει να θέσει έγκαιρα στο «μικροσκόπιο» τις θέσεις τους. Η πτέρυγα Τραμπ «βλέπει» τον πόλεμο στην Ουκρανία υπό εντελώς διαφορετικό πρίσμα συγκριτικά με τα περισσότερα ηγετικά στελέχη των Ρεπουμπλικανών στο Κογκρέσο. Στην απέναντι… όχθη, η προοδευτική πτέρυγα έχει ασκήσει έντονη κριτική στη «στρατιωτικοποίηση» της εξωτερικής πολιτικής που βρίσκει ευρεία υποστήριξη μεταξύ του κατεστημένου του Δημοκρατικού Κόμματος.
Κίνα, Ουκρανία, Ινδο-ειρηνικός
Στο «μέτωπο» της εξωτερικής πολιτικής, αμφότεροι Δημοκρατικοί και Ρεπουμπλικανοί έχουν εισέλθει στην εποχή της απόρριψης επεμβάσεων στο εξωτερικό, ιδίως για τους σκοπούς της λεγόμενης «οικοδόμησης έθνους». Από τις πρώτες ημέρες της, η προεδρία Μπάιντεν έχει θέσεις εκτός υψηλών προτεραιοτήτων τη Μέση Ανατολή και έχει προσεκτικά αποφύγει να «συρθεί» πίσω στην περιοχή, επικεντρώνοντας στην αντιμετώπιση της Κίνας και περιορισμού της Ρωσίας. Την ίδια πορεία έχουν ακολουθήσει τρεις πρόεδροι: Ο Μπαράκ Ομπάμα με την απόσυρση από το Ιράκ το 2011, ο Τραμπ με τη συμφωνία με τους Ταλιμπάν για σταδιακή απόσυρση των αμερικανικών στρατευμάτων από το Αφγανιστάν το 2020, και ο Τζο Μπάιντεν που έκανε πράξη την απόσυρση, όσο χαοτική και αν ήταν, και ανεξαρτήτως της επιθυμίας ΝΑΤΟϊκών εταίρων των ΗΠΑ.
Στο «καυτό» ζήτημα της Κίνας, υπάρχει σταθερή δικομματική συμφωνία ότι αντιπροσωπεύει τη μεγαλύτερη πρόκληση για τα συμφέροντα εθνικής ασφάλειας των ΗΠΑ και για την παγκόσμια τάξη πραγμάτων. Αν και υπάρχουν διαφωνίες ως προς τους τρόπους με τους οποίους πρέπει να αντιμετωπιστεί η Κίνα, οι κινήσεις για την υπερίσχυση στον μεταξύ τους ανταγωνισμό αναμένεται να καθοδηγήσουν την εξωτερική, αλλά και την οικονομική πολιτική της Ουάσινγκτον, ανεξαρτήτως νικητή στις κρίσιμες προεδρικές εκλογές. Η δέσμευση των ΗΠΑ για την ασφάλεια της Ταϊβάν είναι επίσης σε μεγάλο βαθμό δικομματική.
Παραμένουν, όμως, σημαντικές διαφορές στον τρόπο με τον οποίο οι δύο πλευρές «βλέπουν» το ρόλο των συμμάχων στον ανταγωνισμό ΗΠΑ-Κίνας. Ένας μελλοντικός Ρεπουμπλικανός πρόεδρος πιθανότατα θα ακολουθούσε μία πιο μονομερή προσέγγιση έναντι της Κίνας, «τιμωρώντας» τους Ευρωπαίους συμμάχους εάν δεν ακολουθήσουν. Οποιαδήποτε μελλοντική ρεπουμπλικανική κυβέρνηση θα είναι πιο συναλλακτική στη σχέση της με την ΕΕ και θα εξαρτήσει τις εμπορικές της πολιτικές έναντι της Ευρώπης από τη στρατηγική βιομηχανική πολιτική της ίδιας έναντι της Κίνας. Οι υποψήφιοι που σήμερα προηγούνται στις δημοσκοπήσεις είναι επίσης πιο πιθανό να πιέσουν για ταχύτερη αναδιάταξη στρατιωτικών δαπανών, μακριά από την Ουκρανία και προς τον Ινδο-Ειρηνικό.
Υπό μία δεύτερη θητεία Μπάιντεν, οι ΗΠΑ είναι πιο πιθανό να συνεχίσουν να προσελκύουν συμμάχους για να περιορίσουν την Κίνα, ακόμα κι αν η υπομονή της κυβέρνησης μπορεί τελικά να εξαντληθεί. Ωστόσο, σε κάθε περίπτωση, οι ΗΠΑ θα περιμένουν όλο και περισσότερο από την ΕΕ να ευθυγραμμίσει τη στρατηγική βιομηχανική πολιτική της έναντι της Κίνας με εκείνη των ΗΠΑ, ενώ θα απαιτήσουν μεγαλύτερη ευρωπαϊκή συνεισφορά σε στρατιωτικά ζητήματα και θέματα ασφάλειας στην Ουκρανία, προκειμένου να απελευθερωθούν στρατιωτικοί πόροι των ΗΠΑ για τον Ινδο-Ειρηνικό.
Πέραν της αυξανόμενης αντίθεσης στους κόλπους των Ρεπουμπλικανών για τη συνέχιση της αμερικανικής υποστήριξης στην Ουκρανία (με πρωτοστάτες τους αντιπάλους για το χρίσμα Τραμπ και ΝτεΣάντις), οι αναλυτές του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Εξωτερικής Πολιτικής επισημαίνουν πως οι Ευρωπαίοι ηγέτες πρέπει κυρίως να προετοιμαστούν και για άλλες αλλαγές στην αμερικανική εξωτερική πολιτική σε περίπτωση ρεπουμπλικανικής νίκης.
Σε αυτές περιλαμβάνονται απομάκρυνση από τη διεθνή συνεργασία για δράση κατά της κλιματικής αλλαγής και προώθηση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, περιφρόνηση για τους διεθνείς θεσμούς και τη φιλελεύθερη δημοκρατική τάξη, χαμηλότερα επίπεδα «ανοχής» για ελλείψεις στις ευρωπαϊκές στρατιωτικές δυνατότητες και στρατηγική, μεγαλύτερη συμπάθεια για λαϊκιστές συντηρητικούς, όπως ο Ούγγρος πρωθυπουργός Βίκτορ Όρμπαν, και εν γένει μία πιο συναλλακτική προσέγγιση με παραδοσιακούς συμμάχους στην Ευρώπη, που θα οδηγήσει σε υψηλότερα επίπεδα εξαναγκασμού και ισχυρότερη διασύνδεση μεταξύ τομέων πολιτικής.
Η παράταση της διακυβέρνησης Μπάιντεν θα σήμαινε εξ ορισμού λιγότερες αλλαγές για την πολιτική των ΗΠΑ έναντι της Ευρώπης, αλλά θα εξακολουθούσε να παρουσιάζει προκλήσεις. Οι συζητήσεις επί της κατεύθυνσης της εξωτερικής πολιτικής εντός των Δημοκρατικών δεν θα έχουν άμεση επίδραση κατά την έναρξη μίας δεύτερης θητείας Μπάιντεν, αλλά με την πάροδο του χρόνου θα βαρύνουν όλο και περισσότερο. Η πτέρυγα των αποκαλούμενων «ρεαλιστών» εντός του κόμματος θα ενισχυθεί ειδικά εάν ένας παρατεταμένος πόλεμος στην Ουκρανία συνεχίσει να «ρουφά» πόρους από άλλες πιο πιεστικές προτεραιότητες, ιδιαίτερα κάποιο συμβάν με την Ταϊβάν.
Η απάντηση σε οποιαδήποτε από αυτές τις προκλήσεις θα είναι δύσκολη για τα ευρωπαϊκά κράτη που εξαρτώνται σε τόσο μεγάλο βαθμό από τις ΗΠΑ. Με τους ισχυρούς δεσμούς που διαθέτει με τις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, η Ουάσινγκτον διατηρεί πολύ μεγαλύτερη ικανότητα να διχάσει την ΕΕ από ό,τι η Κίνα ή η Ρωσία. Εάν οι πικρές διαιρέσεις για τον ρόλο των ΗΠΑ στην Ευρώπη συνεχιστούν, δεν θα αποδώσει καμία από τις άλλες στρατηγικές για την προστασία των ευρωπαϊκών συμφερόντων, εκτιμά το European Council on Foreign Policy.
Οποιαδήποτε κυβέρνηση των ΗΠΑ θα χρησιμοποιήσει απλώς τις διαιρέσεις προς διασφάλιση των δικών της πολιτικών συμφερόντων. Και όπως συμβαίνει σχεδόν με οποιοδήποτε στοιχείο της ευρωπαϊκής εξωτερικής πολιτικής, βασική προϋπόθεση είναι η επίτευξη της μέγιστης δυνατής ενότητας -όχι μόνο για να αντιμετωπιστεί μία δυνητικά πιο αποστασιοποιημένη ή «αποδιοργανωτική» Ουάσινγκτον, αλλά και για να αντιμετωπιστεί μία ολοένα και πιο διεκδικητική Κίνα.
Αυτόνομη άμυνα και ένα «γεω-οικονομικό ΝΑΤΟ»;
Πέραν αυτών των βασικών προσεγγίσεων, το ECFP εισηγείται προς τους Ευρωπαίους ηγέτες να εξετάσουν σειρά στρατηγικών, στις οποίες περιλαμβάνονται κινήσεις προς μία πιο αυτόνομη ευρωπαϊκή άμυνα μπροστά στην πραγματικότητα του πολέμου στην Ουκρανία, των προκλήσεων ασφαλείας στη Μέση Ανατολή και της αποδέσμευσης των ΗΠΑ για να εστιάσουν στην Κίνα. Το ζήτημα καθίσταται ακόμη πιο επιτακτικό εάν αναδειχθεί Ρεπουμπλικανός πρόεδρος, ο οποίος και είναι πιθανό να θεωρήσει ότι τα σημερινά επίπεδα στήριξης προς την Ουκρανία έρχονται σε άμεση σύγκρουση με τις εσωτερικές προτεραιότητες ή το στόχο της αποτροπής μιας κινεζικής εισβολής στην Ταϊβάν.
Σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο, οι Ευρωπαίοι θα καλούνταν να βρεθούν στην πρώτη γραμμή της αντιμετώπισης της Ρωσίας και να υποστηρίξουν μόνοι τους την Ουκρανία. Το ECFP έχει εισηγηθεί ένα σχέδιο για την υποστήριξη της Ουκρανίας από την ΕΕ και τη Βρετανία που περιέχει τέσσερα βασικά στοιχεία: Μακροπρόθεσμη στρατιωτική βοήθεια μέσω ενός νέου συμφώνου ασφαλείας, εγγυήσεις ασφαλείας σε περίπτωση ρωσικής κλιμάκωσης, οικονομική βοήθεια και έναρξη της μακράς διαδικασίας ανασυγκρότησης ως σκέλος μιας «εταιρικής σχέσης για τη διεύρυνση», καθώς και μέτρα ενεργειακής ασφάλειας που θα ενσωματώνουν την Ουκρανία πιο στενά στις ευρωπαϊκές ενεργειακές υποδομές.
Παράλληλα, η Ευρώπη θα κληθεί να διαχειριστεί την απεμπλοκή των ΗΠΑ από τη Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική, καθώς θα πρέπει να αναλάβει τη μεγαλύτερη ευθύνη για την ειρήνη και την ασφάλεια, την ενεργειακή ασφάλεια, τη μετανάστευση ή την καταπολέμηση της τρομοκρατίας. Αυτό θα απαιτήσει μια πιο ολοκληρωμένη και συντονισμένη εξωτερική πολιτική και ενισχυμένες στρατιωτικές δυνατότητες, καθώς και μια πιο στρατηγική προσέγγιση για τη συνεργασία με τις περιφερειακές δυνάμεις που στρέφονται όλο και περισσότερο προς την Κίνα και τη Ρωσία.
Όσο για τη θέση της ΕΕ απέναντι στον ανταγωνισμό ΗΠΑ-Κίνας, το European Council on Foreign Policy έρχεται να μιλήσει για ένα «γεω-οικονομικό ΝΑΤΟ». Οι ΗΠΑ αναμένουν από την Ευρώπη να ευθυγραμμιστεί με τη γραμμή τους για την Κίνα -είτε αφορά στους ελέγχους των εξαγωγών, είτε τον έλεγχο επενδύσεων ή τη στρατηγική βιομηχανική πολιτική. Οι πρόσφατες συζητήσεις για το 5G και τις επιδοτήσεις πράσινης τεχνολογίας καταδεικνύουν ότι ο ανταγωνισμός με την Κίνα θα διεισδύσει βαθιά στη δυτική σφαίρα και θα διευρύνει ερωτήματα που μέχρι τώρα ήταν καθαρά οικονομικά.
Πράγματι, στον επερχόμενο ανταγωνισμό μεταξύ της Κίνας και της Δύσης, η γεω-οικονομική σφαίρα πιθανότατα θα γίνει το κεντρικό μέτωπο. Εάν οι Ευρωπαίοι επιθυμούν να διατηρήσουν τη φωνή τους σε αυτά τα ζητήματα, θα χρειαστούν ένα φόρουμ στο οποίο εκείνοι και οι ΗΠΑ θα μπορούν να εξετάσουν από κοινού τις γεωστρατηγικές επιπτώσεις οικονομικών ζητημάτων όπως η βιομηχανική πολιτική, επισημαίνει το ECFP, προτείνοντας τη συγκρότηση ενός «γεω-οικονομικού ΝΑΤΟ» που θα επέτρεπε στους διατλαντικούς εταίρους να εξετάσουν στρατηγικά τα γεω-οικονομικά ζητήματα και να αποφασίσουν από κοινού για την εξωτερική οικονομική πολιτική, αντί οι Ευρωπαίοι απλώς να αποδέχονται τις αποφάσεις των ΗΠΑ.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση θα μπορούσε παράλληλα να οικοδομήσει συμμαχίες για το Κλίμα και να αξιοποιήσει την ευρωπαϊκή δυναμική στο εμπόριο, επιβάλλοντας κόστη στις ΗΠΑ εάν δεν συνεργαστούν στην επίτευξη των στόχων για την καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής, αλλά και να συγκροτήσει πολυμερείς συνασπισμούς για την αντιμετώπιση καίριων ζητημάτων, δεδομένου ότι μία ρεπουμπλικανική κυβέρνηση θα ήταν πιθανώς εχθρική έναντι σημαντικών για την ΕΕ θεσμών, συμπεριλαμβανομένων του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου και της Παγκόσμιας Τράπεζας.
Διαβάστε επίσης
«Επιστροφή στο μέλλον» με Μπάιντεν εναντίον Τραμπ το 2024;
Μπορεί ο ΝτεΣάντις να «πάρει» το χρίσμα από τον Τραμπ;
Η μοναξιά Μακρόν στη μάχη απεξάρτησης της Ευρώπης από τις ΗΠΑ