Η επιμονή του Εμανουέλ Μακρόν να ζητά την αποσύνδεση της Ευρωπαϊκής Ένωσης από το «άρμα» της Δύσης ίσως έχει οδηγήσει στην πιο δύσκολη περίοδο που βιώνει ο πρόεδρος της Γαλλίας κατά τη δεύτερη πενταετή θητεία του στα Ηλύσια Πεδία.
Όλα ξεκίνησαν από μια δήλωση που έκανε ο Μακρόν κατά την πτήση της επιστροφής του από το Πεκίνο στο Παρίσι, στον απόηχο της συνάντησής του με τον Κινέζο ομόλογό του, Σι Τζινπίνγκ.
«Το ερώτημα που πρέπει να απαντήσουν οι Ευρωπαίοι έχει ως εξής: είναι προς το συμφέρον μας να επιταχύνουμε [μια κρίση] στην Ταϊβάν; Όχι. Το χειρότερο θα ήταν να σκεφτούμε ότι εμείς οι Ευρωπαίοι πρέπει να ακολουθήσουμε τη λογική σε αυτό το θέμα, λαμβάνοντας το παράδειγμα από την ατζέντα των ΗΠΑ και την υπεραντίδραση της Κίνας», δήλωσε ο Μακρόν, προσθέτοντας ότι η «Ευρώπη δεν πρέπει να εμπλακεί σε κρίσεις που δεν είναι δικές μας, γεγονός που την εμποδίζει να οικοδομήσει τη στρατηγική της αυτονομία».
Η συγκεκριμένη τοποθέτηση ήταν αρκετή, ώστε να «παγώσει» τα βλέμματα τόσο στην Ευρώπη όσο και στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού και να σηκώσει έναν «κουρνιαχτό» αντιδράσεων.
Απομόνωση και μοναξιά με διττή υπόσταση
Διεθνείς αναλυτές εκτιμούν πως ο Μακρόν βιώνει μια ιδιόμορφη μοναξιά. Χρησιμοποιούν δε τον όρο «ιδιόμορφη», για να υπερτονίσουν τη διττή υπόσταση αυτής της απομόνωσης: αφενός προέρχεται από το εξωτερικό, καθώς αρκετοί αξιωματούχοι αλλά και ηγέτες της Ευρώπης των 27 εμφανίζονται επικριτικοί απέναντι στα όσα είπε ο Γάλλος πρόεδρος κατά την επιστροφή του στο Παρίσι.
Αφετέρου πρόκειται και για μια απομόνωση εσωτερική, καθώς ο πρώτος πολίτης της Γαλλίας γίνεται δέκτης σφοδρής κριτικής και μέσα στην ίδια του τη χώρα, όχι μόνο για τα όσα λέει για τις ΗΠΑ αλλά και για το συνταξιοδοτικό, που εδώ και αρκετό εγείρει σφοδρότατες αντιδράσεις στους κόλπους της γαλλικής κοινωνίας, με μαζικές διαδηλώσεις και απεργιακές κινητοποιήσεις. Είναι χαρακτηριστικό ότι μέσα σε ένα εικοσιτετράωρο και συγκεκριμένα την Τετάρτη (12/04) έγιναν δύο απόπειρες επίθεσης κατά του Γάλλου προέδρου από διαδηλωτές, η πρώτη στη Χάγη και η δεύτερη στο Άμστερνταμ.
Πολεμική και κατευνασμός
Ωστόσο, την ίδια ημέρα ο πρόεδρος της Γαλλίας δεν έμεινε εκεί: Αμέσως μετά τις αντιδράσεις που προκάλεσαν οι δηλώσεις του. έδωσε μια νέα συνέντευξη στην πολιτική επιθεώρηση «Politico» και το γαλλικό περιοδικό «Les Echos», επιμένοντας στις αρχικές του τοποθετήσεις.
«Η ουσία των όσων είπε ο Μακρόν, που επικεντρώθηκε στο αγαπημένο του σχέδιο της ευρωπαϊκής στρατηγικής αυτονομίας, ήταν σαφής και η θέση του για την Ταϊβάν και την Κίνα δεν έχει αλλάξει», δήλωσε σχετικά διπλωματική πηγή στο Reuters.
Όπως ήταν φυσικό, η συνέντευξη Μακρόν στο ειδησεογραφικό πρακτορείο «Politico» και στη γαλλική εφημερίδα «Les Echos», προκάλεσε αντιδράσεις στην Ευρώπη και τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Κι ενώ με την πολεμική που ύψωσε ο Γάλλος πρόεδρος επιχείρησε να διατηρήσει ψηλά στην ατζέντα το ζήτημα της στρατηγικής αυτονομίας της Ευρώπης, χρειάστηκαν μόλις λίγες ώρες ώστε να ανασκευάσει, αφήνοντας, όμως, την πρωτοβουλία αυτή στον Γάλλο υπουργό Οικονομίας, Μπρουνό Λεμέρ.
Σε δήλωσή του ο κ. Λεμέρ, δήλωσε πως η χώρα του είναι «σταθερός και αξιόπιστος σύμμαχος» των ΗΠΑ, αλλά ότι συζητά και με την Κίνα, μετά τις επίμαχες δηλώσεις του Γάλλου προέδρου Εμανουέλ Μακρόν.
«Έχουμε την πρόθεση να παραμείνουμε σταθεροί και αξιόπιστοι σύμμαχοι των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής. Δεν πρέπει να υπάρχουν παρανοήσεις πάνω σε αυτό», δήλωσε ο Λεμέρ, ο οποίος συμμετείχε στην Ουάσινγκτον στις εαρινές συνεδριάσεις του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και της Παγκόσμιας Τράπεζας.
Ο Λεμέρ δήλωσε επίσης ότι η Γαλλία και η Ευρώπη θέλουν να ακολουθήσουν ανεξάρτητη πολιτική πορεία από τις ΗΠΑ και την Κίνα, αλλά θέλουν να είναι «ισχυροί και αξιόπιστοι σύμμαχοι των ΗΠΑ».
«Προτού μεταβεί στην Κίνα, ο πρόεδρος Μακρόν τηλεφώνησε στον πρόεδρο Μπάιντεν για να συντονίσει πράγματι τις θέσεις των ΗΠΑ και της Γαλλίας έναντι της Κίνας», υπογράμμισε ο υπουργός, τονίζοντας ότι υπήρχε μεγάλος συντονισμός μεταξύ του Παρισιού και της Ουάσινγκτον στις θέσεις τους για τη χώρα αυτή και ότι οι ΗΠΑ, η Γαλλία και η Ευρώπη έχουν μια «συντονισμένη προσέγγιση» όσον αφορά τις σχέσεις με την Κίνα.
Από τις τοποθετήσεις Λεμέρ καθίσταται σαφές ότι ο Εμανουέλ Μακρόν βρέθηκε στη δίνη ενός ισχυρού διπλωματικού «κυκλώνα» δεχόμενος μια ομοβροντία επικρίσεων και ουσιαστικά εξαναγκάστηκε εμμέσως σε αναδίπλωση.
Τελικά, έκανε λάθος ο Μακρόν;
Θα ήταν μάλλον επιπόλαια και βιαστική μια απολύτως καταφατική απάντηση στο ερώτημα αυτό. Ο Μακρόν δεν έβγαλε από το μυαλό του τα περί στρατηγικής αυτονομίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Βασίστηκε σε ένα άρθρο που είχε δημοσιευθεί στα τέλη του 2020 – εν μέσω πανδημίας Covid-19 - από τον Ύπατο Εκπρόσωπο της ΕΕ και αντιπρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ζοζέπ Μπορέλ.
Στο κείμενο αυτό, ο Μπορέλ περιέγραφε, «γιατί είναι η στρατηγική αυτονομία πιο σημαντική από ποτέ» και ανέφερε χαρακτηριστικά: «Επειδή ο κόσμος έχει αλλάξει. Είναι δύσκολο να ισχυρίζεσαι ότι είσαι μια “πολιτική ένωση” ικανή να ενεργεί ως “παγκόσμιος παίκτης” και ως “γεωπολιτική Επιτροπή” χωρίς να είσαι “αυτόνομος”. Ποιοι είναι λοιπόν οι παράγοντες που καθιστούν την έννοια αυτή πιο σημαντική από ποτέ; Ο πρώτος είναι ότι η βαρύτητα της Ευρώπης στον κόσμο συρρικνώνεται. Πριν από τριάντα χρόνια, μας αντιστοιχούσε το ένα τέταρτο του παγκόσμιου πλούτου. Προβλέπεται ότι σε 20 χρόνια, το ευρωπαϊκό ΑΕΠ δεν θα υπερβαίνει το 11 % του παγκόσμιου —πολύ πίσω από την Κίνα, η οποία θα έχει διπλάσιο ποσοστό, κάτω από το 14 % των Ηνωμένων Πολιτειών, και στο ίδιο επίπεδο με την Ινδία. Οι επόμενες δύο δεκαετίες θα είναι κρίσιμες, διότι η Κίνα θα τις εκμεταλλευτεί για να γίνει η πρώτη παγκόσμια δύναμη, προτού βρεθεί αντιμέτωπη με νέους δημογραφικούς περιορισμούς που θα επιβραδύνουν την ανάπτυξή της. Πιθανότατα τότε θα μπορούσε να πάρει τη σκυτάλη η Ινδία».
Κατέληγε δε ο Μπορέλ: «Το συμπέρασμα είναι απλό. Εάν δεν ενεργήσουμε τώρα, μαζί, η επιρροή μας θα χαθεί, όπως έχουν πειστικά υποστηρίξει πολλοί. Η στρατηγική αυτονομία, από την άποψη αυτή, είναι μια διαδικασία πολιτικής επιβίωσης. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, οι παραδοσιακές μας συμμαχίες παραμένουν ουσιαστικότατες. Ωστόσο, στο μέλλον δεν θα είναι αρκετές. Όσο αμβλύνεται η ανισορροπία δυνάμεων, ο κόσμος θα βασίζεται όλο και περισσότερο στη συναλλαγή - και την ίδια τάση θα έχουν όλες οι δυνάμεις, συμπεριλαμβανομένης της Ευρώπης. Αυτή είναι μια αναπόδραστη αλήθεια».
Το άρθρο του Μπορέλ, τρία χρόνια πριν, καταδείκνυε την αγωνία των Βρυξελλών για την αδυναμία της ΕΕ να διαδραματίσει στο άμεσο μέλλον ρόλο σημαντικού παίκτη ως πολιτική ένωση στο επίπεδο γεωστρατηγικής και να διεκδικήσει μια αναβαθμισμένη θέση στο παγκόσμιο στερέωμα. Με άλλα λόγια, παραδεχόταν μια στρατηγική αδυναμία, αλλά πρότεινε παράλληλα κάποιες λύσεις απέναντι σε μια διαφαινόμενη κρίση ταυτότητας της Ένωσης.
Το λάθος, ενδεχομένως, που έκανε ο Μακρόν ήταν που επανέφερε με τρόπο απότομο - ίσως και άγαρμπο - τη συζήτηση περί στρατηγικής αυτονομίας της ΕΕ, σε μια στιγμή κατά την οποία ο γιγαντισμός της Κίνας συνιστά μια πραγματικότητα και ενώ μαίνεται η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία.
Ωστόσο, η στρατηγική αυτονομία της Ευρώπης των 27 δεν θα πρέπει να καταστεί συνώνυμο της αποστροφής απέναντι στη στρατηγική των Ηνωμένων Πολιτειών. Σε μια χρονική συγκυρία οπότε οι όροι «συναίνεση» και «συνεννόηση», ειδικά στο διπλωματικό πεδίο, έχουν κρίσιμη σημασία, η όποια κρίση ταυτότητας αντιμετωπίζεται μέσω του εποικοδομητικού διαλόγου.
Αυτή, ακριβώς, η θέση αποκρυσταλλώνεται σε μία από τις πλέον διάσημες φράσεις του συγγραφέα, Έρνεστ Χέμινγουεϊ στο βιβλίο του «Για ποιον χτυπά η καμπάνα»: «Κανένας άνθρωπος δεν είναι νησί, κανένας άνθρωπος δεν μπορεί να σταθεί μόνος του»*.
*«No man is an island, no man stands alone».