Υπήρξε μια από τις πιο αινιγματικές φυσιογνωμίες της λογοτεχνίας. Ο Τζ. Ντ. Σάλιτζερ, ο αμερικανός συγγραφέας που διακρίθηκε σε νεαρή ηλικία, γεννήθηκε την πρώτη ημέρα του Ιανουαρίου το 1919 και πέθανε στις 27 Ιανουαρίου 2010, πέρασε παραπάνω από μισόν αιώνα ζωής σε απομόνωση. Το τελευταίο του βιβλίο κυκλοφόρησε το 1965 και έδωσε την τελευταία του συνέντευξη το 1960.
Κανείς δεν έμαθε ποτέ τι ήταν εκείνο που στο αποκορύφωμα της καριέρας τον έκανε να αποφασίσει να εξαφανιστεί.
Άφησε πίσω του το θρυλικό μυθιστόρημα «Ο φύλακας στη σίκαλη» το 1951 που μεταφράστηκε στα ελληνικά από την ποιήτρια Τζένη Μαστοράκη το 1978 και επανεκδόθηκε πρόσφατα – σε μετάφραση Αθηνάς Δημητριάδου- από τις εκδόσεις Πατάκη, έγινε εξώφυλλο στο περιοδικό Time, δημοσίευσε διηγήματα και νουβέλες, μίλησε για τελευταία φορά στο περιοδικό The New Yorker το 1965 και από τότε σιωπή.
Ο Τζερόμ Ντέιβιντ Σάλιντζερ μεγάλωσε στο Μανχάταν της Νέας Υόρκης και ξεκίνησε γράφοντας σύντομες ιστορίες κατά την περίοδο όπου παρακολουθούσε μαθήματα στο γυμνάσιο. Αρκετά απ’ αυτά δημοσιεύθηκαν στο φιλολογικό περιοδικό «Story» στις αρχές της δεκαετίας του 1940 και προτού ο συγγραφέας να υπηρετήσει στον στρατό κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου πολέμου.
Το 1948, το διήγημά του με τίτλο «A Perfect Day for Bananafish» [Μια τέλεια μέρα για μπανανόψαρα] δημοσιεύθηκε στο περιοδικό The New Yorker, το οποίο δημοσίευσε και πολλά μετέπειτα έργα του.
Το 1951, υπήρξε χρονιά ορόσημο για τη ζωή και το έργο του. Το διήγημά του με τίτλο «The Catcher in the Rye» / «Ο φύλακας στη σίκαλη» έγινε αμέσως με την κυκλοφορία του τεράστια επιτυχία. Ένα διήγημα που περιγράφει την αποξένωση από την χαμένη αθωότητα μετά την ενηλικίωση. Η μεγάλη επιτυχία έστρεψε τα φώτα της δημοσιότητας πάνω του, κάτι που ο Σάλιντζερ αποστρεφόταν, και ως αποτέλεσμα αποξενώθηκε και δημοσίευε νέα έργα όλο και σπανιότερα.
Τα επόμενα διηγήματα του ήταν το «Nine Stories»/ «Εννέα ιστορίες» το 1953, το «Franny and Zooey» / «Φράνι και Ζούι» το 1961 και το «Raise High the Roof Beam Carpenters and Seymour: An Introduction» / «Ψηλή σηκώστε στέγη, ξυλουργοί. Σίμορ, συστατικά στοιχεία» το 1963. Το τελευταίο του δημοσιευμένο γραπτό ήταν μια νουβέλα με τίτλο «Hapworth 16, 1924» η οποία δημοσιεύθηκε από το περιοδικό «The New Yorker» στις 19 Ιουνίου του 1965.
Για το υπόλοιπο της ζωής του ο Σάλιντζερ αγωνίζονταν να αποφύγει την δημοσιότητα, και ενεπλάκη σε δικαστικές διαμάχες, το 198- με τον βιογράφο του Ίαν Χάμιλτον, και στα τέλη του 1990 με μια πρώην ερωμένη του και την κόρη του Μάργκαρετ Σάλιντζερ οι οποίες έγραψαν τα απομνημονεύματα τους γι’ αυτόν. Το 1996, ένας μικρός εκδοτικός οίκος ανακοίνωσε πως είχε αποκτήσει την άδεια για να εκδώσει το «Hapwoth 16, 1924» ως βιβλίο, ωστόσο μετά την αρχική δημοσιότητα που έλαβε η είδηση η έκδοση αναβλήθηκε για αόριστο χρονικό διάστημα.
Ο Σάλιντζερ βρέθηκε και πάλι στην επικαιρότητα στα διεθνή ΜΜΕ, όταν κατέθεσε μήνυση τον Ιούλιο του 2009 εναντίον ενός άλλου συγγραφέα τον οποίο κατηγόρησε πως αντέγραψε υλικό από τους χαρακτήρες τού «Ο φύλακας στη σίκαλη».
Πέθανε από φυσικά αίτια στις 27 Ιανουαρίου 2010, στο σπίτι του στο Νιού Χάμσαϊρ. Τον Νοέμβριο του 2013, τρία ακυκλοφόρητα διηγήματα του κυκλοφόρησαν στο διαδίκτυο για μικρό χρονικό διάστημα, με μια από τις ιστορίες, «The Ocean Full of Bowling Balls», να πιθανολογείται πως ασχολείται με τα γεγονότα πριν αυτά που περιγράφονται στο «Ο φύλακας στη σίκαλη».
Το σίγουρο είναι ότι ναι μεν ο Σάλιντζερ σταμάτησε να εκδίδει το 1965, δεν σταμάτησε όμως ποτέ να γράφει, καθημερινά και συστηματικά, στο καταφύγιό του στο Κόρνις του Νιου Χάμσαϊρ, στο οποίο κατέφυγε τη δεκαετία του ‘50, τρομαγμένος από την δημοσιότητα, όταν το Τime τον έκανε εξώφυλλο, το 1961, ήδη έκανε λόγο για «τον μεγάλο ερημίτη».
Ο Σάλιντζερ θεωρούσε μεγάλο πρόβλημα την έκδοση ενός βιβλίου, εμπόδιο στην αυτοσυγκέντρωσή του και ενόχληση. Απεναντίας, λάτρευε το γράψιμο από μικρό παιδί και συνέχισε να το υπηρετεί πιστά ως το τέλος της ζωής του. Απομονωμένος στο καταφύγιό του, δεν επέτρεπε σε καμία από τις συζύγους και τις ερωμένες που διαδέχονταν κατά καιρούς η μία την άλλη, αλλά και στα δύο του παιδιά, να τον ενοχλούν παρά μόνον «αν το σπίτι έπιανε φωτιά».
Υπήρχε, λένε, ένας ακόμα λόγος για την απομόνωση του Σάλιντζερ: ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του ‘40 είχε έρθει σε επαφή με τον βουδισμό και διάφορες ινδουιστικές σέκτες. Κατά καιρούς μετατοπιζόταν («ερωτοτρόπησε» και με τη σαϊεντολογία του Ρον Χάμπαρντ), οι θρησκείες της Ινδίας και της Άπω Ανατολής, όμως, ήταν το σταθερό σημείο του. Ωστόσο, όλα συνέκλιναν σε μιαν αρχή: στην αποφυγή κάθε ανθρώπινης επαφής, στην άρνηση των εγκοσμίων. Έχοντας, βέβαια, εξαρχής μια ροπή προς το απόκοσμο. Ο εξωτερικός κόσμος ήταν εκ φύσεως ξένος, εχθρικός, «κάλπικος», όπως θα έλεγε και ο Χόλντεν στον «Φύλακα», ο οποίος φαντάζεται τον εαυτό του να στέκεται στην άκρη ενός γκρεμού, εκεί όπου καταλήγει ένα χωράφι με σίκαλη, και να προστατεύει τα παιδιά που παίζουν από το να πέσουν στο κενό. Άλλωστε, πιθανόν έτσι να έβλεπε και ο Σάλιντζερ τον εαυτό του, σε όλη του τη ζωή.
Κυκλοφόρησαν στα ελληνικά τα βιβλία του: «Ο φύλακας στη σίκαλη» (Επίκουρος, 1978), «Φράνυ και Ζούι» (Επίκουρος, 1983), «Ψηλή σηκώστε στέγη, ξυλουργοί. Σίμορ, συστατικά στοιχεία» (Καστανιώτη, 2010), «Εννέα ιστορίες» (Καστανιώτη 2010), «Φράνι και Ζούι» (Καστανιώτη, 2012), «Στη σίκαλη, στα στάχια, ο πιάστης» (Γράμματα, 2014). Και πρόσφατα έχουμε την χαρά να επανακυκλοφορούν από τον Πατάκη, το μυθιστόρημα «Φράνυ και Ζουί» πρώτα και αυτό τον μήνα «Ο φύλακας στη σίκαλη» για το οποίο θα μιλήσουμε αργότερα.
Ο Σάλιντζερ με τη Φράννυ και τον Ζούι αναζητά το Νόημα
Σάλιντζερ Τζ. Ντ.: “Η Φράννυ και ο Ζούι” Εκδόσεις Πατάκη 2019, σελ. 232
«Έχω μπουχτίσει με τον ίδιο μου τον εαυτό, που δεν έχει το θάρρος να είναι άνευ όρων ο Κανένας. Έχω μπουχτίσει με τον εαυτό μου και με όλους τους άλλους που θέλουν ντε και καλά να κάνουν φιγούρα».
Κάθε βιβλίο είναι μια συνάντηση. Τελεία και παύλα. Μια συνάντηση που ενίοτε μπορεί να μας αλλάξει τη ζωή. Τον «Φύλακα στη σίκαλη» τον διάβασα ενήλικη. Όσο εφηβική διάθεση και να είχα, εκείνο που μου έμεινε είναι η μεγάλη ανάγκη του ήρωα να σώσει τα παιδιά, αντιλαμβανόμενος τον κόσμο των μεγάλων. Στο μεταξύ γνώριζα τη μυθολογία που μας λέει ότι για πενήντα χρόνια, και μετά την τεράστια επιτυχία του, ο συγγραφέας πήρε των ομματιών του. Γνώριζα, δηλαδή, εκείνα που γνωρίζουν όλοι. Ότι «ο μεγάλος ερημίτης» υπήρξε μια από τις πιο αινιγματικές φυσιογνωμίες της λογοτεχνίας.
Ο Τζ. Ντ. Σάλιτζερ, ο αμερικανός συγγραφέας που διακρίθηκε σε νεαρή ηλικία, γεννήθηκε την πρώτη ημέρα του Ιανουαρίου το 1919 και πέθανε στις 27 Ιανουαρίου 2010, πέρασε παραπάνω από μισόν αιώνα ζωής σε απομόνωση. Το τελευταίο του βιβλίο κυκλοφόρησε το 1965 και έδωσε την τελευταία του συνέντευξη το 1960. Κανείς δεν έμαθε ποτέ τι ήταν εκείνο που στο αποκορύφωμα της καριέρας τον έκανε να αποφασίσει να εξαφανιστεί.
Ωστόσο η πρόσφατη έκδοση του «Η Φράννυ και ο Ζούι» που κυκλοφόρησε από τον Πατάκη σε μετάφραση Αθηνάς Δημητριάδου υπήρξε για μένα μια ανάγνωση αποκαλυπτική. Και επιβεβαίωσε την σχεδόν βεβαιότητά μου ότι στα βιβλία τους οι συγγραφείς είναι σπαρακτικά και αφοπλιστικά ειλικρινείς, μας αποκαλύπτουν –θέλοντας και μη- τα πάντα, ακόμα κι όσα συνειδητά οι ίδιοι αγνοούν.
Λοιπόν, η φοιτήτρια Φράνι και ο ανερχόμενος ηθοποιός Ζούι είναι τα δύο μικρότερα αδέλφια της πολύπαθης οικογένειας Γκλας που απασχόλησε ολόκληρο το έργο του Σάλιντζερ μετά τον «Φύλακα στη σίκαλη» (1951). Έπειτα από την αυτοκτονία του πρωτότοκου αδελφού τους, του Σίμορ, περιφέρουν τον εύθραυστο ψυχισμό τους με μόνη παρηγοριά την αγάπη που τους δένει. Οι δύο αυτές νουβέλες που γράφτηκαν στα τέλη του ’50 και κινούνται στο κλίμα του ζεν που απασχολούσε τον Σάλιντζερ, αντικατοπτρίζουν μια γενιά που αποζητά τη λύτρωση ενώ κολυμπά στο τέλμα τής πιο βαθιάς ματαίωσης. Λίγα χρόνια αργότερα, το 1965, ο 46χρονος τότε συγγραφέας-μύθος θα σταματήσει να δημοσιεύει οτιδήποτε και θα αποσυρθεί στον εαυτό του έως τον θάνατό του (2010).
Με την Φράννυ και τον Ζουί αυτή τη φορά συναντήθηκα στην… Τράπεζα. Ήταν το βιβλιαράκι που κρατούσα σε μια μέρα μαρτυρική όπου γίνονταν πληρωμές αλλά για μένα πάντα ένα βιβλίο είναι ένας κόσμος παράλληλος. Απ’ ότι αποδείχτηκε και για την Φράννυ με εκείνο το παράξενο βιβλιαράκι που κρατούσε στη τσάντα της. Η Φράννυ που έχει βγει για φαγητό με το αγόρι της, τον Λέιν, έναν πομπώδη τύπο που φλυαρεί για τα ακαδημαϊκά και αθλητικά του κατορθώματα, τους σπουδαίους φίλους του, τα ρούχα του, το πόσο αγαπάει τη Φράννυ. Την Φράννυ που παραμένει σιωπηλή και κρατάει σφιχταγκαλιασμένο ένα βιβλιαράκι που δεν επιθυμεί να μοιραστεί.
Με τα πολλά, μαθαίνουμε. Η μεταφράστρια μας λέει ότι είναι «Η πορεία ενός προσκυνητή». Και στο βιβλίο κατά λέξη:
«”Ποιος είναι ο συγγραφέας;”
Δεν ξέρω, είπε η Φράννυ αδιάφορα. “Κάποιος Ρώσος χωρικός, κατά πάσα πιθανότητα. Πουθενά δε μας λέει το όνομά του. Φτάνεις στο τέλος και δεν μαθαίνεις πώς τον λένε. Σου λέει μονάχα ότι είναι χωρικός και ότι είναι τριάντα τριών χρονών και ότι το ένα του χέρι είναι ατροφικό. Και ότι η γυναίκα του έχει πεθάνει. Κι όλα αυτά, τον δέκατο ένατο αιώνα”».
Αλλά όταν αρχίζει να μιλά για την αδιάλειπτη προσευχή και για την αγιορείτικη ευχή «Κύριε ημών Ιησού Χριστέ ελέησόν με» που από κάποια στιγμή γίνεται από ποσοτική ποιοτική, ικανή να σου αλλάξει τον τρόπο που ζεις και καταλαβαίνεις τον κόσμο, δηλαδή, όταν «η προσευχή στο τέλος γίνεται αυτενεργός. Μετά από λίγο κάτι συμβαίνει. Δεν ξέρω τι, αλλά κάτι συμβαίνει και οι λέξεις συγχρονίζονται με τους παλμούς της καρδιάς και έχεις ουσιαστικά αρχίσει να προσεύχεσαι χωρίς διακοπή. Πράγμα που έχει, όντως, τεράστια μυστικιστική επίδραση στη νοοτροπία σου συνολικά, Θέλω να πω, αυτός πάνω κάτω είναι και ο στόχος. Θέλω να πω, το κάνεις για να εξαγνίσεις τη νοοτροπία σου συνολικά και για να αποκτήσεις μια εντελώς καινούργια αντίληψη των πάντων», καταλαβαίνεις ότι πρόκειται για τις «Περιπέτειες ενός προσκυνητού» που κυκλοφορεί στα ελληνικά εδώ και χρόνια από τις εκδόσεις Παπαδημητρίου και ταυτοχρόνως σε όλο τον κόσμο, και παραλίγο να σου αλλάξει, αν ήδη δεν στην άλλαξε, και τη δική σου ζωή.
«Το βιβλίο τούτο που ο συγγραφεύς του είναι άγνωστος, – διαβάζεις σ’ αυτό- εγράφηκε πρωτότυπα εις την ρωσική γλώσσα γύρω εις το έτος 1853. Το πρωτότυπο του έργου τούτου ευρέθηκεν εις το Άγιον Όρος το έτος 1884 οπότε κι ετυπώθηκε εις την πόλι Καζάν που ευρίσκεται εις τα Ουράλια Όρη. Από την έκδοσιν αυτή μόνο τρία ή τέσσερα αντίτυπα σώζονται εις την Ευρώπη, έξω από τη Ρωσσία. Το αριστούργημα τούτο, όπως το χαρακτήρισαν εις την Ευρώπη θεολόγοι που εντρύφησαν πνευματικά σ’ αυτό, ομιλεί για έναν ορθόδοξο χριστιανό προσκυνητή, που ταξιδεύει με την δίψα να εμβαθύνη εις την γνώσι και την εφαρμογή του ρητού του Αποστόλου Παύλου που λέγει «αδιαλείπτως προσεύχεσθε» (από τον πρόλογο της έκδοσης «Το ημερολόγιο ενός προσκυνητού»).
Στο μεταξύ, η Φράννυ έχει προλάβει να σου ανακοινώσει το εξής απελευθερωτικό:
«Με άλλα λόγια, δεν έχει κανείς την απαίτηση από σένα να πιστεύεις σε οτιδήποτε όταν κάνεις την αρχή [αναφέρεται την αδιάλειπτη προσευχή]. Δεν χρειάζεται καν να σκέφτεσαι τι λες. Για την αρχή το μόνο που χρειάζεται είναι η ποσότητα. Με τον καιρό, η ποσότητα γίνεται από μόνη της ποιότητα».
Συνήθως αναζητώ τα βιβλία που αναφέρουν στα δικά τους βιβλία οι συγγραφείς. Αγαθή τύχη το έφερε αυτή τη φορά, η κρυφή μας συνάντηση να έχει ήδη πραγματοποιηθεί και σε ηλικία που αναζητά κανείς το νόημα της ζωής, «Οι περιπέτειες ενός προσκυνητού» είχαν φέρει και τα δικά μου βήματα επί δεκαπενθήμερο σε ένα μοναστήρι κοντά στη Σούδα. Αλλά η Χρυσοπηγή, έτσι λεγόταν η μονή, υπήρξε για μένα μόνο η αρχή, η υστερική αντίδραση του ανυπόμονου ανθρώπου όπως και η Φράννυ να φτάσει και να κατακτήσει το μυστήριο.
Εντυπωσιάζει το γεγονός πως «Η Φράννυ και ο Ζούι» περιστρέφονται κυριολεκτικά γύρω από αυτό το βιβλίο.
Στο δεύτερο μέρος που αναλογεί στον αδελφό της τον Ζούι η Φράννυ «αδιαλείπτως προσευχόμενη» ήδη θα έχει κλονιστεί, αναζητώντας την Αλήθεια μισεί τον εαυτό της και τους γύρω της [τους θεωρεί ψεύτικους, εγωιστές, συμβιβασμένους] και ανυπομονώντας για την απάντηση, αντιλαμβάνεται ότι χωρίς αυτήν θα πεθάνει.
Ο Ζούι έχει τα ίδια ερωτήματα. Όπως είχε και ο Σίμουρ, ο μεγάλος τους αδελφός, εκείνον που τον θαύμαζαν, αγαπούσαν, τους δίδαξε φιλοσοφία, ήταν ο εξομολόγος τους, ο πνευματικός πατέρας, αλλά αυτοκτόνησε. Ο Σίμουρ που είναι πανταχού παρών, εξάλλου δικό του είναι το βιβλίο, αλλά και ο Μπάντι, «ο συγγραφέας», ο άλλος τους αδελφός, ο οποίος ήδη έχει γίνει ερημίτης –όπως αργότερα ο ίδιος ο Σάλιντζερ και έχει πάει να ζήσει στο δάσος χωρίς επικοινωνία και τις συνηθισμένες ευκολίες.
Για να σώσει την Φράννυ ο Ζούι δεν θα της χαριστεί. Θα της επισημάνει ότι χρησιμοποιεί την αδιάλειπτη προσευχή με τρόπο λανθασμένο και διεστραμμένο. Τα έχει καταλάβει όλα λάθος, αφού προσεύχεται για εγωιστικούς λόγους, χωρίς δηλαδή να απευθύνεται στο Θεό, αλλά προκειμένου να ξεχωρίσει τον εαυτό της από τους υπόλοιπους ανθρώπους, να πιστέψει ότι αυτή δεν είναι ίδια με αυτούς, ότι είναι ενδεχομένως καλύτερή τους. Ο Ζούι θα καταλήξει ότι η ιστορία του Προσκυνητή έχει μεν να κάνει με τον μυστικισμό, αλλά τελικά είναι μία ιστορία αγάπης.
Θα αναφερθεί στον μεγάλο απόντα, τον Σίμουρ, και στον εξαφανισμένο Μπάντι, μέσα από ένα γράμμα του που αναφέρεται στις αγωνίες και στις κοινές αναζητήσεις όλων.
«Και ο παλιός τρόμος να είμαι επαγγελματίας συγγραφέας, και η συνηθισμένη μπόχα των λέξεων που πάει μαζί, θα με κάνει οσονούπω να πάρω δρόμο. Παρά ταύτα, είναι τρομερά σημαντικό να κάνω την προσπάθεια». Θα της αποκαλύψει ακόμα και αυτό.
Θα της πει για τους δισταγμούς των δύο μεγάλων να έρθουν νωρίς σε επαφή με το Φως:
«Ο δόκτωρ Σουζούκι λέει κάπου ότι το να βρίσκεσαι σε κατάσταση πλήρους συνειδητότητας – σατόρι- είναι σα να βρίσκεσαι μαζί με το Θεό προτού πει “Γεννηθήτω φως”. Ο Σίμουρ κι εγώ σκεφτήκαμε ότι ίσως ήταν καλύτερα να μην αφήσουμε εσένα και τη Φράννυ να έρθετε σε επαφή μ’ αυτό το φως (όσο μπορούσαμε, τουλάχιστον) και με τις πολλές κατώτερης ποιότητας και πιότερο του συρμού εφαρμογές αυτής της φώτισης- τις τέχνες, τις επιστήμες και τους κλασσικούς, τις γλώσσες-, ώσπου να φτάσετε και οι δυο σε ηλικία όπου να μπορείτε να συλλάβετε μια κατάσταση του Είναι, όπου ο νους γνωρίζει την πηγή του φωτός συνολικά».
Χρειάζεται μέθοδος, δάσκαλος:
«Θέλαμε δηλαδή να μάθετε και οι δυο ποιοι και τι ήταν ο Ιησούς και ο Γκαουτάμα και ο Λάο-τσε και ο Σανκαρατσάρια και ο Χούι Νεγκ και ο Σρι Ραμακρίσνα κτλ., προτού μάθετε πολλά ή λίγα για τον Όμηρο ή τον Σαίξπηρ, ή έστω για τον Μπλέιλ ή τον Γουίτμαν, για να μη πω για τον Τζόρτζ Ουάσινγκτον και την κερασιά του, ή για τον ορισμό της χερσονήσου και το πώς αναλύεται συντακτικά μια πρόταση. Αυτό ήταν το μεγαλόπνοο σχέδιό μας».
Στην μητέρα τους που ανησυχεί θα πει την αλήθεια: «Και τα δυο αυτά βιβλία τα έχει πάρει από το παλιό δωμάτιο του Σίμουρ και του Μπάντυ. Κι απ’ ότι θυμάμαι, ήταν πάνω στο γραφείο του Σίμουρ εδώ και πάρα πολύ καιρό, για όνομα του Θεού».
Και μέσα από πλατωνικούς διαλόγους, όλο το βιβλίο είναι ένας σπαρακτικός διάλογος των δύο αδελφών με επίκεντρο το ίδιο βιβλίο, θα προσπαθήσει να αναιρέσει την απόφαση της Φράννυ να αποσυρθεί από την υποκριτική και θα της διδάξει την τέχνη να ζει μαζί με τους άλλους που είναι και ο δρόμος για την αδιάλειπτη προσευχή. Θα προσπαθήσει να την πείσει να παίζει, δηλαδή, ακόμα και γι’ αυτούς που μισεί, να έχει διαρκώς στο νου της εκείνη- την- άγνωστη –Χοντρή- Κυρία, την ανακριτική ενδεχομένως και ενοχλητική.
Μονάχα έτσι αποκτά νόημα το «αδιαλείπτως προσεύχεστε» και «το άτομο εισέρχεται στη λεγόμενη αλήθεια των πραγμάτων».
Το θέμα είναι ότι μετά από αυτό το βιβλίο, αλλάζει όλων, της Φράννυ, του Ζούι, του Μπάντυ, του Σίμουρ αλλά και του Σάλιντζερ η ζωή.
«Τυχερή θα ‘σαι αν προλάβεις ακόμη και να φταρνιστείς σε τούτο τον κόσμο», «Η μόνη έγνοια του καλλιτέχνη είναι να στοχεύει σε κάποιου είδους τελειότητα, και μάλιστα με τους δικούς του όρους, με κανενός όρους», ο Σάλιντζερ μέσω του Ζούι θα μας πει. Κι όσο για την Χοντρή Κυρία, «στ’ αλήθεια δεν ξέρεις ποια είναι η Χοντρή Κυρία; Αχ φιλαράκι, αχ φιλαράκι! Ο ίδιος ο Χριστός, φιλαράκι».
Ο Σάλιντζερ με τη Φράννυ και τον Ζούι αναζητά το Νόημα και ενδεχομένως αποφασίζει έκτοτε να ενώσει Τέχνη και Ζωή.
ΥΓ. Θα ακολουθήσει «Ο φύλακας στη Σίκαλη» σε μετάφραση Αθηνάς Δημητριάδου από τις εκδόσεις Πατάκη.