«Γράφω για να εξευμενίσω τον θάνατο, να μου δώσει ένα καλό τέλος»

«Γράφω για να εξευμενίσω τον θάνατο, να μου δώσει ένα καλό τέλος»

Μάνος Ελευθερίου «Μαλαματένια λόγια»,

αυτοβιογραφική αφήγηση.

Καταγραφή- επιμέλεια: Σπύρος Αραβανής- Ηρακλής Οικονόμου,

εκδ. Μεταίχμιο

«Πρέπει να ήμουν πολύ μικρός. Μια γυναίκα χωρίς πρόσωπο πρέπει να ήταν η μάνα του πατέρα μου. Φορούσε μακρύ καφέ φόρεμα. Τη θυμάμαι μέχρι το στήθος, το πρόσωπό της καθόλου. Ύστερα από λίγο καιρό πέθανε…»

Το διαβάζεις κι ακούς τη φωνή του.

«Γεννήθηκα Μάρτη του ΄38. Σε ένα μεγάλο σπίτι, διώροφο, νεοκλασικό, μέσα στην Ερμούπολη. Δεν υπάρχει σήμερα. Αργότερα η μητέρα μου αγόρασε ένα νεοκλασικό με έναν ωραίο κήπο, ένα από τα λίγα σπίτια με κήπο.  Δεν έχει γκρεμιστεί, όμως έχει αλλάξει τελείως η πρόσοψη…»

Είναι το δώρο που μας κάνει ο Μάνος Ελευθερίου με μεσολαβητές. Τα «Μαλαματένια λόγια» είναι η αυτοβιογραφία του, όπως την αφηγήθηκε ο ίδιος ο ποιητής σε δύο ανθρώπους που εκτιμούσε και αρθρογραφούν χρόνια για τη μουσική: Στον φιλόλογο και ποιητή Σπύρο Αραβανή και στον πολιτικό επιστήμονα Ηρακλή Οικονόμου.

Η έκδοση περιλαμβάνει, εκτός από την αυτοβιογραφική αφήγηση του Μάνου Ελευθερίου, ανέκδοτο φωτογραφικό υλικό, χειρόγραφα και αποσπάσματα από τα ημερολόγιά του.

Το σύνολο της αφήγησης προέκυψε από την τρίχρονη (2010-2013) συστηματική συνάντησή τους τα κυριακάτικα πρωινά στο σπίτι του, στο Νέο Ψυχικό.

«Το βιβλίο δομείται σε έξι κεφάλαια. Τα άγνωστα στο ευρύ κοινό παιδικά του χρόνια στη Σύρο και η νεανική του ηλικία στην Αθήνα, η περίοδος του στρατού, η επταετία της Χούντας, οι αναμνήσεις από τραγούδια του, οι μνήμες από ποιητές –φίλους του– η αναγνωστική του σχέση με τα είδη του λόγου. Όλα αυτά μέσα από αναδρομικές και προδρομικές αφηγήσεις, μέσα από εγκιβωτισμένες διηγήσεις, σκέψεις και θεωρήσεις του, μέσα από τις μνήμες του για δεκάδες άλλα γεγονότα, μικρά και μεγάλα και πρόσωπα κοντινά του και ξένα. Χωρίς τα βαρίδια της εκ των υστέρων ωραιοποίησης και της εσκεμμένης ανάδειξης γεγονότων και χωρίς τα φίλτρα μιας αυστηρά – επιστημονικής- βιογραφικής συνθήκης και γραμματολογικής προσέγγισης· είναι μια αβίαστη μνήμη η οποία κυλάει σε τόπους όπου τον πηγαίνει η ανάμνηση και το συναίσθημα.» Γράφουν οι επιμελητές.

«Ποτέ δεν είχα καμιά φιλοδοξία. Υπάρχει μια φράση εκπληκτική του Τόμας Έλιοτ για τον Βαλερί, που είπε στον Σεφέρη και αυτός τη γράφει σε ένα από τα ημερολόγιά του. Κατ’ εμέ ο Βαλερί είναι θεός. Ο Έλιοτ έλεγε λοιπόν για τον Βαλερί ότι ήταν τόσο έξυπνος , που δεν είχε καμία απολύτως φιλοδοξία. Κι εγώ δεν είχα ποτέ καμιά απολύτως φιλοδοξία, αλλά ήμουν τόσο βλαξ. Αλήθεια. Ποτέ δεν είχα καμία φιλοδοξία. Καμία απολύτως. Φιλοδοξία μου ήταν να γράψω καλά πράγματα». Στις σελίδες του, πρωτοπρόσωπα ο Μάνος Ελευθερίου, άμεσος, ειλικρινής, γενναιόδωρος και αποκαλυπτικός μας αφηγείται μέσα από συνήθειες, σκηνές ζωής, ανέκδοτα περιστατικά, τον χαρακτήρα του, τη ζωή και την εποχή και πιάνοντας μας κυριολεκτικά απ’ το χέρι, μας μυεί στους στίχους της ποίησής του, στα αθάνατά του τραγούδια, αναλύοντάς τα στίχο- στίχο, στροφή –στροφή. Θυμάται ακριβώς πώς έγινε η αρχή:

«Θυμάμαι ότι έφευγα από το σχολείο και πήγαινα σπίτι μου για να γράψω το ίδιο ποίημα εκατό φορές. Είχα ανακαλύψει πώς να γράφω το ίδιο πράγμα με διαφορετικούς τρόπους, κάτι που μου έμεινε σε όλη μου τη ζωή».

«”Ποιος δίνει την αγάπη και την χάρη

και στις μυρτιές του Άδη σεργιανά

Μαλαματένια λόγια στο χορτάρι

ποιος βρίσκει για την άλλη τη γενιά”.

Δεν θες μια συνέχεια; Δεν πρέπει η φυλή να έχει μια συνέχεια; Τότε που το έγραφα έβλεπα μια συνέχεια. Δεν θεωρούσα τον εαυτό μου ως συνέχεια, τους επόμενους από μένα σκεφτόμουν. Θα ήταν πολύ υπεροπτικό και βλακώδες να σκεφτώ ότι είμαι η συνέχεια του Σολωμού, ο οποίος πάλευε για τα ίδια πράγματα αλλά σε άλλες σφαίρες, σε άλλες συνθήκες. Μια φορά έγραψα μια αφιέρωση σε κάποιον, στην πρώτη μου ποιητική συλλογή το 1962, “για έναν καλύτερο κόσμο”. Το ένιωθα αυτό το πράγμα, νομίζαμε ότι αλλάζαμε τον κόσμο με τραγούδια και με ό,τι γράφαμε».

Για όλα μιλά ο Μάνος Ελευθερίου. Για τη ζωή του, τον πατέρα του, την φτώχια, το πώς ήρθαν από την Σύρα στο Χαλάνδρι, για τη δουλειά του ως επιμελητής και για το στρατιωτικό, για εκείνο το «πικρός ποιητής» που ήταν όντως και τον σημάδεψε, για την αγάπη του για το θέατρο, για την ποίηση και για τους ποιητές, για το ρεμπέτικο και τα αριστουργήματα που ευτύχησαν να γεννηθούν ακριβώς την ίδια εποχή, για την φωνή της Μπέλου που σε κάνει να κλαις δίχως να κλαίει, για εκείνο το μυστηριώδες κάτι που κάνει ένα ποίημα ή ένα τραγούδι να αντέχει στον χρόνο, δεν υπάρχει κι ούτε ποτέ κι υπήρξε συνταγή για το διαχρονικό.

Στον λόγο του Μάνου Ελευθερίου όλα είναι ποίηση. Όπως ποίηση ήταν η ίδια του η ζωή. Κι ας έγραφε δύσκολα. Το παίδευε και διαρκώς τον στίχο ή την παράγραφο στο χαρτί. Η γενναιόδωρη αφήγησή του δε ακολουθεί τριπλή διαδρομή: της ζωής του, της καρδιάς του και της σκέψης του.

Στα ημερολόγιά του μύχιοι στίχοι και κρυφοί συλλογισμοί:

«ΣΑΒΒΑΤΟ 19 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 1978

Κάθε πρωί τα μαλλιά της ανάβουν δάκρυα»

 «ΔΕΥΤΕΡΑ 14 ΜΑΙΟΥ 1979

Έχω γίνει μια κλωστή – που λιώνει λίγο λίγο. Και το τέλος ποιο θα ‘ναι;».

«ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 26 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 1993

Γράφω για να έχω φίλους. Για να 'χω αγάπη. Γράφω για να εξευμενίσω τον θάνατο, να μου δώσει ένα καλό τέλος».

«ΚΥΡΙΑΚΗ 24 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 1994

Ξαναδιαβάζω: Ο Παλαμάς στις τελευταίες ώρες της ζωής του παραμιλούσε ζητώντας από τη μητέρα του τη σάκα του για να πάει σχολείο. Με σκοτώνει κάτι τέτοιο. Με σκοτώνει».

Στο Παράρτημα του βιβλίου υπάρχουν σελίδες από τα προσωπικά του ημερολόγια, ως πρόσθετες αυτοβιογραφικές μαρτυρίες. Πρόκειται για σημειώματα που κρατούσε για δεκαετίες σχεδόν καθημερινά γράφοντας από πολύ προσωπικά ζητήματα μέχρι αντιγραφές συνθημάτων που διάβαζε στους τοίχους. Τέλος, το βιβλίο συνοδεύεται από ανέκδοτο και σπάνιο φωτογραφικό υλικό και από ορισμένα χειρόγραφά του.
Έτσι διαβάζοντας κάποιος τα «Μαλαματένια λόγια» έχει κέρδος τριπλό τετραπλό: κάνει τον Μάνο Ελευθερίου φίλο του. Μυείται στα τραγούδια του και στο τραγούδι. Γνωρίζει την περιρρέουσα ατμόσφαιρα, την ζωή, την ποίηση, την μουσική, την εποχή.

Δούλεψε μερόνυχτα και συνεχή Σαββατοκύριακα ο Μάνος Ελευθερίου, τα τραγούδια του τα δούλευε και τα ξαναδούλευε –δοκιμάζοντάς τα ο ίδιος μέσα στον χρόνο, για μια ολόκληρη ζωή.