Του Γιάννη Στεφανίδη*
Η συζήτηση για τη διδασκαλία της Ιστορίας στην εκπαίδευση είναι τόσο παλιά όσο και η δημόσια παιδεία στη χώρα μας. Ξανάνοιξε προ ημερών, όταν η υπουργός Παιδείας αντιδιέστειλε τη θέση του προκατόχου της περί «κοινωνιολογικής ερμηνείας» της ύλης του μαθήματος με τη διάταξη του Άρθρου 16 του Συντάγματος, η οποία θέτει ως σκοπούς της δημόσιας εκπαίδευσης «την ηθική, πνευματική, επαγγελματική και φυσική αγωγή των Eλλήνων, την ανάπτυξη της εθνικής και θρησκευτικής συνείδησης και τη διάπλασή τους σε ελεύθερους και υπεύθυνους πολίτες».
Θα επιχειρήσω να σκιαγραφήσω ορισμένες βασικές πτυχές του θέματος δηλώνοντας εξαρχής ότι το γεγονός πως διδάσκω Ιστορία στο Πανεπιστήμιο δεν με καθιστά αυτομάτως αρμόδιο να αποφανθώ για τη διδασκαλία του αντικειμένου σε άλλες βαθμίδες της εκπαίδευσης, ιδίως στο Δημοτικό Σχολείο.
Δύο ζητήματα ανακύπτουν: Πρώτον, το περιεχόμενο και η διδασκαλία του μαθήματος της Ιστορίας στην υποχρεωτική εκπαίδευση (Δημοτικό, Γυμνάσιο) και στο Λύκειο? και, δεύτερον, η κατανόηση της δημόσιας αντιπαράθεσης.
Ως προς το πρώτο ζήτημα, η συνταγματική διάταξη είναι μεν δεσμευτική, αλλά και επιδεκτική ερμηνείας: Θεωρώ εύλογο η ανάπτυξη της εθνικής και θρησκευτικής συνείδησης να μην αντιστρατεύεται τη διάπλαση των ελληνοπαίδων σε ελεύθερους και υπεύθυνους πολίτες. Ελεύθερος πολίτης είναι εκείνος που διαθέτει παιδεία επαρκή ώστε να κρίνει για τα δημόσια πράγματα παρά τις αναπόφευκτες απόπειρες χειραγώγησης στις οποίες επιδίδονται οι ποικίλοι διαμορφωτές της κοινής γνώμης. Υπεύθυνα ελεύθερος πολίτης είναι εκείνος που ασκεί τα δικαιώματά του χωρίς να βλάπτει το κοινωνικό σύνολο και τις επερχόμενες γενιές.
Ελευθερία και ευθύνη αποτελούν προτάγματα για την ανθρώπινη συμβίωση σε μια δημοκρατική πολιτεία. Και τα δύο αναφέρονται στο καθήκον Αλήθειας, με την έννοια ότι απορρίπτουμε τόσο το ψεύδος όσο και τη λήθη. Κι εδώ έγκειται η συμβολή της Ιστορίας του Σχολείου: Συμβάλλοντας στη διατήρηση της συλλογικής μνήμης, οφείλει, ταυτόχρονα, να μην (ανα)παράγει ψεύδη.
Και ερχόμαστε στο δεύτερο ζήτημα: Πώς η σχολική Ιστορία θα επιτελέσει την καίρια κοινωνική και συνταγματική της αποστολή; Η υπουργός Παιδείας δέχεται κριτική από αριστερή αλλά και φιλελεύθερη αφετηρία, επειδή αναφέρθηκε μόνο στη «διαμόρφωση εθνικής συνείδησης».
Οι αντιδράσεις από τον χώρο της Αριστεράς εκκινούν από τη μαρξιστική ανάλυση που θέλει το έθνος ως επινόημα της μπουρζουαζίας στην προσπάθειά της να αναιρεθούν οι κοινωνικές τάξεις ως θεμελιώδεις συλλογικότητες και η μεταξύ τους πάλη ως κινητήριος μοχλός της Ιστορίας. Οι αντιδράσεις από φιλελεύθερους κύκλους ελαύνονται από τη δυσανεξία τους απέναντι στον κρατικό παρεμβατισμό γενικά, την αποδοχή της ελεύθερης επιλογής στον χώρο της Παιδείας ειδικότερα, καθώς και από μια κοσμοπολιτική προδιάθεση.
Ας ξεκαθαρίσουμε ότι όλες αυτές οι τοποθετήσεις, συμπεριλαμβανομένης της διατύπωσης του Συντάγματος, έχουν σαφές ιδεολογικό φορτίο. Το ίδιο ισχύει για τον «απλό πολίτη» ο οποίος θεωρεί τη δική του προσέγγιση «αντικειμενική» και κρίνει τις υπόλοιπες ως ιδεολογικά φορτισμένες. Το ίδιο, ως ένα βαθμό, ισχύει και για τους επαγγελματίες ιστορικούς. Οι τελευταίοι, ωστόσο, οφείλουν να δεσμεύονται από το καθήκον του σεβασμού προς τις ιστορικές πηγές – κάτι που δεν συμβαίνει με τους πολιτικούς ή τον «απλό πολίτη».
Οι επαγγελματίες ιστορικοί, ή τουλάχιστον η πλειονότητά τους, αντιλαμβάνονται πώς διαμορφώνεται η εθνική συνείδηση ως βασικό στοιχείο της ταυτότητάς μας. Αντιλαμβάνονται, επίσης, ότι, από τον 18ο αιώνα κι εξής, η εθνική ταυτότητα τείνει να επικρατεί απέναντι σε άλλες μορφές κοινωνικής ταυτότητας, ακόμα και της ταξικής, όπως απέδειξε η εμπειρία σειράς συγκρούσεων, από τα πεδία του ολοκληρωτικού πολέμου μέχρι τα γήπεδα των διεθνών αθλητικών αναμετρήσεων.
Οι επαγγελματίες ιστορικοί, αλλά και όσοι διδάσκουν Ιστορία, αντιλαμβάνονται επίσης ότι η ύλη της Ιστορίας στο Σχολείο δεν μπορεί παρά να είναι επιλεκτική – και όχι μόνο λόγω «πληθώρας ύλης»? αντιλαμβάνονται ότι, προκειμένου να συμβάλλει σε μια συνεκτική ταυτότητα, η παρεχόμενη γνώση τονίζει όσα μας ενώνουν ως έθνος (θα πρόσθετα: και ως ανθρώπινο είδος) και θέτει σε δεύτερη μοίρα, αν δεν αποσιωπά, όσα μας χωρίζουν.
Οι επαγγελματίες ιστορικοί, τέλος, αντιλαμβάνονται ότι η σχολική Ιστορία προσαρμόζεται στο επίπεδο των ηλικιών στις οποίες απευθύνεται. Εκτός από αφηγηματικά άρτιες, εύληπτες και σαφείς, η ύλη και η διδασκαλία της πρέπει να είναι ελκυστικές για τον μαθητή, αναλόγως της ηλικίας του? πρέπει να κεντρίζουν το ενδιαφέρον μέσω φυσικής επαφής με τα κατάλοιπα του παρελθόντος (σε μουσεία, μνημεία και ιστορικές τοποθεσίες), αλλά και αξιοποιώντας τις δυνατότητες της τεχνολογίας, τις οποίες πολλοί μαθητές ήδη κατέχουν.
Και κλείνω με την προσωπική μου εμπειρία: Η πλειονότητα των πρωτοετών φοιτητών που προσέρχονται στο μάθημά μου κατά τεκμήριο έχουν διαμορφωμένη εθνική συνείδηση. Δεν είναι βέβαιο, όμως, ότι αντιλαμβάνονται τη σχέση ελευθερίας και ευθύνης. Και, σύμφωνα με τις μαρτυρίες τους, δεν συμπαθούν (αν δεν απεχθάνονται) το μάθημα της Ιστορίας όπως το διδάχθηκαν στο Σχολείο. Νομίζω ότι οι όποιες αλλαγές σχεδιάζονται για το πολύπαθο αυτό αντικείμενο πρέπει να ξεκινήσουν από το τελευταίο σημείο: Να καταστήσουν την Ιστορία ένα ελκυστικό μάθημα.
*Ο Γιάννης Στεφανίδης διδάσκει Διπλωματική Ιστορία στη Νομική του Α.Π.Θ.