Φανταστείτε ότι είχατε τη δυνατότητα να συντάξετε από την αρχή το Σύνταγμα της Ελλάδας. Ανάμεσα στα πολλά και σημαντικά που θα μπορούσατε να κάνετε, αναλογιστείτε το εξής: Θα απαγορεύατε για λόγους δημοσίου συμφέροντος, την ιδιωτική ραδιοφωνία και τηλεόραση; Τις ιδιωτικές εταιρίες τηλεπικοινωνίας; Τα ιδιωτικά ιατρεία, τις κλινικές και τα νοσοκομεία; Τους ιδιωτικούς παιδικούς σταθμούς; Τα ιδιωτικά δημοτικά, γυμνάσια και λύκεια; Μάλλον όχι, έτσι δεν είναι;
Και τα ιδιωτικά πανεπιστήμια; Αυτά θα τα απαγορεύατε αν είχατε να συντάξετε εκ του μηδενός το νέο μας Σύνταγμα; Κι αν ναι, τότε γιατί; Και το ρωτώ αυτό γιατί προσωπικά, όσο κι αν το σκεφτώ δεν μπορώ να βρω ούτε έναν λόγο - κυριολεκτικά ούτε έναν - που ακόμη διατηρούμε εν ζωή τη διάταξη-ζόμπι του άρθρου 16 του Συντάγματος που απαγορεύει τα ιδιωτικά πανεπιστήμια.
Τι το ξεχωριστό έχει λοιπόν η τριτοβάθμια εκπαίδευση σε σχέση με όλα τα παραπάνω; Στην Ελλάδα επιτρέπεται να αγοράσεις από ιδιώτες σεξ, τζόγο, τσιγάρα, αλκοόλ, μέχρι και προϊόντα κάνναβης - απαγορεύεται όμως να αγοράσεις πανεπιστημιακή εκπαίδευση από ιδιώτες. Γιατί λοιπόν ενώ εμπιστευόμαστε τους ιδιώτες για όλα αυτά - ή έστω, μας επιτρέπει το κράτος να τους επιλέξουμε αν το θέλουμε- στα πανεπιστήμια το πράγμα αλλάζει; Τι κερδίζουμε με το να αποτελούμε μια σχεδόν παγκόσμια εξαίρεση;
Χθες ψηφίστηκε στη Βουλή ένα ακόμη σημαντικό νομοσχέδιο για την τριτοβάθμια εκπαίδευση, με προβλέψεις για τη βάση εισαγωγής, τα χρονικά όρια ολοκλήρωσης των σπουδών, την αποτελεσματικότερη φύλαξη των πανεπιστημιακών χώρων. Πρόκειται για βαθιές αλλαγές που εναρμονίζουν την Ελλάδα με τη διεθνή πραγματικότητα. Όμως το άρθρο 16 έμεινε αμετάβλητο στην τελευταία συνταγματική αναθεώρηση, και κλείδωσε για πολλά ακόμη χρόνια. Τόσο, ώστε όσοι θέλουμε την αλλαγή του, να εστιάζουμε πλέον τις ελπίδες μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Γι’ αυτή την απαράδεκτη κατάσταση, που πλέον καμία πολιτική δύναμη δεν μπαίνει στον κόπο καν να υπερασπιστεί με επιχειρήματα πέρα του καθόλου πειστικού «κάτω τα χέρια από το άρθρο 16», οι ευθύνες επιμερίζονται σε όλες τις πολιτικές δυνάμεις που είτε σπεύδουν να αντλήσουν ψήφους από τους λίγους, ηχηρούς και οργανωμένους που δεν θέλουν να αλλάξει τίποτα, είτε ανέχονται τη διαιώνιση αυτού του παραλόγου.
Ανήκει όμως και στους φορείς της κοινωνίας των πολιτών που δεν αγωνιστήκαμε αποτελεσματικά για να διαμορφώσουμε ένα ισχυρό, πλειοψηφικό αίτημα υπέρ της μεγαλύτερης ελευθερίας και στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, υπέρ του αυτονόητου. Εδώ λοιπόν πρέπει να επικεντρωθούμε, ώστε όταν ξανάρθει η ώρα, να μην χάσουμε κι άλλες ευκαιρίες.