Το ανοδικό χρηματιστηριακό κλίμα, σε μεγάλο βαθμό βασίζεται στην αλλαγή της επενδυτικής προσέγγισης απέναντι στη λοκομοτίβα της εγχώριας χρηματιστηριακής αγοράς που είναι ο τραπεζικός κλάδος.
Η μαζική είσοδος θεσμικών επενδυτών από το εξωτερικό στις τραπεζικές μετοχές, μαζί με το ενδιαφέρον ισχυρών στρατηγικών παικτών για την απόκτηση των μετοχικών ποσοστών που κατέχει το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας στις συστημικές τράπεζες, αντικατοπτρίζονται ήδη στο ταμπλό. Κερασάκι στη τούρτα, η πιθανή είσοδος της μετοχής της Τράπεζας Πειραιώς στον δείκτη της MSCI (Morgan Stanley Capital International).
Η εικόνα των τραπεζικών λογιστικών καταστάσεων δεν έχει καμία σχέση με την παλιότερη εικόνα που είχαμε στο μυαλό μας. Η διαχείριση του προβλήματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων, η συρρίκνωση των δαπανών μαζί με τον εξελισσόμενο ψηφιακό μετασχηματισμό τους έχει οδηγήσει σε εμφανή θετικά αποτελέσματα. Η δε χρηματοδοτική συμπόρευση με τους πόρους που εισρέουν από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας έχει κάνει ακόμα θετικότερες τις προοπτικές τους στο κοντινό και ορατό μέλλον.
Ωστόσο η καταγραφή κάποιων δυνητικά αρνητικών σημείων δεν θα πρέπει να απουσιάζει από το τραπέζι των επενδυτικών σκέψεων.
Το πρώτο σημείο αφορά το καθεστώς των πλειστηριασμών που δεν επιτρέπει στις τράπεζες να διαχειριστούν ελεύθερα τις εγγυήσεις των κόκκινων δανείων, όπως είχαμε αναφέρει σχετικά στο άρθρο: Κυβερνητική τορπίλη στο χρηματιστήριο.
Το δεύτερο σημείο είναι η εμφάνιση μιας σειράς από δικαστικές αποφάσεις που καλούν τις τράπεζες να αποζημιώσουν τους πελάτες των τραπεζών και κατόχους ομόλογων του Ελληνικού Δημοσίου (ΟΕΔ) που είχαν υποστεί κούρεμα μέσω του PSI. Σύμφωνα με τις αποφάσεις τα δικαστήρια δέχθηκαν την ύπαρξη ευθύνης της Τράπεζας από την έλλειψη ενημέρωσης των καταθετών αναφορικά με τη φύση της επένδυσής τους και την υποβάθμιση των ομολόγων του ελληνικού Δημοσίου μετά την αγορά τους.
Και μάλιστα το Εφετείο επιδίκασε σε επενδυτή το σύνολο του ποσού που είχε επενδύσει σε ομόλογα ελληνικού Δημοσίου και επιπλέον το ποσό που θα εισέπραττε από τόκους, εφόσον είχε τοποθετήσει τα χρήματά του σε προθεσμιακές καταθέσεις και όχι στα ομόλογα. Επίσης του επιδίκασε χρηματική ικανοποίηση για την ηθική του βλάβη. Τώρα το τι δουλειά έχουν να τιμωρούνται οι τράπεζες και να αποζημιώνουν ομολογιούχους, τη στιγμή που το Δημόσιο εγγυόταν για την σχετική επένδυση, είναι ένα ακόμα ελληνικό θαύμα.
Το τρίτο σημείο είναι κάποιες πρώτες ενδείξεις σχετικά με την επιδείνωση του status της εξυπηρέτησης των δανείων, λόγω του συνδυασμού της αύξησης των επιτοκίων και της οικονομικής κρίσης. Και υπάρχει ο κίνδυνος, η επιδείνωση που καταγράφεται να μετατραπεί σε «μη εξυπηρέτηση». Ήδη στις χώρες της ευρωζώνης σύμφωνα με τα στοιχεία του εποπτικού μηχανισμού της ECB, του SSM δηλαδή, τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια έχουν φτάσει στο υψηλότερο ποσοστό τους από την εποχή της τραπεζικής ενοποίησης, που μόλις υπολείπεται του 10% επί του συνόλου των δανείων.
Σαν τέταρτο και τελευταίο σημείο θα μπορούσε να επισημανθεί είναι το κόστος δανεισμού μέσω των ομολογιακών εκδόσεων MERL. Όπου ναι μεν είναι αρκετά καλό με βάση τις συνθήκες της αγοράς, αλλά σε βάθος χρόνου θα μπορούσε να αποτελέσει εμπόδιο για την κερδοφορία των τραπεζών.
Αυτές οι τέσσερις είναι ίσως οι μοναδικές ενστάσεις που θα μπορούσαν να αναδειχθούν στην παρούσα φάση. Η έκταση που μπορούν να λάβουν και ο τρόπος που θα τις απορροφήσουν οι επενδυτές είναι άγνωστοι. Και πιθανότατα το ευρύτερο θετικό momentum μπορεί να τις συμπαρασύρει στο πέρασμα του.
Διαβάστε σχετικά: