Το πρόβλημα του βαθμολογικού λαϊκισμού στο Ελληνικό Σχολείο

Το πρόβλημα του βαθμολογικού λαϊκισμού στο Ελληνικό Σχολείο

Τις τελευταίες εβδομάδες, μεγάλο μέρος της δημόσιας συζήτησης περιστράφηκε γύρω από το θέμα της θέσπισης της Ελάχιστης Βάσης Εισαγωγής (ΕΒΕ) και των επιπτώσεων που αυτή είχε στην εισαγωγή των υποψηφίων στα ΑΕΙ της χώρας. Κανείς ωστόσο δεν αναρωτήθηκε πως γίνεται να φθάνουν να είναι υποψήφιοι φοιτητές μαθητές με τόσο χαμηλές επιδόσεις ή για να το θέσω διαφορετικά πως γίνεται να τελειώνει το γενικό λύκειο αυτή η μερίδα μαθητών;

Υποτίθεται ότι οι απόφοιτοι μιας βαθμίδας έχουν ένα πιστοποιημένο ελάχιστο επίπεδο γνώσεων,  το οποίο όμως εάν εξετάσει τις επιδόσεις των μαθητών της Γ’ Λυκείου στις εισαγωγικές εξετάσεις (τις μόνες αδιάβλητες και αντικειμενικές στο Ελληνικό σύστημα) θα διαπιστώσει ότι μια σημαντική μερίδα δεν τις διαθέτει. Για παράδειγμα, σύμφωνα με τα στατιστικά στοιχεία που δίνει στη δημοσιότητα το ίδιο το Υπουργείο Παιδείας στα Μαθηματικά εφέτος κάτω από τη βάση στις εισαγωγικές εξετάσεις έγραψε ποσοστό 57,31% των υποψηφίων ενώ στην Ιστορία συνέβη το ίδιο σε ποσοστό 51,18%. Και μην φανταστεί κανείς ότι αυτό είναι συγκυριακό. Επαναλαμβάνεται συστηματικά το ίδιο φαινόμενο κάθε χρόνο σε πολλά μαθήματα.

Και όμως, σε μια σχετικά πρόσφατη μελέτη της Αρχής για τη Διασφάλιση Ποιότητας στην Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση (Α.ΔΙ.Π.Π.Δ.Ε) φαίνεται ότι στο μεν Γυμνάσιο ο μέσος όρος της βαθμολογίας των μαθητών ανάλογα με το μάθημα κυμαίνεται από 14.7 έως 17.8 ενώ στην Α’ Λυκείου από 12.6 έως 16.4.

Πως μπορεί να συμβιβάζονται οι δυο αυτές εικόνες, δηλαδή η καλή εικόνα των επιδόσεων που προκύπτει από ενδοσχολική βαθμολόγηση των μαθητών και η απογοητευτική εικόνα των επιδόσεων που προκύπτει από τις επιδόσεις των μαθητών στις εισαγωγικές εξετάσεις για τα ΑΕΙ; 

Τρεις μόνο μπορούν να είναι οι εξηγήσεις. Είτε ό,τι κάτι συμβαίνει στους μαθητές και υποαποδίδουν στις εισαγωγικές εξετάσεις, είτε ότι οι εισαγωγικές εξετάσεις  εξετάζουν πολύ υψηλότερου επιπέδου πράγματα από ό,τι διδάσκει το σχολείο, είτε ότι οι βαθμολογίες στο σχολείο στο πλαίσιο ενός γενικότερου βαθμολογικού λαϊκισμού είναι πληθωρισμένες και δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. 

Επειδή η πρώτη υπόθεση είναι εξοφθάλμως παράλογη και η δεύτερη ποτέ δεν έχει υποστηριχτεί από κανένα,  οφείλουμε να υιοθετήσουμε την τρίτη. Στην περίπτωση αυτή βρισκόμαστε ενώπιον ενός πολύ σοβαρού προβλήματος με αλυσιδωτές συνέπειες.

Πρώτη συνέπεια είναι ότι καλλιεργείται στο σύστημά μας μιας λογικής «ήσσονος προσπάθειας» με βάση την οποία με λίγη δουλειά μπορεί κανείς να εξασφαλίσει υψηλές βαθμολογίες (λογική που άλλωστε διαχέεται και ως γενικότερη κοινωνική ιδεολογία). Η λογική αυτή έχει ως βασικό πλεονέκτημα ότι διατηρεί όλους τους παράγοντες του συστήματος ευτυχείς. Τους μαθητές που θεωρούν πως τα καταφέρνουν «καλά» δουλεύοντας ελάχιστα, τους γονείς που τα «καμάρια» τους αριστεύουν στο σχολείο έστω και εάν δεν διαβάζουν πολύ (λόγω προφανώς του ότι κληρονόμησαν τη γονεϊκή ευφυΐα!) και κυρίως τους εκπαιδευτικούς οι οποίοι «έχουν το κεφάλι τους ήσυχο» αφού τους έχουν όλους ευχαριστημένους.

Δεύτερη συνέπεια είναι ότι δημιουργεί μια ψευδή εικόνα στους μαθητές και στις οικογένειές τους σχετικά με τις πραγματικές δυνατότητες των μαθητών με αποτέλεσμα όλοι να θεωρούν πως είναι οι επόμενοι Αϊνστάιν. Εάν ωστόσο υπήρχε από νωρίς και πολύ πριν το τέλος του Λυκείου μια πραγματική αποτίμηση της επίδοσης του καθενός, θα άνοιγε ο δρόμος για τη διερεύνηση εναλλακτικών και πιο ρεαλιστικών προοπτικών για τη σταδιοδρομία του κάθε παιδιού (π.χ. ο δρόμος της τεχνικής επαγγελματικής εκπαίδευσης).

Κατά συνέπεια η ΕΒΕ και οι εισαγωγικές εξετάσεις αποτελούν μόνο την κορυφή του παγόβουνου. Θα πρέπει να κοιτάξει η Πολιτεία αλλά και ολόκληρη η κοινωνία το πρόβλημα που για χρόνια κυοφορείται στο σχολείο μέσα από μια εκπαίδευση χαμηλών απαιτήσεων και προσδοκιών και που εμφανίζεται επίμονα σε κάθε ευκαιρία (παλαιότερα και με τις επιδόσεις των μαθητών με την καθιέρωση της Τράπεζας Θεμάτων εκτός από τις επιδόσεις τους στις εισαγωγικές εξετάσεις).

Φυσικά μπορούμε να χώσουμε το κεφάλι κάτω από την άμμο και να κάνουμε πως το πρόβλημα δεν υπάρχει. Όμως η πραγματικότητα είναι ξεροκέφαλη και θα μας εκδικείται σε κάθε ευκαιρία όσο και εάν κάθε λογής επενδυμένα συμφέροντα στο πεδίο θέλουν να την κρύψουν.