Διανύουμε μια περίοδο άγχους στις δυτικές οικονομίες. Δεν είμαστε ούτε σε κρίση, αλλά ούτε και σε περίοδο σταθερότητας. Τα κύρια συμπτώματα του άγχους είναι ο πληθωρισμός και η συνεπαγόμενη αύξηση των επιτοκίων που έχει προκαλέσει προβλήματα σε κάποιες τράπεζες (για την ώρα των ΗΠΑ, η Credit Suisse είναι μερικώς διαφορετικό ζήτημα).
Οι αιτίες, δυστυχώς, βρίσκονται στις οικονομικές πολιτικές που ακολούθησαν οι κεντρικές τράπεζες και οι κυβερνήσεις κατά τη διετία 2020-2021. Οι κεντρικές τράπεζες αντί για μια στοχευμένη εξάμηνη παροχή ρευστότητας μετά το ξέσπασμα της υγειονομικής κρίσης, προχώρησαν σε διετή ποσοτική χαλάρωση, προκαλώντας χρηματοοικονομική φούσκα (τα χρήματα κυρίως πήγαν στις αγορές και όχι στην πραγματική οικονομία), αύξηση του ιδιωτικού χρέους και τελικά αύξηση του πληθωρισμού. Οι κυβερνήσεις παρείχαν κυρίως επιδόματα (απαραίτητα μόνο στα λοκντάουν) και όχι κυρίως παραγωγικά έργα.
Το αποτέλεσμα, σε συνάρτηση με τον πόλεμο στην Ουκρανία και το παρατεταμένο κλείσιμο της κινέζικής οικονομίας (και το συνεπαγόμενο πρόβλημα στην εφοδιαστική αλυσίδα) ήταν οι τιμές να ξεφύγουν. Για να μαζευτεί το πρόβλημα, η αύξηση των επιτοκίων ήταν μονόδρομος. Ακόμα και αυτή όμως έγινε άγαρμπα στις ΗΠΑ με αποτέλεσμα να υπάρξει σοβαρή ανισορροπία μεταξύ των χαμηλών επιτοκίων των ομολόγων που κατέχουν οι τράπεζες και των επιτοκίων με τα οποία δανείζονται οι τράπεζες. Οι πρώτες πτωχεύσεις τραπεζών έχουν αυτό το χαρακτηριστικό, σε συνδυασμό με τον δανεισμό επικίνδυνων μικρομεσαίων επιχειρήσεων και τις αναλήψεις καταθέσεων. Η Credit Suisse τα «κατάφερε» από μόνη της, καθώς φροντίζει να αναμειγνύεται σε σειρά σκανδάλων που σκάνε εδώ και δύο χρόνια. Η Ευρώπη δεν έχει ακόμα τις ανισορροπίες των ΗΠΑ (χαμηλότερα επιτόκια που αυξάνονται πιο σταδιακά με εξαίρεση την πρόσφατη σχετικά άγαρμπη παρέμβαση) αλλά σχεδόν πάντα αντιδρά πιο αργά από τις ΗΠΑ όταν το πρόβλημα χοντραίνει.
Το άγχος θα συνεχίσει να αυξάνεται για ένα διάστημα γιατί πολύ απλά οι τράπεζες σε κανονικές συνθήκες αλληλοδανείζονται και κανείς, ούτε και οι ίδιες καλά καλά, δε γνωρίζουν ποια έχει τοξικά περιουσιακά στοιχεία. Αυτή η αγωνία για το ποια είναι προβληματική τράπεζα οδηγεί σε μείωση και τελικά πάγωμα του διατραπεζικού δανεισμού. Μερικώς, αυτό πρέπει να συμβαίνει τούτη την ώρα.
Ποιες είναι οι λύσεις; Η πρώτη είναι η Κεντρική Τράπεζα να βγει μπροστά και να καλύψει το διατραπεζικό δανεισμό όπου αυτός παγώνει. Η δεύτερη είναι η πολύ καλή γνώση από τις εποπτικές αρχές για το ποια τράπεζα χωλαίνει, κυρίως ως προς την ποιότητα των περιουσιακών στοιχείων της και την ποιότητα των κεφαλαίων της, αλλά και την έκθεση σε προβληματικές τράπεζες. Η τρίτη είναι η αύξηση των επιτοκίων να είναι λιγότερο επιθετική. Τα μηδενικά επιτόκια δεν είναι κανονικότητα αλλά ούτε και η ραγδαία αύξησή τους είναι σοβαρή οικονομική πολιτική. Ειδικά στην Ευρώπη ένας πληθωρισμός ως και 4% για δύο χρόνια ακόμη (με παράλληλη προστασία των ασθενέστερων και μόνο αυτών) έχει το θετικό της απομείωσης του υψηλού δημόσιου χρέους. Η τέταρτη είναι οι κυβερνήσεις να χρηματοδοτούν επιτέλους την ανάπτυξη και τη μείωση της ανισότητας (μέσω της αύξησης της ποιοτικής εργασίας) και όχι να τροφοδοτούν το μύλο του πληθωρισμού χρησιμοποιώντας τη ρευστότητα των ευρωπαϊκών προγραμμάτων σχεδόν αποκλειστικά για επιδόματα. Οι πραγματικές δημόσιες επενδύσεις είναι ευλογία.
Τι μέλει γενέσθαι; Η εξαγορά της Credit Suisse από τη UBS δείχνει δυο πράγματα. Πρώτον ότι υπήρχε ελπίδα για το καλό κομμάτι της Credit Suisse και δεύτερον ότι η UBS δεν έχει πρόβλημα. Κάποιες τράπεζες με έκθεση σε επικίνδυνα δάνεια και χαμηλότοκα ομόλογα θα εμφανίσουν πρόβλημα, αλλά κάποιες άλλες, όπως οι ελληνικές, κερδίζουν από το υψηλότερο περιθώριο επιτοκίων και τα υψηλά κόστη συναλλαγών. Ο επόμενος μήνας είναι κρίσιμος και η εμπιστοσύνη στο τραπεζικό σύστημα δεν πρέπει να κλονιστεί ώστε να μην οδηγηθούμε σε μαζικές αναλήψεις καταθέσεων. Αυτή την ώρα, και ιδιαίτερα για την Ελλάδα, είμαι περισσότερο αισιόδοξος από απαισιόδοξος, αρκεί να μην ανοίξουμε το κουτάκι με τις ανοησίες (ειδικά σε ό,τι αφορά την πολιτική σταθερότητα) που τόσο μας κόστισαν την προηγούμενη δεκαετία και να δουλέψουμε πάνω στις απαιτούμενες λύσεις.
*O Δρ. Μάνθος Ντελής είναι Καθηγητής Χρηματοοικονομικής Audencia Business School και Μέλος Συμβουλίου Διοίκησης Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων