Η φετινή έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τη νομοκρατία στην ΕΕ, συνέχεια της πρώτης έκδοσης του 2020, είναι ένα αξιοσημείωτο κείμενο. Σε αντίθεση με άλλες σχετικές πρωτοβουλίες, ιδίως του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, εστιάζει στα ίδια κεντρικά ζητήματα σε όλα τα κράτη μέλη - την ανεξαρτησία της δικαστικής εξουσίας, τη διαφθορά, την ελευθερία του τύπου, και την αποτελεσματικότητα των ελέγχων επί της κρατικής εξουσίας - χωρίς να εισέρχεται στα πιο διχαστικά (μολονότι ίσως περισσότερο πολιτικώς ελκυστικά) ζητήματα ισότητας των φύλων, και των δικαιωμάτων των σεξουαλικών ή άλλων μειονοτήτων.
Πρόκειται για μια σωστή επιλογή, ιδίως για έναν θεσμό που δεν έχει την πολυτέλεια να βρίσκεται στην πρώτη γραμμή των πολιτισμικών πολέμων της Ευρώπης. Αν μη τι άλλο, η στενή εστίαση ενισχύει την έκθεση και προλαμβάνει την κριτική που θα δεχόταν αυτή σε χώρες που αξίζουν την στενότερη διερεύνηση. Στην Ουγγαρία, για παράδειγμα, η έκθεση επισημαίνει ότι “οι κίνδυνοι του πελατειακού κράτους, της ευνοιοκρατίας και του νεποτισμού στα υψηλά κλιμάκια της δημόσιας διοίκησης, καθώς και οι κίνδυνοι που εγείρονται από τη σχέση μεταξύ επιχειρήσεων και πολιτικών προσώπων ακόμη δεν έχει αντιμετωπιστεί”. Ακόμη “ο πλουραλισμός των μέσων παραμένει υπό απειλή” - σε μεγάλο βαθμό λόγω του υπερβολικά μεγάλου ρόλου της κρατικής διαφήμισης στην οικονομική βιωσιμότητα των μέσων ενημέρωσης. Η έκθεση ακόμη επισημαίνει τη συνεχιζόμενη πίεση που υφίστανται οι οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών που ασκούν κριτική στην κυβέρνηση, σε μεγάλο βαθμό λόγω του αυξανόμενου ρόλου των χρηματοδοτικών πηγών που ελέγχονται από το κράτος για τις ΜΚΟ - πορίσματα που επικυρώνονται από χιλιάδες άλλους παρατηρητές της κατάστασης στην κεντρική Ευρώπη.
Ο περιορισμένος και πραγματολογικός χαρακτήρας της έκθεσης καθιστά την εκ των προτέρων κριτική έναντι του υποτιθέμενου “αυθαίρετου χαρακτήρα” της που ήδη εκφράστηκε από την ουγγρική κυβέρνηση άκυρη. Αν όμως δούμε την έκθεση αυτή ως ένα εργαλείο για να αντιμετωπιστούν οι απολυταρχικές υπερβολές σε χώρες όπως η Ουγγαρία, η Πολωνία ή η Σλοβενία, τότε μοιάζει σαν κάποιος να φέρνει ένα μαχαίρι σε μια μονομαχία με πιστόλια. Η διάβρωση της νομοκρατίας στην ΕΕ δεν θα διορθωθεί από την εξειδικευμένη γνώση των εμπειρογνωμόνων, όσο χρήσιμη κι αν είναι αυτή, ούτε από προσφορές τεχνικής υποστήριξης σε χώρες που γνωρίζουν “πισωγυρίσματα”.
Αντιθέτως, το πρόβλημα είναι πολιτικό και η μόνη του λύση περιλαμβάνει την επιβολή κόστους στους παραβάτες. Αυτό είναι κάτι για το οποίο η Επιτροπή εκ της φύσης της ως ένας τεχνοκρατικός θεσμός που ακολουθεί κανόνες δεν είναι καλά προετοιμασμένη να κάνει. Οι αξιωματούχοι της παραδέχονται πως “Ο κύριος σκοπός της έκθεσης δεν είναι να επιλύσει τα ζητήματα που έχουμε με την Ουγγαρία και την Πολωνία” όπως δήλωσε ένας από αυτούς στο Politico.eu. Ποια είναι λοιπόν η χρησιμότητά της; “Στην πραγματικότητα περισσότερο διευκολύνει τον διάλογο ως προς τα συστήματα των χωρών σε μια ευρύτερη έννοια, καθώς κανείς δεν ξέρει ποιοι εταίροι θα εμφανίσουν προκλήσεις στο μέλλον” αναφέρεται ότι είπε ο αξιωματούχος αυτός.
Με άλλα λόγια, όχι πολλά πράγματα. Στην καλύτερη περίπτωση, οι προτάσεις της μπορεί να είναι χρήσιμες σε χώρες που έχουν οικοδομήσει μια πολιτική δυναμική για μεταρρυθμίσεις, όπως η Σλοβακία μετά τις εκλογές του 2020. Από μόνη της όμως, είναι δύσκολο να δει κανείς πώς μπορεί να βοηθήσει στην αλλαγή των πολιτικών δεδομένων, είτε κινητοποιώντας τα εκλογικά σώματα ώστε να ζητήσουν καλύτερη διακυβέρνηση, είτε ασκώντας πίεση στις κυβερνήσεις ώστε να ενισχύσουν τη νομοκρατία και να περιστείλουν τη διαφθορά.
Ακολουθώντας τον αποτυχημένο συμβιβασμό που διαπραγματεύτηκε η Άνγκελα Μέρκελ πέρσι τον Δεκέμβριο, ακόμη και η χρήση της αιρεσιμότητας της νομοκρατίας που υιοθετήθηκε για την προστασία του ίδιου του προϋπολογισμού της ΕΕ παραμένει στο υποθετικό πεδίο. Η σημερινή γερμανική κυβέρνηση έχει καταστήσει πλήρως σαφές ότι η αντιμετώπιση του αναδυόμενου αυταρχισμού στην κεντρική Ευρώπη δεν μπορεί να γίνει με κόστος για τις εφοδιαστικές αλυσίδες της Γερμανίας, οι οποίες αισθάνονται απολύτως άνετα με την υφιστάμενη κατάσταση.
Αυτό μπορεί να αλλάξει - ή και να μην αλλάξει - μετά τις γερμανικές εκλογές τον Οκτώβριο, μολονότι δεν πρέπει κανείς να ελπίζει πάρα πολλά. Δυστυχώς, η έκθεση δεν κάνει τίποτα για να διορθώσει το κενό ηγεσίας της ΕΕ σε ό,τι αφορά το ζήτημα της νομοκρατίας στο εσωτερικό της. Ακόμη, προς το παρόν δεν υπάρχουν ενδείξεις πιέσεων από την Ουάσινγκτον, όπου η υπεράσπιση της δημοκρατίας υποτίθεται ότι ανήκει στις προτεραιότητες της νέας κυβέρνησης- ίσως με την εξαίρεση της παρασκηνιακής αντιπαράθεσης με την Πολωνία που επιδιώκει να ακυρώσει την άδεια ενός τηλεοπτικού καναλιού αμερικανικής ιδιοκτησίας που ασκεί κριτική στην κυβέρνηση. Δεδομένης της συναίνεσης περί ατλαντικού προσανατολισμού που χαρακτηρίζει την πολωνική πολιτική σκηνή, η αμερικανική κυβέρνηση έχει μεγαλύτερα περιθώρια άσκησης πίεσης έναντι της Βαρσοβίας απ’ ό,τι με άλλους συμμάχους που έχουν κυβερνήσεις που επιδιώκουν την εμπέδωσή τους - όπως για παράδειγμα την Ουγγαρία ή ίσως τη Σλοβενία. Η σιωπή όμως θα απογοητεύσει όσους ήλπιζαν ότι η νέα κυβέρνηση θα ακολουθούσε μια ουσιαστικά διαφορετική προσέγγιση σε αυτά τα ζητήματα απ’ ό,τι η προηγούμενη. Και μια υπηρεσία που παρέχει η νέα έκθεση της Επιτροπής, τόσο στους Ευρωπαίους όσο και στην κυβέρνηση των ΗΠΑ, είναι η δυνατότητα να μιλήσουν ηχηρότερα.
Ο Dalibor Rohac είναι διακεκριμένος ερευνητής στο American Enterprise Institute (AEI) όπου μελετά τις ευρωπαϊκές πολιτικές και οικονομικές τάσεις.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 20 Ιουλίου 2021 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του American Enterprise Institute και τη συνεργασία του ΚΕΦίΜ - Μάρκος Δραγούμης.