Εδώ και δεκαετίες, οι μελετητές και οι σχεδιαστές πολιτικής ενδιαφέρονται έντονα στο να βρουν τρόπους δημιουργίας «τρίτων χώρων» - χώρων για συχνές, εθελούσιες, άτυπες και με χαρά αναμενόμενες συναντήσεις ατόμων πέρα από τα βασίλεια του σπιτιού και της εργασίας - που προάγουν το κοινωνικό κεφάλαιο και ισχυροποιούν τις κοινότητες.
Νέα δεδομένα από μια πρόσφατη πανεθνική μελέτη ως προς την ικανοποίηση των πολιτών από τις κοινότητές τους καταδεικνύουν ότι αυτού του είδους οι θεσμοί που αναπτύσσονται σε προτιμώμενους τρίτους χώρους είναι κατά κανόνα χώροι κατανάλωσης τροφίμων και ποτών και τοπικά πάρκα.
Οι βιβλιοθήκες, τα κέντρα κοινοτήτων, και άλλα τέτοια προγράμματα δημοφιλή μεταξύ των πολιτικών και των σχεδιαστών δεν χρησιμοποιούνται έτσι, παρά το γεγονός ότι συχνά εξυμνούνται από πολλά μέλη της ακαδημαϊκής και της δημοσιογραφικής κοινότητας ως θεσμοί που βρίσκονται στον πυρήνα της κοινωνίας και των επιμέρους κοινοτήτων.
Παρά τη βαθιά εκτίμηση που τρέφω προς τις βιβλιοθήκες, βρήκα πρόσφατα στα δεδομένα ότι αυτές δεν λειτουργούν ως κεντρικά κομμάτια της κοινωνικής υποδομής. Δεν είναι «παλάτια του λαού» που χρησιμεύουν ως σπουδαίοι τόποι κοινωνικής συναναστροφής, και οι φίλοι των βιβλιοθηκών πρέπει να αποδεχθούν αυτή την αλήθεια αν θέλουν αυτοί οι ιεροί θεσμοί να ανθίσουν και να υλοποιήσουν πλήρως τις δυνατότητές τους.
Σύμφωνα με τα νέα δεδομένα, οι βιβλιοθήκες απλώς δεν έχουν σημασία για τις ζωές των περισσότερων Αμερικανών. Μόνο το 7% των Αμερικανών αναφέρει ότι επισκέπτεται βιβλιοθήκες σε εβδομαδιαία βάση, ενώ το 59% αναφέρει ότι σχεδόν ποτέ ή και ποτέ δεν επισκέφθηκε την τοπική δημόσια βιβλιοθήκη. Αυτά τα στατιστικά μάλιστα δεν διαφοροποιούνται ανάλογα με την ηλικία, το εισόδημα, το φυλετικό ή εθνοτικό υπόβαθρο, ή τον τύπο της γειτονιάς (αστική, περιαστική, αγροτική κλπ) των απαντώντων.
Αν οι βιβλιοθήκες είναι «τα καλύτερα παραδείγματα της συλλογικής μας ζωής» δεν πρέπει να μας εκπλήσσει το γεγονός ότι τόσοι πολλοί Αμερικανοί αντιμετωπίζουν την επιδημία της μοναξιάς, την ύφεση της φιλίας και μια συνεχιζόμενη παρακμή του αισθήματος του πολίτη.
Όταν μοιράστηκα αυτά τα πορίσματα, οι υποστηρικτές των βιβλιοθηκών όπως αναμενόταν αντέδρασαν με στατιστικά στοιχεία που θωρακίζουν το ενδιαφέρον τους για τις βιβλιοθήκες. Δυστυχώς όμως, οι υποστηρικτές αυτοί χάνουν το νόημα ως προς τους «τρίτους χώρους» και παραβλέπουν κάποια στατιστικά δεδομένα κρίσιμης σημασίας.
Για παράδειγμα, μου επεσήμαναν το έργο του Libraries 2020 που ισχυρίζεται με ενθουσιασμό ότι περισσότεροι άνθρωποι επισκέπτονται τη βιβλιοθήκη τους απ’ όσους παρακολουθούν «το πρωτάθλημα αμερικανικού ποδοσφαίρου, χόκει, μπάσκετ, αγώνων αυτοκινήτων Nascar ή κινηματογραφικές ταινίες ΑΘΡΟΙΣΤΙΚΑ».
Ενώ μπορεί περισσότεροι Αμερικανοί να επισκέπτονται βιβλιοθήκες συχνότερα απ’ ό,τι αγώνες επαγγελματικού αθλητισμού, αυτό δεν απαντά στο γεγονός ότι οι αθλητικές εγκαταστάσεις δεν είναι «τρίτοι χώροι» και τα δρώμενα εκεί δεν βοηθούν ιδιαίτερα στην οικοδόμηση της κοινωνικής υποδομής μιας κοινότητας. Αυτές οι αθλητικές εγκαταστάσεις δεν μπορούν να συγκριθούν με τις περίπου 64.000 καφετέριες που καλύπτουν τη χώρα ενισχύοντας τους δεσμούς μεταξύ των κατοίκων των κοινοτήτων.
Οι υποστηρικτές των βιβλιοθηκών παραβλέπουν απογοητευτικά το γεγονός ότι οι βιβλιοθήκες δεν είναι ανάλογες ούτε των ιδιωτικών χώρων διασκέδασης. Έτσι, παραθέτουν με επιδοκιμασία τη μελέτη της Gallup από το 2019 που καταδεικνύει ότι οι Αμερικανοί επισκέπτονται τις βιβλιοθήκες περίπου 11 φορές τον χρόνο, και αυτή η λεγόμενη «πολιτιστική δραστηριότητα» είναι πιο συχνή απ’ ό,τι η παρακολούθηση θεατρικών παραστάσεων (4 φορές τον χρόνο), λούνα παρκ (2 φορές τον χρόνο), ή καζίνο (3 φορές τον χρόνο). Ξανά, η σύγκριση των βιβλιοθηκών με τα θέατρα και τα καζίνο είναι απλώς περίεργη, καθώς όλα αυτά εξυπηρετούν πολύ διαφορετικές λειτουργίες και σχετίζονται με διαφορετικό τρόπο με τις κοινότητες εντός των οποίων υπάρχουν.
Ακόμη, αυτά τα στατιστικά δεδομένα για τις αυτοαναφερόμενες επισκέψεις στις βιβλιοθήκες δεν ανταποκρίνεται στο τι συμβαίνει πραγματικά. Τα δεδομένα της έρευνας για τις δημόσιες βιβλιοθήκες (Public Library Survey - PLS) του Ινστιτούτου Υπηρεσιών Μουσείων και Βιβλιοθηκών (Institute for Museum and Library Services) καταδεικνύουν μια όχι ασήμαντη μείωση των κατά κεφαλή επισκέψεων σε βιβλιοθήκες πανεθνικώς την τελευταία δεκαετία.
Αυτή είναι η πιο έγκυρη πηγή για τις πάνω από 18.000 δημόσιες βιβλιοθήκες στις ΗΠΑ, και τα δεδομένα της PLS καταδεικνύουν ότι το 2009 οι Αμερικανοί επισκέφθηκαν μια βιβλιοθήκη 5,4 φορές ετησίως κατά μέσο όρο, ενώ μια δεκαετία μετά, το 2019, οι επισκέψεις μειώθηκαν σε 3,9 ετησίως - μια μείωση 28% που απέχει πολύ από τους αριθμούς των αυτοαναφερόμενων επισκέψεων που παραθέτει η Gallup.
Τα δεδομένα της PLS ευθυγραμμίζονται με τα δεδομένα των κοινοτήτων που αναφέρονται εδώ, και με την έκθεση Freckle του 2021 που συμπεραίνει ότι «στην περίοδο των οκτώ ετών μέχρι το 2018 σημειώθηκε μια μείωση της τάξης του 31% στη χρήση των κτιρίων των δημόσιων βιβλιοθηκών». Αυτή η μείωση περιλαμβάνει τόσο μετρήσεις όσων εισέρχονται, όσο και τη φυσική τους κυκλοφορία που «καταδεικνύει ότι η υπηρεσία δημόσιων βιβλιοθηκών παραβλέπει τα δεδομένα που διαθέτει και δεν επιδιώκει να αποκτήσει τα δεδομένα που θα έπρεπε να διαθέτει».
Ακόμη και αν αυξήθηκε η ψηφιακή χρήση και η εξ αποστάσεως σύνδεση με τις βιβλιοθήκες, οι «τρίτοι χώροι» προϋποθέτουν συχνές και διά ζώσης επισκέψεις. Το να επισκέπτεται κανείς λιγότερες από τέσσερις φορές το χρόνο μια βιβλιοθήκη δεν συμβάλλει στον ρόλο της ως θεσμού που συνδέει τους κατοίκους με τις τοπικές τους κοινότητες.
Η αλήθεια είναι ότι οι βιβλιοθήκες δεν έχουν σημαντική θέση στις καρδιές και το μυαλό των Αμερικανών σήμερα. Είναι βέβαιο ότι δεν αποτελούν για τους περισσότερους «τρίτους χώρους». Η υποστηρικτές των βιβλιοθηκών, όπως η Αμερικανική Ένωση Βιβλιοθηκών, δυστυχώς επιλέγουν να παραγνωρίζουν αυτή την πραγματικότητα όταν δηλώνουν ότι «οι σημερινές βιβλιοθήκες βρίσκονται στην καρδιά των κοινοτήτων τους» - αν αυτό όντως ίσχυε, τότε η συντριπτική πλειονότητα των πολιτών δεν θα δήλωνε ότι σχεδόν ποτέ ή και ποτέ δεν επισκέπτεται βιβλιοθήκες. Τα δεδομένα καταδεικνύουν ότι οι βιβλιοθήκες βρίσκονται σε δύσκολη θέση σήμερα, και υποδεικνύουν ότι όλοι θα πρέπει να συνεργαστούμε για να τις βελτιώσουμε και να τις καταστήσουμε πιο ανοιχτές και σημαντικές για τις ζωές των Αμερικανών.
* Ο Samuel J. Abrams είναι καθηγητής πολιτικής στο Sarah Lawrence College επισκέπτης ερευνητής στο American Entreprise Institute.
** Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 21 Δεκεμβρίου 2021 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του American Enterprise Institute και τη συνεργασία του ΚΕΦίΜ - Μάρκος Δραγούμης.