Επένδυση στις ψηφιακές τεχνολογίες για ανάκαμψη από τον κορονοϊό

Επένδυση στις ψηφιακές τεχνολογίες για ανάκαμψη από τον κορονοϊό

Πιο επείγουσα από ποτέ είναι πλέον η επένδυση στις ψηφιακές τεχνολογίες προκειμένου οι οικονομίες των χωρών να ανακάμψουν γρήγορα και με στιβαρό τρόπο από το συντριπτικό κάταγμα που προκάλεσε το lockdown λόγω κορονοϊού. Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ και Εθνική Τράπεζα εξετάζουν, σε ξεχωριστές δημοσιεύσεις τους, τις οικονομικές προοπτικές από μια πιθανή ψηφιακή στροφή στην οικονομία και το συμπέρασμα είναι καταλυτικό: οι επενδύσεις στις ψηφιακές τεχνολογίες ισοδυναμούν με ανάκαμψη και ανάπτυξη.

Στις προτάσεις του, οι οποίες απευθύνονται σε όλες τις χώρες, το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ (WEF) τονίζει ότι οι κυβερνήσεις που επιθυμούν να πυροδοτήσουν οικονομική ανάκαμψη μετά την πανδημία, θα πρέπει επιδιώξουν και να υποστηρίξουν την ψηφιακή ανταγωνιστικότητα των οικονομιών τους. Σημειώνει, δε, ότι ένας τρόπος για επιτύχουν τον συγκεκριμένο στόχο είναι οι άμεσες ξένες επενδύσεις στην ψηφιακή οικονομία, αυτό που το WEF χαρακτηρίζει ως «Digital FDI».

Το WEF υποστηρίζει, ωστόσο, ότι η προσέλκυση άμεσων ξένων επενδύσεων στην ψηφιακή οικονομία απαιτεί διαφορετικές πολιτικές και κανονισμούς, επειδή οι ψηφιακές εταιρείες διαθέτουν επιχειρηματικά μοντέλα που διαφέρουν από τις παραδοσιακές επιχειρήσεις. Σε αυτό ακριβώς το πλαίσιο, οι κυβερνήσεις που υιοθετούν τέτοια επιχειρηματικά μοντέλα δημιουργούν ένα γόνιμο περιβάλλον για την ανάπτυξη των ψηφιακών εταιρειών και κατά συνέπεια έχουν μεγαλύτερες πιθανότητες να  προσελκύσουν επενδύσεις.

Σύμφωνα με το WEF, αυτό το περιβάλλον δεν σημαίνει απαραίτητα ότι οι παραδοσιακές επιχειρήσεις θα ξεπεραστούν από τις εξελίξεις. Αντίθετα, αν τις κάνουν κτήμα τους θα άρουν υφιστάμενα εμπόδια στις δραστηριότητές τους, θα απλοποιήσουν την αλυσίδα εφοδιασμού και τελικά θα προσφέρουν στους πελάτες τους ταχύτερη παράδοση αγαθών και υπηρεσιών.

Στα καθ’ ημάς, προ ημερών μελέτη της Διεύθυνσης Οικονομικής Ανάλυσης της Εθνικής Τράπεζας, επισημαίνει ότι η διεθνής κρίση που έχει ξεσπάσει λόγω της διασποράς του κορονοϊού ανήγαγε την ψηφιακή αναβάθμιση των οικονομιών σε απόλυτα επείγουσα προτεραιότητα. Μάλιστα, χαρακτηρίζει ως εξαιρετικά κρίσιμη τη διαθεσιμότητα ψηφιακών συστημάτων από πλευράς επιχειρήσεων για να  παρέχουν τη δυνατότητα στους πελάτες τους για διαδικτυακές αγορές και στους εργαζομένους τους τη δυνατότητα για τηλεργασία.

Η ΕΤΕ επισημαίνει ότι η υιοθέτηση στοχευμένων πολιτικών για την αξιοποίηση του ανθρώπινου κεφαλαίου θα μπορούσε να αποτελέσει θεμέλιο λίθο για ένα νέο μοντέλο ανάπτυξης της οικονομίας ενώ παράλληλα θα μπορούσε να αναγάγει την Ελλάδα σε περιφερειακό κόμβο στον τομέα της πληροφορικής.

Με βάση έναν Δείκτη Επιχειρηματικής Ψηφιοποίησης που ανέπτυξαν οι αναλυτές της ΕΤΕ, εκτιμούν ότι η χώρα μας υστερεί σε σχέση με την ΕΕ (100) κατά 37 μονάδες βάσης και σε σχέση με τα Βαλκάνια κατά 14 μονάδες βάσης. Μέρος αυτής της υστέρησης, οφείλεται στο γεγονός ότι η Ελλάδα έχει υψηλό μερίδιο πολύ μικρών επιχειρήσεων (30% των πωλήσεων, έναντι 18% στην ΕΕ). Ωστόσο, αξιοσημείωτο είναι ότι υστέρηση εμφανίζουν και οι μεγαλύτερες επιχειρήσεις, με μόλις το 10% να έχει ολοκληρωμένο ψηφιακό σύστημα (έναντι 18% στην ΕΕ).

Στο γιατί η Ελλάδα βρίσκεται σε αυτή τη θέση, η απάντηση σύμφωνα με τους αναλυτές της ΕΤΕ, είναι ότι δεν υπάρχουν αρκετές επιχειρήσεις πληροφορικής για να «μετατρέψουν» τους προγραμματιστές σε ICT specialists, και να προσφέρουν στον επιχειρηματικό τομέα το εξειδικευμένο ανθρώπινο κεφάλαιο που αναζητά. 

Σύμφωνα με την έκθεση της ΕΤΕ οι βασικές αιτίες για τη χαμηλή ανάπτυξη του κλάδου πληροφορικής στην Ελλάδα προκύπτουν από την ύπαρξη δύο σημαντικών ελλειμμάτων: πρώτον, θεσμικό (από «αργή» δικαιοσύνη μέχρι υψηλή γραφειοκρατία) και δεύτερον υποδομών (κυρίως χαμηλές ταχύτητες διαδικτύου). 

Στο σενάριο της θεσμικής μεταρρύθμισης, η ανάπτυξη του ελληνικού ΑΕΠ θα μπορούσε να ενισχυθεί κατά 2,6 ποσοστιαίες μονάδες ετησίως (25 δισ. ευρώ στο τέλος της πενταετίας), ενώ στο πλαίσιο του σεναρίου παράλληλης αναβάθμισης υποδομών, η ελληνική ανάπτυξη θα μπορούσε να ενισχυθεί κατά 6,4 ποσοστιαίες μονάδες ετησίως (60 δισ. ευρώ στο τέλος της πενταετίας).

Σε αυτό το πλαίσιο, οι προτεραιότητες πολιτικής για να ξεφύγει η Ελλάδα από την αρπάγη της χαμηλής ψηφιοποίησης, είναι σύμφωνα με τη μελέτη της ΕΤΕ οι εξής:

-Ενίσχυση των ταχυτήτων δικτύου (5G και fiber)

-Διαμόρφωση ολοκληρωμένου και συνεπούς νομικού πλαισίου για την επιχειρηματικότητα και εγκαθίδρυση ταχύτερων και αποτελεσματικότερων διαδικασιών υπεράσπισής του από το δικαστικό σύστημα

-Καθιέρωση εθνικής στρατηγικής για την ψηφιοποίηση του δημοσίου τομέα

-Εισαγωγή πολιτικών και κινήτρων για τη ψηφιακή κατάρτιση