Το πρόσωπο και τα προσωπεία του Τζων Αυλακιώτη

Το πρόσωπο και τα προσωπεία του Τζων Αυλακιώτη

Ο Μαρής, μετά τη Μεταπολίτευση, υπογράφει το πιο πολιτικό του μυθιστόρημα, το προτελευταίο στο σύνολο της τεράστιας παραγωγής του και ένα από τα καλύτερά του. Επανακυκλοφορεί και τον εντάσσει στους μεγάλους του είδους.

Γιάννης Μαρής «Η εξαφάνιση του Τζων Αυλακιώτη», εκδ. Άγρα, σελ. 288

Το κύκνειο άσμα του Γιάννη Μαρή (προτελευταίο ήταν), σε συνέχειες στην εφημερίδα Ακρόπολη αλλά και στη ζωή του, που ωστόσο υπήρξε η εξ’ αρχής επιδίωξη. Ένα κοινωνικοπολιτικό μυθιστόρημα απαιτήσεων στο οποίο θα αφιερωνόταν εξ ολοκλήρου μακριά από την βαβούρα και την βοή των εφημερίδων. Στις εφημερίδες, όμως, χρωστούσε και πολλά: τον τρόπο γραφής με την διαρκώς αυξανόμενη ένταση και το εντυπωσιακό τέλος του μυθιστορήματος από τεύχος σε τεύχος. Την αμεσότητα και την διαρκή επαφή με την πολιτική και την κοινωνία. Στην καρδιά των γεγονότων διαρκώς και με συνεχή έμπρακτη συμμετοχή: ήταν αναγκασμένος να γράφει νυχθημερόν.

«Η εξαφάνιση του Τζων Αυλακιώτη» δημοσιεύθηκε σε συνέχειες στην Ακρόπολη το 1976 κλείνοντας και τον κύκλο των μυθιστορημάτων- επιφυλλίδων (δημοσιογραφικό είδος, αστυνομικά αφηγήματα σε συνέχειες για καθημερινά φύλλα, όπου η αφήγηση πρέπει να διακόπτεται πάντα «με κορύφωση ή έναν αιφνιδιασμό», εξ ου και η έντονη δράση).

Σε βιβλίο κυκλοφορεί, επίσης, το 1976 από τις εκδόσεις «Ατλαντίς – Μ. Πεχλιβανίδης & Σια Α.Ε.» Οι εξοικειωμένοι με τον μυθιστορηματικό κόσμο του θα θυμηθούν ότι Τζων Αυλακιώτης ονομαζόταν και ένας μάλλον ήσσονος σημασίας χαρακτήρας από το τρίτο κατά σειρά μυθιστόρημα του Μαρή, «Ο άνθρωπος του τρένου» (1955). Στο μυθιστόρημα του 1955, ο Τζων Αυλακιώτης ήταν ο όμορφος και κουτός εραστής της Μαρίας Λαδοπούλου, συζύγου επιχειρηματία.

Στο μυθιστόρημα, όμως, του 1976, ο Τζων Αυλακιώτης επανεμφανίζεται (για να εξαφανιστεί) ως ένας πολύ σημαντικός τύπος για την αναζήτηση της αιτιότητας στην ιστορία. Επιχειρηματίας ο ίδιος, αλλά ούτε καν ένας συνηθισμένος επιχειρηματίας: Ο Τζων Αυλακιώτης ήταν μια προσωπικότητα της οικονομικής ζωής της χώρας και ένα «αστέρι» της κοσμικής ζωής. Δεν ήταν μόνο ο διοικητής της «Τραπέζης της Οικονομικής Αναπτύξεως» και πρόεδρος των διοικητικών συμβουλίων πόσων άλλων εταιριών. Έλεγαν πολλά για τις ιδιαίτερες σχέσεις του με το καθεστώς της 4ης Αυγούστου, στις εφημερίδες είχε δημοσιευθεί η φωτογραφία του πλάι στον Μεταξά και οι δημοσιογράφοι τον είχαν δει κάμποσες φορές μετά τα μεσάνυχτα, στο σαλόνι του «Κινγκ Τζωρτζ», όπου ο πανίσχυρος υπουργός της Ασφαλείας, Κωνσταντίνος Μανιαδάκης, συνήθιζε να περνά, με τη στενή του συντροφιά, τις νυχτερινές ώρες. Κι ο Τζων Αυλακιώτης ανήκε σε αυτή τη «στενή συντροφιά». Είναι ένα σκοτεινό πρόσωπο («λες και […] είχε φροντίσει ο ίδιος και με σύστημα να εξαφανίσει το παρελθόν του», σελ. 26), που η σιλουέτα του διαγράφεται κάτω από τα βαριά σύννεφα του επερχόμενου πολέμου («άκουσα πως έκανε γερή μπάζα με τον ισπανικό πόλεμο», σελ. 26), προνομιακός συνομιλητής μιας στυγνής δικτατορίας («ήταν όντως μια […] προσωπικότητα του καθεστώτος», σελ. 63).

Η δράση του μυθιστορήματος ξεκινά το πρωινό της 4ης Αυγούστου 1938, στην επέτειο της επιβολής της δικτατορίας του Ιωάννη Μεταξά, με εορτασμό που τελείται στο Στάδιο.

Ο ήρωας, ένας ανερχόμενος δημοσιογράφος, ο Κώστας Ανέστης, δέχεται ένα πρωινό τηλεφώνημα από την κοπέλα που είχε ερωτευθεί πολλά χρόνια πριν, όταν ήταν ακόμη φοιτητής. Εκείνη είναι πλέον η σύζυγος του διάσημου Τζων Αυλακιώτη, Βάλια Αυλακιώτη, ο οποίος έχει εξαφανιστεί χωρίς να αφήσει ίχνη. Έτσι αρχίζει η αναζήτηση μαζί με την έρευνα για έναν άνθρωπο πασίγνωστο στο παρόν αλλά με ανεξιχνίαστο παρελθόν. Σκόρπια στοιχεία άλλοτε τον παρουσιάζουν ως φιλοβασιλικό και άλλοτε ως Βενιζελικό, άλλοτε ως γαλλόφιλο κι άλλοτε ως αγγλόφιλο ή και γερμανόφιλο με ύποπτες συναλλαγές. Η δράση, καταιγιστική, εκτυλίσσεται σε ένα σκηνικό επικίνδυνο, με πολλές παγίδες και συγκρουόμενα συμφέροντα.

Αφήγηση σε πρώτο πρόσωπο, όπως μας πληροφορεί ο συγγραφέας και μελετητής του Γιάννη Μαρή, Ανδρέας Αποστολίδης, έχει σε δεκαεννέα υποθέσεις του (από τις εξήντα που έγραψε υπό μορφή μυθιστορήματος, νουβέλας ή διηγήματος). Και κατά κανόνα είναι οι πλέον ενδιαφέρουσες από πλευράς ψυχολογικής ίντριγκας και σασπένς. Ο αφηγητής, συνήθως άτομο ασήμαντο, άτολμο ή απλώς συνηθισμένο, με χαμηλή αυτοεκτίμηση, με μικρή θητεία στο αστυνομικό ρεπορτάζ, σελ. 28, όπως εν προκειμένω ο Κώστας Ανέστης (με πολλά κοινά με τον συγγραφέα), ένας άνθρωπος σε επαγγελματική και υπαρξιακή κρίση, που επαναλαμβάνει «Πίστευα πως στα τριάντα μου χρόνια ήμουν κιόλας αποτυχημένος –και δεν νομίζω πως είχα άδικο» (σελ. 8)∙ «ήξερα πως είμαι ένας σχεδόν αποτυχημένος δημοσιογράφος με μικρή αμοιβή και όχι τακτική δουλειά» (σελ. 12)∙ «ο ρόλος μου στην εφημερίδα ήταν ασήμαντος και δεν χρειαζόταν πολλή εξυπνάδα για να καταλάβω πως η παραίτησή μου τούς γλίτωσε από τη δυσάρεστη για τον εκδότη μας ενέργεια να με απολύσει» (σελ. 27-28)∙ «καταλαβαίνετε απ’ αυτά τα λίγα πως ζούσα μια ζωή χωρίς νόημα» (σελ. 65). Και για να δανειστούμε μια διατύπωση του Τζέιμς Ελρόι, ο αφηγητής-Εγώ ζει σε έναν κόσμο «αδιάφορα επικίνδυνο και μεταδοτικά διεφθαρμένο».

Κατά συνέπεια όλη η έμφαση δίνεται στην πλοκή και στην υπόθεση, στην προσωπικότητα και την αναζήτηση του Τζων Αυλακιώτη, σ’ αυτόν τον κόσμο τον «αδιάφορα επικίνδυνο και μεταδοτικά διεφθαρμένο». Στην πορεία, ωστόσο, ο Κώστας Ανέστης θα διαπιστώσει πόσο λίγο συναρμόζουν οι «εικόνες» του ανθρώπου που αναζητά: «Λες κι ο Τζων Αυλακιώτης δεν ήταν ένας, αλλά πολλοί άνθρωποι» (σελ. 27). Και όσο περισσότερο αναζητά τα ίχνη του Τζων Αυλακιώτη στο «παρόν» του 1938, αλλά και στο παρελθόν του, ο Κώστας Ανέστης εισχωρεί σ’ έναν κόσμο προσωπείων. Αλλά, όπως πρόκειται να διαπιστώσει οδυνηρά, σε αυτή την υπόθεση προσωπείο δεν φορούν μόνο οι κακοί. Και ο Γιάννης Μαρής, άλλωστε, είναι ψευδώνυμο του Γιάννη Τσιριμώκου. Έτσι, ο Κώστας Ανέστης, εκών άκων σχεδόν, γίνεται ανιχνευτής ενός πολλαπλώς επινοημένου προσώπου («ένας Αυλακιώτης που είχαν δημιουργήσει τα όσα μού είχαν πει εκείνοι που τον γνώρισαν […] ή που τον δημιούργησε η φαντασία μου, χρησιμοποιώντας, όπως ήθελε, τα όσα μου διηγήθηκαν», σελ. 91 κ.ε.). Ωστόσο, μετά τη νύχτα της 16ης Δεκεμβρίου 1938, ο Κώστας Ανέστης είναι τουλάχιστον σίγουρος: «Δεν πεθαίνουν οι άνθρωποι δύο φορές» (σελ. 134). Και χάρη στον Ράμογλου, ήξερε ήδη από τα τέλη του καλοκαιριού του ίδιου έτους και κάτι ακόμα: «Το μόνο που έβγαινε είναι πως ο Τζων Αυλακιώτης δεν «χανόταν» για πρώτη φορά» (σελ. 58). Πριν από την πρώτη «εξαφάνισή» του από την Αθήνα, ο Γιάννης Τουφεξής λογιζόταν για επίλεκτο μέλος στον μηχανισμό κατασκοπείας του βαρώνου Σενκ (σελ. 43, 50) και του Γερμανού στρατιωτικού ακολούθου φον Φαλκενχάουζεν (σελ. 43, 46, 52 κ.ε.). Στο κράτος της Θεσσαλονίκης, όπου βρέθηκε το 1916-1917, κάποιοι θεωρούσαν τον Γιάννη Τουφεξή «κουμάσι από τα λίγα», αλλά αναγνώριζαν πως ήταν ο έμπιστος του λοχαγού Ματιέ, υπασπιστή του στρατηγού Σαράιγ και πως ο Βενιζέλος «του είχε αδυναμία» (σελ. 74-75). Η Θεσσαλονίκη στο μυθιστόρημα λειτουργεί για τον Κώστα Ανέστη ως ένα είδος «γέφυρας» με τα πρόσωπα της νιότης του, όπως και με τα προσωπεία του Τουφεξή/Αυλακιώτη.

Ένα αθηναϊκό ιστορικό κοινωνικοπολιτικό νουάρ που διασώζει όλες τις αντιφάσεις της εποχής και τις διακυμάνσεις της ανθρώπινης φύσης, αναδεικνύοντας πτυχές σκοτεινές ή άγνωστες και φωτίζοντας παραμέτρους που ταλανίζουν το ανθρώπινο δράμα πάντοτε, με αφηγηματική έντονη πλοκή, διαρκείς κορυφώσεις και ανατροπές που κρατούν το αναγνωστικό κοινό μέχρι την τελευταία σελίδα. Με εξαιρετικά μελετημένη σχεδόν μαθηματική δομή, με λιτή και αυστηρή οικονομία.
Δικαίως θεωρείται ως το καλύτερο μυθιστόρημα του συγγραφέα. Ενός συγγραφέα που ανακαλύπτει η εποχή μας και μας υπενθυμίζει πόσο περιοριστικός παράγοντας είναι μια «μικρή» μεταφραστικά γλώσσα όσον αφορά την λογοτεχνία. Φαντάζεστε το μέγεθος Γιάννη Μαρή στο εξωτερικό; Ή μάλλον στην Αμερική;
Ας είναι. Με ό,τι έχουμε βαδίζουμε και ας υπενθυμίσουμε ποιος υπήρξε ο Γιάννης Μαρής, ο «ο εισηγητής της αστυνομικής λογοτεχνίας στην Ελλάδα» (όπως τον χαρακτηρίζει ο Φίλιππος Φιλίππου.

Ο Γιάννης Μαρής γεννήθηκε το 1916 στη Σκόπελο ως Γιάννης Τσιριμώκος. Ο πατέρας του ήταν δικαστικός. Τα παιδικά του χρόνια τα πέρασε στη Λαμία, όπου μεγάλωσε σε βενιζελικό περιβάλλον. Ο ίδιος γοητεύτηκε από τις μαρξιστικές ιδέες και ως φοιτητής της Νομικής στο πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης ηγήθηκε των αριστερών φοιτητών. Το 1937, κι ενώ οι ελληνικές εφημερίδες αφιέρωναν τις πρώτες σελίδες τους στις δίκες της Μόσχας και στις εκκαθαρίσεις του Στάλιν, ο νεαρός Τσιριμώκος εγκατέλειψε το ΚΚΕ και προσχώρησε στους σοσιαλιστές, οι οποίοι τότε είχαν ελάχιστη εμβέλεια στο λαό.
Άρχισε τη δημοσιογραφική του καριέρα από το βουνό, στο γραφείο τύπου της ΠΕΕΑ, και συνέχισε στη Μάχη, που κυκλοφόρησε στη διάρκεια της κατοχής. Στη Μάχη, εκτός από τα συνήθη καθήκοντα του αρχισυντάκτη, έγραφε σχόλια, καθώς και κριτική ταινιών και συγκαταλεγόταν ανάμεσα στους πιο έγκυρους κριτικούς κινηματογράφου. Με την ιδιότητα αυτή, αλλά και του σεναριογράφου (έγραψε περίπου είκοσι σενάρια), ήταν αρκετές φορές μέλος της κριτικής επιτροπής στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Μετά, εργάστηκε σε διάφορες εφημερίδες: Προοδευτικός Φιλελεύθερος, Νέα Γραμμή, Ελεύθερος Λόγος και Αθηναϊκή.
Την εμφάνισή του ως συγγραφέα την έκανε το 1953 στο περιοδικό Οικογένεια, όπου δημοσίευσε σε συνέχειες το Έγκλημα στο Κολωνάκι με τον υπότιτλο «Αθηναϊκό αστυνομικό μυθιστόρημα» ως Γιάννης Τσιριμώκος. Πρόκειται για ένα μυθιστόρημα με πλαίσιο της Αθήνα της εποχής, κυρίως την περιοχή του Κολωνακίου με τους αριστοκράτες του και τους αναδυόμενους αστούς, αλλά και κάποιους εκπροσώπους των κατωτέρων τάξεων. Σε αυτό εμφανίστηκε για πρώτη φορά ο αστυνόμος Μπέκας, μια εμβληματική λογοτεχνική φιγούρα. Ο κοντόχοντρος αστυνομικός με το καλοκάγαθο ύφος, τη σπάνια επιμονή και το μουστακάκι αλά Χίτλερ, αποτελεί μοναδικό φαινόμενο στον ελληνικό λογοτεχνικό χώρο. Ο ήρωας δημιουργήθηκε πάνω στο πρότυπο του γάλλου επιθεωρητή Μαιγκρέ, ήρωα του Ζορζ Σιμενόν, κι εμπλουτίστηκε με ελληνικά στοιχεία. Το ανάγνωσμα άρεσε, σύντομα εκδόθηκε σε βιβλίο από τις εκδόσεις «Ατλαντίς» του Πεχλιβανίδη, και μετά γυρίστηκε ταινία: ήταν η αρχή της επιτυχημένης συγγραφικής καριέρας του.
Η εργατικότητα και οι γνώσεις του Μαρή τον έφεραν σύντομα στο στελεχικό επιτελείο του δημοσιογραφικού συγκροτήματος Μπότση, το οποίο εκτός από την Απογευματινή εξέδιδε την Ακρόπολι, και αργότερα το περιοδικό Πρώτο, όπου τοποθετήθηκε ως διευθυντής. Εκεί παρέμεινε μέχρι το τέλος της ζωής του. Στην Ακρόπολι για μεγάλο διάστημα είχε δική του καθημερινή στήλη με τον τίτλο «Υπό την σκιάν της Ακροπόλεως». Ως δημοσιογράφος πραγματοποίησε αποστολές στο εξωτερικό, μα και στο εσωτερικό της χώρας. Ένα από τα πιο σημαντικά ρεπορτάζ του, επίμονο, χρονοβόρο κι επικίνδυνο, ήταν εκείνο για τη δολοφονία του βουλευτή Γρηγόρη Λαμπράκη (Μάιος 1963), που έγινε (με τη συνεργασία του Γιώργου Λεονταρίτη), μετά την πτώση της χούντας και δημοσιεύτηκε στην Ακρόπολη (σε συνέχειες, όπως τα μυθιστορήματά του), τον Ιανουάριο του 1975.
Κατά καιρούς, ο Μαρής συνεργάστηκε και με έντυπα εκτός του συγκροτήματος Μπότση. Έτσι βρίσκουμε συνεργασίες του με το περιοδικό Επίκαιρα που εξέδιδε με επιτυχία από την εποχή της δικτατορίας έως τα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης η «Πάπυρος Πρες». Για παράδειγμα, τον Ιούλιο του 1971 δημοσίευσε εκεί σε συνέχειες το μυθιστόρημα «Το καλοκαίρι του φόβου» και αργότερα «Το Χαμόγελο της Πυθίας». Το τελευταίο μυθιστόρημα του Μαρή, Η εξαφάνιση του Τζον Αυλακιώτη δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Ακρόπολις σε συνέχειες από τον Μάιο έως τον Ιούλιο του 1976. Η ιστορία διαδραματίζεται στη διάρκεια της δικτατορία του Μεταξά και στα κατοπινά χρόνια της Κατοχής κι έχει στοιχεία αυτοβιογραφικά (ο Μαρής ως φοιτητής είχε συλληφθεί από την αστυνομία της δικτατορίας και τον πήγαν στο γραφείο του πανίσχυρου υπουργού Ασφαλείας Κώστα Μανιαδάκη).


Σύμφωνα με την αφήγηση του συγγραφέα στον Γ.Α.Λεονταρίτη, όπως διαβάζουμε στο βιβλίο του Φίλιππου Φιλίππου για την ιστορία της αστυνομικής λογοτεχνίας, ο Αυλακιώτης, ο κεντρικός ήρωας, στηρίχτηκε σε έναν διπλό πράκτορα που γνώρισε ο ίδιος την άνοιξη του 1944, όταν ήταν γραμματέας Στερεάς Ελλάδος της ΕΛΔ με έδρα το Καρπενήσι. Είχε συλληφθεί από αντάρτες του ΕΛΑΣ για ύποπτη δραστηριότητα ένας γιατρός από την Αθήνα ονόματι Καρακατσάνης, ο οποίος στην ανάκριση που ακολούθησε αποκάλυψε πως ήταν ο γερμανός ανθυπολοχαγός Βίλι Χορστ της γερμανικής υπηρεσίας κατασκοπίας (αυτοκτόνησε στο κελί του με τα κορδόνια των παπουτσιών του).
Το 1978, ύστερα από 35 χρόνια συνεχούς δημοσιογραφικής δουλειάς, βγήκε στη σύνταξη. Φιλοδοξούσε να γράψει ένα μυθιστόρημα διαφορετικού είδους. Στον χρόνο που είχε στη διάθεσή του αποφάσισε να γράψει ένα βιβλίο με τις δημοσιογραφικές εντυπώσεις του στην Κίνα. Αποσυρόταν στο εξοχικό του, στον Αχινό, κοντά στη Λαμία, κι έγραφε, έχοντας συντροφιά τη σύζυγό του Αθηνά και τους φίλους του. Ατυχώς, δεν πρόλαβε να χαρεί την ελευθερία του, ούτε να πραγματοποιήσει τις φιλοδοξίες του διότι η επάρατος νόσος τον έπληξε στο κεφάλι. Ταξίδεψε στις Ηνωμένες Πολιτείες για θεραπεία, αλλά η κατάσταση της υγείας του δεν βελτιώθηκε. Πέθανε στις 13 Νοεμβρίου του 1979.
Από τα μέσα της δεκαετίας του 1950 τα αστυνομικά του μυθιστορήματα εκδίδονται και σε βιβλία από τις Εκδόσεις Ατλαντίδα-Πεχλιβανίδη και Περγαμηνή, κατά κανόνα με διαφορετικό τίτλο από τον αρχικό των εφημερίδων. Μέχρι το 1978 εκδόθηκαν σαρανταεννέα. Από το 2012 οι Εκδόσεις Άγρα εξέδωσαν οκτώ από τα αδημοσίευτα σε βιβλίο μυθιστορήματά του και δύο που είχαν κυκλοφορήσει βραχύβια από τις Εκδόσεις Περγαμηνή. Ο Γιάννης Μαρής υπήρξε ένας από τους δημοφιλέστερους Έλληνες συγγραφείς των δεκαετιών 1950, 1960 και 1970. Το συγγραφικό έργο του Γιάννη Μαρή ήταν πάντα ενταγμένο στη δημοσιογραφική του δουλειά, που περιλάμβανε κινηματογραφική κριτική, έρευνες, συνεντεύξεις, ανταποκρίσεις και αποστολές στο εξωτερικό.