Αναμφίβολα, το έργο που τράβηξε τα βλέμματα στην τελευταία πώληση του αθηναϊκού οίκου, φέρει την υπογραφή του Παναγιώτη Τέτση. Ένα τοπίο του ζωγράφου, στενόμακρο λάδι σε ξύλο, εκτιμήθηκε από 2.400 έως 3.000 ευρώ και η τιμή πώλησης ξεπέρασε τα 20.000 ευρώ (20.563 με τους φόρους). Δύσκολα θα λέγαμε ότι διαμορφώνει ένα νέο τοπίο στην αγοραστική αξία του δασκάλου, αλλά αυτό θα φανεί στο κοντινό μέλλον.
(Έργο του Παναγιώτη Τέτση)
Το βέβαιο είναι ότι το συγκεκριμένο «ράλι» δεν παρέσυρε ανοδικά τους υπόλοιπους λαχνούς. Στη διαδικτυακή του δημοπρασία, χωρίς δηλαδή την παρουσία κοινού, ο Ανδρέας Βέργος συγκέντρωσε έργα με γνωστές υπογραφές και σε τιμές εξαιρετικά προσιτές. Παρά την προσεγμένη επιλογή των έργων, το συνολικό αποτέλεσμα ίσως αδικεί την πώληση που δεν πέτυχε το αποτέλεσμα της περσινής χρονιάς (από τα 125 έργα άλλαξαν χέρια τα 90, καταγράφοντας ποσοστό περίπου 72%).
Εκτός από τον Τέτση, το όνομα της Ελένης Βερναρδάκη δεν πέρασε απαρατήρητο. Και οι τέσσερις προσφερόμενοι λαχνοί άλλαξαν χέρια πάνω από την υψηλή εκτίμηση. Για παράδειγμα, μια πιατέλα της εκτιμήθηκε στα 400 ευρώ αλλάζοντας χέρια για 2.313 ευρώ. Αλλά και οι «ταπεινές» τρεις βάσεις για κεριά βγήκαν στη χαμηλότερη τιμή εκκίνησης (100 ευρώ) και πωλήθηκαν για 1.221 ευρώ.
(Πιατέλα φιλοτεχνημένη από την Ελένη Βερναδάκη)
Η Βερναρδάκη τα τελευταία χρόνια απασχολεί με ωραίο τρόπο την εγχώρια εικαστική κοινότητα και η ανάδειξη του έργου της που τη χρωστάμε στο Μπενάκη, ανέβασε αισθητά το αγοραστικό ενδιαφέρον για την κεραμική. Η άλλοτε - απαξιωμένη ίσως - τέχνη γνωρίζει στις μέρες μας άνθιση και βρίσκει τη συνέχεια της σε νεότερους δημιουργούς. Η φετινή Art Athina στο Ζάππειο το επιβεβαιώνει περίτρανα. Η παρουσία της Βερναρδάκη θα έχει συνέχεια στις πωλήσεις του Βέργου, ενώ θα «σηκώσει» κι άλλα παραγνωρισμένα κεραμικά, όπως για παράδειγμα του Διαμαντή Διαμαντόπουλου.
Πολύ καλά κινήθηκαν, επίσης, δύο «πεταλούδες» της Αφροδίτης Λίτη που βγήκαν στα 1500 ευρώ και ξεπέρασαν τις 4.000. Στις προβλέψεις που κάναμε πριν τη δημοπρασία, πέσαμε μέσα στο «ζευγάρι με ρεμπέτες», ένα πρώιμο έργο του Εδουάρδου Σακαγιάν (λαχνός 119, 3.342 ευρώ). Στην ίδια γενιά με τον ζωγράφο κι ο Τάσος Μαντζαβίνος που συγκέντρωσε το ενδιαφέρον των συλλεκτών. Αγοράστηκαν τρία από τα τέσσερα έργα του ζωγράφου (στην αρχική εικόνα ο λαχνός 123 με τίτλο «το δρακόψαρο», έπιασε διπλάσια από την υψηλή εκτιμώμενη τιμή και πουλήθηκε για 2.442 ευρώ).
Όσοι περίμεναν μικρά έργα του Μόραλη, σίγουρα απογοητεύτηκαν. Ακόμη και οι σπουδές του σπουδαίου δασκάλου, αυτήν την περίοδο είναι δυσπρόσιτες στο πλατύ κοινό καθώς οι τιμές των έργων του δεν γνωρίζουν «ταβάνι». Από τους 14 λαχνούς με την υπογραφή του Γιάννη Τσαρούχη, πωλήθηκαν οι 13, παρόλο που τα περισσότερα έργα ήταν σαφώς αδύναμα, προερχόμενα από την τελευταία περίοδο του δημιουργού. Περισσότερο ενδιαφέρον είχαν οι μακέτες για παραστάσεις που επιμελήθηκε ο Τσαρούχης ή το τοπίο που φιλοτέχνησε το 1957 (λαχνός 56, 2.056 ευρώ με τους φόρους).
(Έργο του Γιάννη Τσαρούχη)
Αντίστοιχα, ο Αλέκος Φασιανός επιβεβαίωσε πως οτιδήποτε φέρει το όνομά του τραβάει σαν μαγνήτης. Και οι εφτά λαχνοί βρήκαν αγοραστή, ακόμη και όσα δεν είναι αντιπροσωπευτικά της γραφής του. Θα είχε ενδιαφέρον να δούμε μια θεματική δημοπρασία, αφιερωμένη εξ’ ολοκλήρου στον πρόσφατα χαμένο ζωγράφο που παραμένει ψηλά στην προτίμηση των συλλεκτών. Αναμενόμενη, τέλος, και η υψηλή τιμή που έπιασε ο διεθνής Τάκης, πλησιάζοντας τις 5.000 ευρώ με το Μαγνητικό του (βγήκε στα 2.000 ευρώ).
Στις δυσάρεστες εκπλήξεις καταγράφεται πως δεν πωλήθηκε ο λαχνός του, συνήθως, ευπώλητου Γιάννη Κόττη (η «κατσίκα», ακρυλικό σε χαρτί, στη διάσταση 37 x 56 εκ., βγήκε στα 2.000 ευρώ). Επίσης, δεν βρήκαν αγοραστή τρία σχέδια του Λύτρα. Το γεγονός αυτό πρέπει να μας υποψιάσει για το προφίλ των ψηφιακών αγοραστών. Είναι ίσως νωρίς να φανεί, αλλά στις διαδικτυακές πωλήσεις του ο οίκος οφείλει να προσανατολιστεί περισσότερο στις νεότερες γενιές των καλλιτεχνών κι όχι στα καθιερωμένα ονόματα που κυνηγούν παραδοσιακά οι πιο μεγάλοι σε ηλικία συλλέκτες. Στους δημιουργούς που έχουν ήδη μία αναγνωρίσιμη πορεία, αλλά δεν βρίσκονται στο τέλος της καριέρας τους.
(«Ακρόπολη» του Παναγιώτη Μπελτέκου)
Για παράδειγμα, η «Ακρόπολη» του Παναγιώτη Μπελντέκου (γεννημένος το 1963) προσφέρθηκε στα 2.000 ευρώ και βρήκε αγοραστή στα 3.856 ευρώ. Εκτός από τον Μπελντέκο, όμως, υπάρχουν πενηντάρηδες, ακόμη και σαραντάρηδες καλλιτέχνες με ατομικές εκθέσεις και μουσειακή παρουσία που δεν περνά απαρατήρητη. Υπάρχει το παράδειγμα του Μανώλη Μπιτσάκη, αλλά δεν είναι το μόνο. Πολλοί ψηφιακοί αγοραστές από τη νέα γενιά, παρακολουθούν τα νέα ονόματα του εικαστικού χώρου, συνδέονται μαζί τους, αλλά και με το έργο τους. Ο Ανδρέας Βέργος που ανήκει σε αυτήν τη γενιά, πρέπει να τολμήσει. Το στοίχημα, ειδικά στις πωλήσεις μικρών έργων, δεν κοστίζει. Αντιθέτως, «χτίζει» έτσι το κοινό του.