Εάν ο ήρωας του Τσβάιχ στην «Σκακιστική νουβέλα» του επιζεί χάρη στις φανταστικές του βαριάντες, ο Χανς Κρίστιαν Αντερσεν γλυτώνει από τα μαύρα παιδικά του χρόνια χάρη στους θρύλους της χώρας του, ο Βαρλάμ Σαλάμοφ επιζεί χάρη στις φανταστικές του βιβλιοθήκες από την κόλαση της Κολιμά, ο πολωνός αξιωματικός Γιόζεφ Τσάπσκι, ένας από τους ελάχιστους επιζήσαντες της σφαγής του Κατύν, έγκλειστος για δεκαοκτώ μήνες στο στρατόπεδο του Γκριαζόβιετς στη Ρωσία, θα κρατήσει 400 πολωνούς αιχμαλώτους πνευματικά εναργείς, σώζοντας τους από την έσχατη εξαθλίωση, αφηγούμενος Προυστ. Μια σειρά προφορικών διαλέξεων σε ένα βιβλίο που αποδεικνύει το παυσίλυπον της λογοτεχνίας.
Jozef Czapski «Ο Προυστ αντίδοτο στην κατάρρευση», Μετάφραση: Λίζυ Τσιριμώκου, εκδ. Ποταμός
Ο κουβανός ψυχίατρος και συγγραφέας Χοσέ Κάρλος Σομόθα στο βιβλίο του «Η γυναίκα με το νούμερο 13» θα κάνει λόγο για την μεταμορφωτική δύναμη στίχων, έργων και φράσεων διατρέχοντας έργα από την παγκόσμια λογοτεχνία, μεταξύ αυτών και του Σέξπιρ και των ελλήνων τραγικών, ο γάλλος ψυχίατρος Μπόρις Σιρούλνικ στον «Ευαίσθητο εαυτό» εξηγεί το γιατί κάποιοι επέζησαν από τις «υποθηκευμένες» και τραυματικές ζωές τους και κάποιοι όχι, αλλά ο πολωνός συγγραφέας και ζωγράφος Jozef Czapski είναι εκείνος που θα μας το παραδώσει εμπράκτως με το βιβλίο αυτό: «Ο Προυστ αντίδοτο στην κατάρρευση», σε εξαιρετική έκδοση ιδιαίτερα επιμελημένη από τον Ποταμό.
Το βιβλίο με λίγα λόγια κι από τον ίδιο τον συγγραφέα του:
«Αυτό το δοκίμιο για τον Προυστ εκφωνήθηκε τον χειμώνα του 1940-1941 στον κρύο κοιτώνα ενός εγκαταλελειμμένου μοναστηριού που μας χρησίμευε σαν τραπεζαρία στο στρατόπεδο φυλακισμένων του Γκριαζόβιετς, στη Σοβιετική Ένωση.
»Η έλλειψη ακριβολογίας, ο υποκειμενισμός αυτών των σελίδων εξηγούνται εν μέρει από το γεγονός ότι δεν διέθετα καμία βιβλιοθήκη, κανένα βιβλίο σχετικό με το θέμα μου, ότι το τελευταίο γαλλικό βιβλίο που είχα δει ήταν πριν από τον Σεπτέμβριο του 1939. Προσπαθούσα απλώς να ανακαλέσω με σχετική ακρίβεια κάποιες αναμνήσεις από το έργο του Προυστ…
»Ήμασταν τέσσερις χιλιάδες Πολωνοί αξιωματικοί στοιβαγμένοι σε δέκα – δεκαπέντε εκτάρια στο Σταρομπιέλσκ, κοντά στο Χάρκοβο, από τον Οκτώβριο του 1939 έως την άνοιξη του 1940. Προσπαθήσαμε εκεί να ξαναπιάσουμε μια κάποια διανοητική εργασία που θα μας βοηθούσε να ξεπεράσουμε την κατάπτωσή μας, την αγωνία μας, και να σώσουμε τα μυαλά μας από την σκουριά της αδράνειας»….
Πολλοί μίλησαν αργότερα γι’ αυτές τις αναστάσιμες ώρες. Αλλά και ο συγγραφέας θα επανέλθει στον Προυστ και σ’ εκείνες τις αφηγήσεις ως επιζών. Έτσι εμείς είμαστε οι τυχεροί που μπορούμε να έχουμε μιαν εξαιρετική έκδοση στην πολύτιμη σειρά δοκιμίων των Εκδόσεων Ποταμός. Με συνοδευτικό αρχειακό υλικό, χρονολόγιο και φωτογραφίες, σε σπουδαία μετάφραση της Λίζυς Τσιρικώκου από τα γαλλικά ενός κειμένου που λειτουργεί πάντα ως παυσίλυπον σε δύσκολες και σε λιγότερο δύσκολες εποχές.
Το βιβλίο:
«Βλέπω ακόμα τους συντρόφους μου στριμωγμένους κάτω από τα πορτρέτα του Μαρξ, του Ένγκελς και του Λένιν, ξεθεωμένους από τη δουλειά στο κρύο που έπεφτε ίσαμε τους μείον σαράντα πέντε βαθμούς, να ακούν τις διαλέξεις μας για θέματα τόσο απομακρυσμένα από αυτό που ζούσαμε.
»Συλλογιζόμουνα τότε με συγκίνηση ότι ο Προυστ, μέσα στην υπερθερμασμένη και επενδυμένη με φελλό κάμαρά του, θα ένιωθε πολύ ξαφνιασμένος και ίσως συγκινημένος μαθαίνοντας πως, είκοσι χρόνια μετά τον θάνατό του, κάποιοι φυλακισμένοι Πολωνοί, μετά από μια ολόκληρη μέρα μέσα στο χιόνι και στο κρύο, που άγγιζε συχνά τους μείον σαράντα βαθμούς, άκουγαν με έντονο ενδιαφέρον την ιστορία της δούκισσας ντε Γκεμάντ, τον θάνατο του Μπεργκόντ και όλα όσα μπορούσε να θυμηθώ από εκείνον τον κόσμο των πολύτιμων ψυχολογικών ανακαλύψεων και της λογοτεχνικής ομορφιάς».
Ο Jozef Czapski που είχε διαβάσει Προυστ στο Λονδίνο αναρρώνοντας από τύφο, με την αγωνία αποτυπωμένη στα διασωθέντα σχεδιαγράμματα των διαλέξεων και χωρίς καμία πρόσβαση στα βιβλία, αναπλάθει ολόκληρες σκηνές από το «Αναζητώντας τον χρόνο» του Προυστ: Η γαλλική κοινωνία, οι συγγραφικές συνθήκες, ας μη ξεχνάμε ότι ο Προυστ ήταν ενταφιασμένος ζωντανός στην ειδικά φτιαγμένη με φελλό κάμαρά του, υπηρετώντας το έργο του άρρωστος ων.
Το αποτέλεσμα, όλη η μαγεία του έργου του Προυστ, η μεταμορφωτική του ικανότητα, η διαπίστωση του ίδιου του συγγραφέα, ότι όλα τα μεγάλα σε καταδέχονται μόνον, γι’ αυτό και ο συγγραφέας οφείλει να είναι μοναχικός. Ακόμα και οι φίλοι, οι μαθητές και οι οπαδοί του τον αποδυναμώνουν, κι αυτόν και το έργο του. Κι ίσως γι’ αυτό και οι συναντήσεις μας με κάποια βιβλία μάς μεταβάλλουν για πάντα απ’ εκείνο που είμαστε κι απ’ ό,τι γινόμαστε μετά το βιβλίο αυτό.
Κάπως έτσι ο Πρίμο Λέβι στο κολαστήριο του Άουσβιτς απήγγειλε Δάντη, «η Μίλενα και η Μαργκαρέτε κρύβονται για να συζητήσουν για τον Κάφκα, ένας νεαρός κομμουνιστής ανακαλύπτει μαγεμένος την Αισθηματική αγωγή και ο Χέρλινγκ-Γκρουτζίνσκι, στα στρατόπεδα της Βολόγκντας, τις Αναμνήσεις από το σπίτι των πεθαμένων. Η Σαρλότ Ντελμπό είναι διατεθειμένη να ανταλλάξει τη μερίδα ψωμιού μιας μέρας για έναν Μολιέρο και ο Λέβι ακόμα και τη σούπα του για λίγους στίχους! Η Γκίνσπουργκ συνήθιζε ν’ απαγγέλλει για ώρες από στήθους ποίηση και πεζογραφία, και μια φορά, στο τρένο προς το Βλαδιβοστόκ, απήγγειλε ολόκληρο τον Ευγένιο Ονιέγκιν, μπροστά στους δύσπιστους δεσμώτες της, κερδίζοντας το στοίχημα», επισημαίνει γράφοντας γι’ αυτό το βιβλίο ο Αριστοτέλης Σαίνης.
Διότι «Στην ιστορία μιας ζωής, δεν έχουμε παρά ένα πρόβλημα να λύσουμε: το πρόβλημα που δίνει νόημα στην ύπαρξή μας και επιβάλλει ένα στιλ στις σχέσεις μας», όπως επισημαίνει ο Μπόρις Σιρούλνικ, στον «Ευαίσθητο εαυτό». «Τα βιβλία είναι ό,τι καλύτερο έχουμε στη ζωή, είναι η αθανασία μας» και «Μερικοί αγαπούν τα βιβλία σαν να ήταν άνθρωποι: τα συναντούν, τους γοητεύουν και τους απογοητεύουν, τα αποχωρίζονται, τα χαϊδεύουν, τα πετούν, τα ξεχνούν, τα ξαναβρίσκουν, τα αποκτούν και τα χάνουν. Αν η ζωή τους εμποδίσει να τα συλλέξουν και να τα κλείσουν στη φυλακή μιας βιβλιοθήκης, θα βρουν άλλους τρόπους να τα πλησιάσουν και μερικές φορές να τα πάρουν μαζί τους. Ακόμη και στα όνειρά τους», ο Βαρλαάμ Σαλάμοφ.
Ο συγγραφέας:
«Λατρεύω τη ζωγραφική από τότε που το συνειδητοποίησα στα δέκα μου χρόνια. [...] Ωστόσο, όλα όσα έκανα πριν κλείσω τα 70 δεν είχαν καμία αξία.»
Ζωγράφος, καλλιτέχνης, συγγραφέας, κριτικός, συνιδρυτής του «Kultura», του σημαντικού πολωνικού μεταναστευτικού περιοδικού. Ο Jozef Czapski γεννήθηκε στις 3 Απριλίου 1896 στην Πράγα, πέθανε στις 12 Ιανουαρίου 1993 στο Maisons-Laffitte της Γαλλίας.
Ο χαρακτήρας και η βιογραφία του διαμορφώθηκαν σε μεγάλο βαθμό από το οικογενειακό περιβάλλον στο οποίο ωρίμασε, από τις αναγνώσεις του (τα έργα των Stanisław Brzozowski, Janusz Korczak, Stefan Żeromski και Lev Tolstoy με τα ειρηνιστικά ιδανικά του) και τη συμμετοχή του σε μια θρησκευτική οργάνωση που δημιουργήθηκε από τους αδελφούς Antoni και Edward, Marylski, στην Αγία Πετρούπολη σε μια εποχή που εκείνη η πόλη είχε κατακλυστεί από την επανάσταση. Ο Τσάπσκι παραιτήθηκε από την 1η Συνοριακή Μεραρχία Ιππικού, για την οποία είχε προσφερθεί εθελοντικά το 1917, για να ενταχθεί σε αυτήν την ομάδα.
Οι μετέπειτα περιπέτειές του συνδύασαν τη μοίρα ενός καλλιτέχνη με αυτές ενός μάρτυρα της ιστορίας. Το 1918, ο Τσάπσκι μπήκε στην τάξη του Στάνισλαβ Λεντς στη Σχολή Καλών Τεχνών της Βαρσοβίας. Λίγο αργότερα, ωστόσο, αναγκάστηκε να διακόψει τις σπουδές του για να ταξιδέψει στη Ρωσία κατόπιν αιτήματος των στρατιωτικών αρχών για να αναζητήσει αξιωματικούς της μεραρχίας του που είχαν εξαφανιστεί στη μάχη. Ήταν κατά τη διάρκεια αυτού του ταξιδιού που ο Czapski ανέπτυξε μια στενή φιλία με τον Dmitry Merezhkovsky. Η έντονη, βαθιά σχέση του με αυτόν τον Ρώσο στοχαστή έκανε τον επίδοξο ζωγράφο να ξεχάσει τα ειρηνικά ιδανικά του και να συμμετάσχει στον πολωνοσοβιετικό πόλεμο. Για την υπηρεσία του απονεμήθηκε το Πολεμικό Τάγμα του Virtuti Militari.
Με το τέλος του πολέμου, επέστρεψε στις καλλιτεχνικές του σπουδές, αυτή τη φορά στην Ακαδημία Καλών Τεχνών της Κρακοβίας. Μεταξύ των δασκάλων του ήταν ο Wojciech Weiss και ο Józef Pankiewicz . Υπό την αιγίδα του τελευταίου, το 1924, ο Czapski και μια ομάδα μαθητών του Pankiewicz (μεταξύ αυτών, οι Jan Cybis , Artur Nacht-Samborski, Piotr Potworowski) εγκαταστάθηκαν στο Παρίσι, αποκτώντας έτσι το όνομα Komitet Paryski (Επιτροπή Παρισιού· αργότερα συντομεύτηκε σε «Καπίστες»). Μετά από λίγα χρόνια, το 1931, ο Τσάπσκι επέστρεψε στην Πολωνία και εγκαταστάθηκε στη Βαρσοβία, συμμετείχοντας ενεργά στην καλλιτεχνική ζωή της πόλης,
Ο Τσάπσκι επιστρατεύτηκε στην αρχή του Β' Παγκοσμίου Πολέμου και λίγο αργότερα προσγειώθηκε σε ένα σοβιετικό στρατόπεδο αιχμαλώτων πολέμου. Αφού απελευθερώθηκε και εντάχθηκε στον στρατό του στρατηγού Wladysław Anders, έλαβε για άλλη μια φορά μια στρατιωτική αποστολή: να ερευνήσει τη μοίρα των Πολωνών αξιωματικών που είχαν τεθεί υπό κράτηση από τη NKWD (μυστική αστυνομία της Σοβιετικής Ένωσης) και – όπως αποδείχθηκε αργότερα – εκτελέστηκαν ενώ κρατούμενοι. Αφηγήθηκε τη συγκλονιστική ιστορία της αναζήτησής του αρχικά στο Memories of Starobielsk: Essays Between Art and History (1945· το βιβλίο μεταφράστηκε στα αγγλικά από την Alissa Valles και κυκλοφόρησε στη σειρά New York Review Books Classics τον Νοέμβριο του 2021) και στη συνέχεια σε ένα βιβλίο με τίτλο The Inhuman Land(1949· η αγγλική μετάφραση δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά το 1951· το 2018 η New York Review Books δημοσίευσε τη νέα μετάφραση της Antonia Lloyd-Jones, με εισαγωγή του Timothy Snyder).
Ο Τσάπσκι ταξίδεψε με τον στρατό του Άντερς, φτάνοντας τελικά στη Βαγδάτη, όπου άρχισε να δημοσιεύει στήλες σε νεοσυσταθείσες πολωνικές εφημερίδες ( Ορζέλ Μπιάλι και Κουριέ Πόλσκι ). Το 1945 βρισκόταν στη Ρώμη, από όπου μετακόμισε στη Γαλλία το 1946, όπου τον υποδέχτηκαν στην πολωνική μεταναστευτική εκδοτική κοινότητα που εδρεύει στο Instytut Literacki (Λογοτεχνικό Ινστιτούτο). Ο Czapski δημιούργησε το ινστιτούτο με τους Jerzy Giedroyc και Gustaw Herling-Grudziński (συνεχίζοντας να ζουν στα κεντρικά γραφεία του ινστιτούτου στο Maisons-Laffitte σε ένα προάστιο του Παρισιού).
Κατά τη διάρκεια των δεκαετιών που ακολούθησαν, ο Czapski συνέβαλε στην Kulturaμηνιαία ως πολιτικός σχολιαστής. Κυρίως, όμως, δημοσίευσε δοκίμια για την τέχνη και αποσπάσματα από το περίφημο ημερολόγιό του, που κρατούσε από τον πόλεμο. Με τον καιρό, αυτά τα τεράστια «τετράδια», που εκδόθηκαν μόνο αποσπασματικά και υπήρχαν κυρίως με τη μορφή χειρογράφων, του έφεραν όχι λιγότερη φήμη από την πλούσια βιογραφία του και την τέχνη του, η οποία έχει επίσης αφοσιωμένους θαυμαστές και συλλέκτες (οι σημαντικότεροι μεταξύ των είναι ο Ελβετός συλλέκτης Richard Aeschlimann).
Οι Πολωνοί ήταν από τα πρώτα θύματα του δολοφονικού συστήματος των γκουλάγκ. Ήταν επίσης από τους πρώτους που ανέφεραν σχετικά. Ωστόσο, οι μαρτυρίες τους δύσκολα έκαναν τους κύκλους που τους άξιζαν. Στη Γαλλία, ο Τσάπσκι έγινε ενεργό μέλος της κοινότητας των Πολωνών μεταναστών που εγκαταστάθηκαν εκεί μετά τον πόλεμο, συνεισφέροντας σε άλλες εκδόσεις, μεταξύ των οποίων το Wiadomości με έδρα το Λονδίνο και το γαλλικό Preuves . Οι δραστηριότητές του ως αρθρογράφος ενίσχυσαν τη θέση του ως ηθικής εξουσίας, μια θέση που κατείχε τόσο μεταξύ των μεταναστών όσο και των αναγνωστών στην Πολωνία.
Μετά το 1945 ο Τσάπσκι δραστηριοποιήθηκε εξίσου σε δύο τομείς – ως συγγραφέας και ως ζωγράφος. Αφιέρωσε τα περισσότερα από τα δοκίμιά του στην τέχνη, αλλά δεν περιορίστηκε σε αυτό το θέμα, παρέχοντας οξυδερκείς σχολιασμούς σε λογοτεχνικά έργα, συμπεριλαμβανομένων των αριστουργημάτων του Marcel Proust και εκείνων του Stanislaw Brzozowski. Το βιβλίο του Τσάπσκι για τον Προυστ, Χαμένος χρόνος. Οι Διαλέξεις για τον Προυστ σε ένα Σοβιετικό Στρατόπεδο Φυλακών μεταφράστηκαν από τα γαλλικά από τον Eric Karpeles και εκδόθηκε από την New York Review Books το 2018.