Υφαίνοντας την αινιγματική ιστορία της μέσα σε μια αχλύ αριθμών και πάγου, η συγγραφέας θα μας (ξανα)συστήσει έναν άντρα ήδη νεκρό. Διότι η Ρυόκο στο νεκροτομείο μόλις θα πληροφορηθεί: ότι έχει αδελφό, μητέρα που ζει, υπήρξε μαθηματική διάνοια, καλλιτέχνης στο πατινάζ! Έχοντας μάλιστα και ζωή παράλληλη με εκείνη του αρωματοποιού.
Αγαπάμε με ό,τι δεν έχουμε τον άλλον για ό,τι δεν είναι, μάς αποδεικνύει μυθιστορηματικά η Γυόκο Ογκάουα ακόμα μια φορά σε έναν έρωτα που αρχίζει αντίστροφα από το τέλος.
Αινιγματική, αισθησιακή, υπαινικτική, με μιαν ατμόσφαιρα που ταιριάζει απόλυτα στην τόσο φίνα και διαφορετική ιαπωνική κουλτούρα, η Γυόκο Ογκάουα σε ένα μυθιστόρημα που διαβάσαμε από τις εκδόσεις Άγρα το 2007 και μόλις επανακυκλοφορεί.
Όλα αρχίζουν, μετά τον θάνατο της συντρόφου της με την διαπίστωση της Ρυόκο ότι αγαπούσε έναν άγνωστο.
Ο νεκρός, νεαρός άντρας, Χιρογιούκι κατ? όνομα και αρωματοποιός κατ? επάγγελμα, αυτοκτονεί στο εργαστήριό του, όπου παρασκεύαζε εξαίσια αρώματα χρησιμοποιώντας μνήμη, φαντασία και γνώση. Επιστρέφοντας στον τόπο του δράματος, η Ρυόκο, προσπαθεί να καταλάβει τα αίτια της πράξης του. Ωστόσο, μόνο που βρίσκει είναι σπαράγματα σε δισκέτα. Κι ανασυνθέτοντάς τον βαδίζοντας αντίστροφα στο άγνωστο παρελθόν του, έναν άγνωστο άντρα με τον οποίο ζούσε μαζί, ωστόσο αγνοούσε.
Όταν έλαβε το τηλεφώνημα της νοσοκόμας που της ανάγγειλε από το νοσοκομείο το θάνατο του Χιρογιούκι, η Ρυόκο σιδέρωνε στο καθιστικό. Το προηγούμενο βράδυ είχαν γιορτάσει την επέτειο γνωριμίας τους κι ο Χιρογιούκι της είχε χαρίσει την «Πηγή της μνήμης», ένα άρωμα «αυστηρά προσωπικό». Καιρό το προετοίμαζε κι ήταν λες και της περούσε μια σκάλα για να τον ζητήσει στο επέκεινα, τώρα που εκείνος είναι νεκρός.
Η Υόκο Ογκάουα, γνωστή μας από τον αλλόκοτο «Παράμεσο» και το ερωτικό «Ξενοδοχείο Ίρις» για ακόμα μια φορά ενώνει ζώντες και νεκρούς. Αναζητώντας την «πηγή της μνήμης», άλλοτε για να θυμηθούν (Άρωμα πάγου), κι άλλοτε απλώς για να μπορέσουν να ξεχάσουν (Παράμεσος), οι ήρωές της διαφορετικά ζουν, κερδίζουν ή χάνουν, ερωτεύονται, πεθαίνουν, θυμούνται, ξεχνούν.
Υφαίνοντας την αινιγματική ιστορία της μέσα σε μια αχλύ αριθμών και πάγου, η συγγραφέας θα μας (ξανα)συστήσει έναν άντρα ήδη νεκρό. Διότι η Ρυόκο στο νεκροτομείο μόλις θα πληροφορηθεί: ότι έχει αδελφό, μητέρα που ζει, υπήρξε μαθηματική διάνοια, καλλιτέχνης στο πατινάζ! Έχοντας μάλιστα και ζωή παράλληλη με εκείνη του αρωματοποιού.
Ως αρωματοποιό τον γνώρισε, στο εργαστήρι όπου και το αφεντικό του αγνοούσε τα πάντα. Το μόνο που ήξεραν για κείνον, ήταν η υποδειγματική τεχνική ταξινόμησης: στα αρώματα, στα μικροπράγματα της ζωής. Και η έξοχη μύτη του: σε γοητεία και σ? όσφρηση. «Όμως, όσο κι αν επέμενα να φαντάζομαι, δεν μπορούσα να είμαι σίγουρη για τίποτα. Ήταν δύσκολο έργο να συνδέσει κανείς το αγόρι με το ταλέντο στο πατινάζ, τον έφηβο που έλυνε με άνεση μαθηματικά προβλήματα και τον Χιρογιούκι που δούλευε κλεισμένος στο εργαστήρι της αρωματοποιίας». Καθώς επίσης: «Ο Χιρογιούκι, πολύ πριν με γνωρίσει, ίσως ήταν ήδη νεκρός». Η Ρυόκο, μετά τον θάνατό του, θα βασανιστεί πολύ. Ξεκινώντας ένα αντίστροφο θανατερό παιχνίδι- διαδρομή γνωριμίας και γοητείας, θα βαδίσει όπου βάδισε, θα βρεθεί όπου κάποτε βρέθηκε «ο Ρούκυ» ήδη νεκρός.
«Ήταν το πρώτο μου παιδί, αμέσως όμως κατάλαβα ότι ο Ρούκυ ήταν κάτι το ξεχωριστό. Ένα παιδί που την ώρα του πρώτου του μπάνιου ο Θεός το έλουσε με ένα ιδιαίτερο φως. Μια μέρα μου είπε το εξής: Αν πεθάνω, θέλω να γυρίσω στην κοιλιά της μαμάς». «Γιατί άραγε πέθανε αυτό το παιδί…» Θα αναρωτηθεί η σαλεμένη μητέρα του, μετατρέποντας σε μαυσωλείο το δωμάτιο με τα βραβεία του νεκρού. Κι ο αδελφός του Άκιρα: «Ίσως βέβαια να ήταν θέμα μαθηματικής δεινότητας. Δεν επρόκειται όμως μόνο γι? αυτό- ο Ρούκυ κουβαλούσε επάνω του την ιδιαίτερη εκείνη λάμψη των επιλέκτων. Σαν μια γραμμή φωτός από τον ουρανό να τον είχε βάλει στόχο της, αυτόν και μόνο, και να είχε χυθεί επάνω του. Ήταν σαν να δημιουργούσε στους ανθρώπους την επιθυμία να τον πλησιάζουν για να λουστούν σ? αυτή του τη θέρμη…» Θα της πει για να αναρωτηθεί: «Το μόνο πράγμα που δεν καταλάβαινα ήταν η στάση του όταν εξηγούσε τη λύση κάποιου δύσκολου προβλήματος, μια στάση σαν να ζητούσε συγγνώμη. Δεν επρόκειτο για ταπεινοφροσύνη ή διαφορετικότητα, αλλά θα μπορούσε να πει κανείς ότι φανέρωνε ένα αίσθημα ενοχής». Γι? αυτό κι επιζητούσε ένα «λάθος», πιο σύνθετο, πιο βαθύ, τόσο αλλόκοτο τελικά και διαφορετικό: «Το “λάθος” για το οποίο μιλούσε ο Ρούκυ είχε ένα πιο θρησκευτικό νόημα. Ότι δηλαδή ετοίμαζε ο ίδιος εσκεμμένα ένα λάθος για την κάθε μέρα με την ελπίδα ότι αυτή θα κυλούσε κανονικά και ότι έτσι δεν θα ξυπνούσε τα καπρίτσια των θεών». «Είπε ότι μέσα σε μια μέρα τα λάθη δεν μπορούν να συμβούν για δεύτερη φορά».
Κι έτσι, πατώντας από λάθος σε λάθος, εντέλει χάθηκε από την παλιά του ζωή. Για να χαθεί κι απ? τη νέα, ήδη χαμένος, υπήρξαν ενδείξεις, τώρα θυμάται, αρκετές: «Είχε την έκφραση κάποιου που βρίσκεται στο απόλυτο σκοτάδι, κάποιου που έχει σκοντάψει στη λύση ενός μαθηματικού προβλήματος και δεν έχει πια την παραμικρή ιδέα πού να ψάξει για καινούργιες ενδείξεις».
Αναζητώντας το πρόσωπο του μεγάλου αγαπημένου η Ρυόκο θα βρεθεί στην Πράγα, στην «πηγή της μνήμης», θα ψηλαφίσει το παλιό μυστικό: «Ο Χιρογιούκι είχε θυσιαστεί για τη μητέρα του. Όπως το είχε κάνει παιδί παίρνοντας τη θέση του Άκιρα όταν εκείνος είχε σπάσει το στηθοσκόπιο. Είχε μαντέψει το παράπτωμα της μητέρας και είχε προσπαθήσει να πείσει τον εαυτό του ότι το είχε διαπράξει ο ίδιος».
Το φινάλε, ανατρεπτικό και απρόσμενο, διότι «το αίνιγμα του άλλου», ακόμα και ενός νεκρού άλλου, δεν έχει τελειωμό. Όπως δεν τερματίζεται κι η μνήμη, ο χρόνος. Τουλάχιστον όσον αφορά τους ήρωες της Γυόκο Ογκάουα, έρωτας, μνήμη, χρόνος, δεν σταματούν πουθενά. Η γέφυρα ενίοτε τους οδηγεί και τους βγάζει και πέρα απ? τον θάνατο. Στο σκοτεινό κι υγρό «παντού». Στο «πουθενά». Που, όμως, υπάρχει. Για τους Ιάπωνες δημιουργούς αυτό είναι ορατό, ψηλαφητό σχεδόν.
Ψυχολογικό, ατμοσφαιρικό, υπαρξιακό θρίλερ, με την μαγεία του παράδοξου να σε κρατά καθηλωμένο διαρκώς. Σαφώς πιο αλλόκοτη και παράδοξη από τον Μουρακάμι, διαθέτει την ίδια μαγνητική ατμόσφαιρα, ακόμα μεγαλύτερη δεινότητα ποιητική. Στο χρονικό πλαίσιο, διαφέρουν. Οι ήρωές της είναι παντού και πουθενά, επιδεικτικά το αγνοεί! Εκείνο που δεν αγνοεί είναι η μαγική καθημερινότητα, ο μυστικισμός της την οδηγεί σαν την «Αλίκη στη Χώρα των θαυμάτων», σε φωτεινούς- θεοσκότεινους αντικατοπτρισμούς. Ακολουθώντας, βεβαίως όχι το… κουνέλι, αλλά την ουρίτσα μιας ανάμνησης, ένα κομματάκι χαμένου εαυτού, μια μυρωδιά… Επειδή η ζωή, μάς αποκαλύπτεται στα σημεία. Στη λεπτομέρειά της συγκεντρώνει όλη της τη σοφία η ζωή!
Η Γυόκο Ογκάουα διαθέτει τη δική της διεισδυτική, ιδιαίτερη ματιά στη ζωή κι έναν τρόπο να ξεφλουδίζει το σύμπαν ακόμα και μέσα από τον θάνατο των ανθρώπων και των πραγμάτων (Η αστυνομία της μνήμης), βαδίζοντας με γοητευτική, αφηγηματική άνεση, απτή σχεδόν, και στους κάτω ουρανούς. Μήπως αυτό δεν είναι ο μεγάλος συγγραφέας; Ο ικανός να ξαναπλάσει και να αφηγηθεί το Σύμπαν και την ανθρώπινη συνθήκη, αλλιώς.
Με το θάνατο του συντρόφου της, η Ρυόκο συνειδητοποιεί ότι δεν ήξερε τίποτε γι' αυτόν. Ο νεαρός άντρας, ονόματι Χιρογιούκι, αρωματοποιός το επάγγελμα, αυτοκτόνησε στο εργαστήριό του, όπου παρασκεύαζε εξαίσια αρώματα χρησιμοποιώντας τόσο την απαράμιλλη μνήμη του όσο και τις επιστημονικές του γνώσεις. Επιστρέφοντας στον τόπο του δράματος, η Ρυόκο ελπίζει ότι θα καταλάβει τα αίτια της απεγνωσμένης αυτής πράξης, ωστόσο το μόνο που βρίσκει είναι μερικές αινιγματικές φράσεις γραμμένες σε μια δισκέτα.
Ανίκανη να πενθήσει τον αινιγματικό αυτόν άντρα, η Ρυόκο ανασυνθέτει με αργούς ρυθμούς το παρελθόν του. Θα ανακαλύψει ότι ο Χιρογιούκι στην εφηβεία του, δεκαπέντε χρόνια νωρίτερα, είχε βρεθεί στην Πράγα ως μαθηματική ιδιοφυΐα και εκεί, στην πόλη αυτή, η μνήμη και τα αρώματα θα αποκτήσουν τον συνδετικό ιστό τους.
Στο μυθιστόρημα αυτό η Γυόκο Ογκάουα δομεί ένα γοητευτικό έργο όπου τα πρόσωπα ενσαρκώνουν σιωπηλά τον άφατο πόνο της ζωής. Ανάμεσα στο πραγματικό και το φαντασιακό, στο συμβολικό και το ασύνειδο, η συγγραφέας αγγίζει εδώ την καρδιά των ανθρώπινων υπάρξεων, την πηγή της μνήμης τους.