Ακολουθώντας τον μίτο της πεθαμένης μητέρας, ο αφηγητής και ήρωας του βιβλίου προσπαθεί να λύσει τον γρίφο και το αίνιγμά της και, ακολουθώντας τη γραμμή του αίματος, συνεχίζει τα μισοτελειωμένα νουάρ της και το νουάρ της δικής της ζωής. Το νουάρ της χώρας του κατά τον τελευταίο αιώνα.
Christophe Boltanski «Στα ίχνη της», Μετάφραση: Μιχάλης Μητσός, εκδ. Πόλις
«Όλα τη συνέδεαν με το νουάρ μυθιστόρημα, με ένα νουάρ σύμπαν, με μια λογοτεχνία που αποσκοπεί λιγότερο στο να λύσει ένα αίνιγμα από το να δείξει τη μαυρίλα της κοινωνίας».
Δεν ξεμπερδεύουμε έτσι εύκολα από τα γονικά μας. Ειδικά ο ομφάλιος λώρος, σπάνια κόβεται εντελώς. Όταν πεθαίνει η μητέρα του, η οποία ζούσε τα τελευταία χρόνια απομονωμένη στο παρισινό της διαμέρισμα, μέσα σε ένα σωρό από εφημερίδες, λίστες, μισοτελειωμένα χειρόγραφα, έπιπλα, αποτσίγαρα, σκουπίδια, με μοναδική συντροφιά τον σκύλο της τον Τσιπς, ο γιος της και αφηγητής έρχεται αντιμέτωπος με την απώλειά της αλλά και με τον γρίφο της. Το αίνιγμα της νεκρής άγνωστης, κατ’ ουσίαν, μητέρας του, μέσα από τα σπαράγματα που άφησε, χάσκει ορθάνοιχτο πια κι εκείνος τολμά ό,τι δεν τόλμησε στη ζωή του. Να τη γνωρίσει επιτέλους. Συνεχίζοντας όλα τα μισοτελειωμένα της, προσπαθώντας να ρίξει φως σε όλα τα σκοτεινά.
Στο καινούργιο του βιβλίο ο Christophe Boltanski ο οποίος αρέσκεται στις «κρύπτες» και στις απόκρυφες ζωές και διαδρομές των οικείων ξένων, επιχειρεί να γνωρίσει επιτέλους την ακατάκτητη νεκρή του μητέρα, βαδίζοντας όπου βάδισε, ζωντανεύοντας κομβικές εποχές και συμμετοχές, όπως τον Μάη του ‘68 και τον πόλεμο της Αλγερίας, ολοκληρώνοντας τα μισοτελειωμένα νουάρ της αλλά και το νουάρ της ζωής της. Άλλωστε εκείνη του το υπαγορεύει: «Με τις λέξεις της, με τα πράγματα που κατέγραφε καθημερινά, να προσπαθούσε άραγε να γεμίσει κάτι κενό ή μήπως να αδειάσει κάτι υπερχειλισμένο;»
Το υλικό του ήταν εκεί, μπροστά, στο διαμέρισμά της που άδειαζε: «Δεν χρειαζόταν ντετέκτιβ. Όλα ήταν εκεί, στα ημερολόγιά της, με τη μορφή απογραφής αντικειμένων, διασκορπισμένων σαν τα κομμάτια ενός παζλ, τα wh, τα cigios, τα χάπια. Η εσωτερική της μουσική, η μοναστηριακή της ζωή. Η επιθυμία της να έχει μια απόλυτη τάξη».
Και ξεκινά από το τέλος, αναπλάθοντας την εικόνα της μεγάλης απούσας που πια «η απουσία της κατακλύζει το σύμπαν του», ανιχνεύοντας μέσα από μισούς ήρωες και κατακερματισμένους μυθιστορηματικούς δρόμους για να συναντήσει αυτό που υπήρξε, η ηρωίδα και δημιουργός της ζωής του, τώρα αντίστροφα, με εκείνον μοναδικό συνένοχο δημιουργό:
«Η μητέρα μου είχε κατασκηνώσει στη μέση του καθιστικού. Σε ένα μικρό στρώμα, κατάχαμα. Με μια στοίβα βιβλία, ένα τρανζίστορ, ένα λινό αμπαζούρ με ηλεκτρική λάμπα […] Το υπνοδωμάτιό της, που έβλεπε στην αυλή, το είχε παραδώσει για κάποιον μυστηριώδη λόγο στον σκύλο ή μάλλον στα κόπρανά του».
Για το αντιφατικό και σαγηνευτικό της πορτρέτο θα σκιαγραφήσει με λεπτότητα πυροτεχνουργού και επιμονή εντομολόγου όλες τις φωτοσκιάσεις της, τη διακριτική και απόμακρη φιγούρα της, τη νεανική της τόλμη, τη δίψα και το πάθος της για ό,τι μεγάλο στη ζωή, τις απραγματοποίητες επιθυμίες της, τις μισοτελειωμένες προσπάθειες, τη ζωή που έζησε ερήμην του, αναδεικνύοντας τη γοητεία και την ένταση του μισοτελειωμένου κι αποδεικνύοντας ενδεχομένως πως όλα μισοτελειωμένη κίνηση είναι, τελικά, στη ζωή: «Δεν είχε καμιά αντίρρηση να παρακολουθήσει έναν αστυνομικό, πόσω μάλλον έναν τύπο που έχει βάψει τα χέρια του με αίμα. Φαντάζεται εύκολα τον εαυτό της ως προστάτη των αδυνάτων, ως εκδικητή που φροντίζει για την εξιλέωση λαθών. Κι ύστερα, θέλει να κάνει κάτι στη ζωή της, κάτι μεγάλο».
Θα την παρακολουθήσει φοιτήτρια στη Σορβόννη, νεαρή που διψούσε για δικαιοσύνη στο δίκτυο του FLN στον Πόλεμο της Αλγερίας να κρύβει και να φιλοξενεί επαναστάτες, να χάνεται ύστερα, προσπαθεί να την ανακαλύψει στα βιβλία των άλλων διαβάζοντας κάτω από τις γραμμές: «Πίστευα τότε ότι ο μυστηριώδης καλεσμένος της μητέρας μου ήταν ο αρχηγός του FLN στη Γαλλία».
«Γιατί σ’ αυτόν τον κόσμο μια υπόθεση δεν την κλείνεις σχεδόν ποτέ».
Αποδεχόμενος εντούτοις το σκοτεινό άλυτο (όσον αφορά και μητέρα και χώρα) εφόσον: «Η Γαλλία, όταν στρέφεται προς το παρελθόν της, εφαρμόζει έναν απλό κανόνα που τη διακρίνει από τις περισσότερες άλλες δυτικές δημοκρατίες: τη συσκότιση». «Όταν πρόκειται για τον πόλεμο της Αλγερίας, όλος ο κόσμος κρύβεται κάτω από το τραπέζι».
Ζωντανεύοντας το κορίτσι και την άγνωστη νέα γυναίκα που υπήρξε, θα ξαναζήσει την κοινή τους ζωή αλλά και τη μοναχική και ασκητική εκείνης όταν απομονώθηκε, κουβαλώντας, όμως, και όλους τους νεανικούς φόβους μαζί:
«Όπου κι αν πήγαινε ο διώκτης της θα ήταν πάντα εκεί. Υπήρξε μια εποχή που πίστεψε ότι θα μπορούσε να τον αντιμετωπίσει με το γράψιμο… Ήθελε να κλειδώσει αυτόν τον εχθρό σε λέξεις. Σε ένα βιβλίο που εκείνη θα ήταν ταυτόχρονα το θύμα και η συγγραφέας».
Επιδιώκοντας να την γνωρίσει καλύτερα θα αναζητήσει νεανικούς φίλους, παλιούς συντρόφους, θα επισκεφτεί τον δικό της ψυχαναλυτή. Και αφού αποδώσει ως νουάρ τη ζωή της, θα το αφήσει μετέωρο μια και που όλα έτσι δεν μένουν στη ζωή;
«Χαμένη σε έναν αόρατο κόσμο, είχε μαζί μας το βλέμμα της στραμμένο αλλού, μας αντέτασσε κλειστά βλέφαρα. Κι εγώ την παρατηρούσα, περίμενα ένα σημάδι από κείνη, μια επιδοκιμασία που δεν ερχόταν. Προσπαθούσα να κερδίσω την εμπιστοσύνη της και να ξεδιαλύνω το μυστήριό της. Δεν έπαψα ποτέ να την παρακολουθώ».
Εξάλλου, «πού να μαζεύεις τα χίλια κομματάκια του άλλου», όπως έγραψε ο ποιητής.
Ένα γοητευτικό, εν τέλει, μυθιστόρημα που είναι η προσωπογραφία μιας αινιγματικής γυναίκας, μια ενδιαφέρουσα νουάρ ιστορία, η σαγήνη των μισοτελεωμένων κειμένων και αυτής καθ’ εαυτής της ζωής, η ιστορία μιας χώρας, οι περιπέτειες μιας εποχής. Μια σπαρακτική ιστορία μιας γυναίκας που κάποτε υπήρξε και πια δεν υπάρχει, μια παράδοξη επικοινωνία που συνεχίζεται και μετά θάνατον, το καλύτερο μνημόσυνο γιου για τη μάνα του, ο μόνος τρόπος να γίνει αθάνατος κανείς.
Αν και «Στην πραγματικότητα, κάθε αναγνώστης είναι, καθώς διαβάζει, αναγνώστης του ίδιου του τού εαυτού» όπως έχει γράψει ο Προυστ. Ένα βιβλίο με πολλές διαφορετικές αναγνώσεις που ευτύχησε μεταφραστικά κι εκδοτικά, η μητέρα είναι άγνωστη χώρα για όλους, ο ομφάλιος λώρος δεν μοιάζει να κόβεται ποτέ.
Ο Κριστόφ Μπολτανσκί γεννήθηκε το 1962 στο Boulogne- Billancourt. Γιός του κοινωνιολόγου Λυκ Μπολτανσκί και ανιψιός του εικαστικού Κριστιάν Μπλτανσκί, σπούδασε δημοσιογραφία στο Centre de formation des journalistes του Παρισιού. Εργάστηκε ως δημοσιογράφος στην εφημερίδα Liberation και στο περιοδικό Le Nouvel Observateur, και ως αρχισυντάκτης του περιοδικού Revue XXI. Έχει δημοσιεύσει δοκίμια και λογοτεχνικά έργα. Έχει τιμηθεί με το βραβείο Bayeux- Calvados των πολεμικών ανταποκριτών (2010), και με το βραβείο Femina για το βιβλίο του «Η κρυψώνα» (2015), που κυκλοφορεί και στα ελληνικά από τις εκδόσεις Utopia. Το «Στα ίχνη της» ήταν υποψήφιο για το λογοτεχνικό βραβείο της εφημερίδας Le Monde.