Υπάρχει άνθρωπος στους δύσκολους καιρούς μας που δεν χρειάζεται την Ποίηση; Έτσι σκεφτήκαμε και πράξαμε ακολούθως. Ελάχιστες επιλογές από μας και από την τελευταία χρονιά σε σχέση με έναν ποιητικό ωκεανό που μας περιμένει εκεί έξω!
T. S. Eliot «Έρημη Χώρα, Προυφρόκ, Κούφιοι Άνθρωποι», Μετάφραση- Σχόλια- Επίμετρο: Γιάννης Αντιόχου, εκδ. Κείμενα
«Εκείνοι που διέσχισαν,
με το βλέμμα ευθύ, του θανάτου την άλλη Βασιλεία
μας θυμούνται- όπως ήμασταν- όχι σαν χαμένες
λυσσαλέες ψυχές, αλλά μοναχά
σαν τους κούφιους ανθρώπους
τους παραφουσκωμένους ανθρώπους.»
«Έχουν περάσει περισσότερα από τέσσερα χρόνια από τότε που ασχολήθηκα συστηματικά με τη μελέτη του Τ. Σ. Έλιοτ και συγκεκριμένα με τα ποιήματα: Έρημη Χώρα, Προύφροκ και Κούφιοι Άνθρωποι, που ανθολογήθηκαν στην έκδοση του 2017 από τις εκδόσεις Γαβριηλίδης, καλύπτοντας το χρονικό όριο της ποιητικής παραγωγής του Τ. Σ. Έλιοτ από το 1915 (έτος έκδοσης του ποιήματος Το Ερωτικό Τραγούδι του Τζ. Άλφρεντ Προύφροκ) ως και το 1925 (Οι Κούφιοι Άνθρωποι).
Κάθε επιστροφή είναι δύσκολη και σήμερα δεν μπορώ πια να επικαλεστώ άγνοια κινδύνου σ' ένα έργο που γνώρισε τρεις εκδόσεις. Οφείλω όμως έναν νέο πρόλογο ή κάτι που να συγκεκριμενοποιεί την προσωπική μου ανάγνωση. Εφεξής, επειδή θεωρώ τον ποιητή οικείο μου, ας μου επιτραπεί να τον αποκαλώ με τον τρόπο του 2017, δηλαδή: κύριο Έλιοτ. [...] Γράφει στον πρόλογο έκδοσης ο μεταφραστής ποιητής Γιάννης Αντιόχου κι εμείς με δέος ξαναδιαβάζουμε:
«Έτσι τελειώνει ο κόσμος
Έτσι τελειώνει ο κόσμος
Έτσι τελειώνει ο κόσμος
Όχι με έναν κρότο αλλά μ’ ένα αναφιλητό».
Μανόλης Πρατικάκης «Τα Δερβενάκια των Rolling Stones», εκδ. Αρμός, σελ. 48
Μετά από 23 ποιητικές συλλογές, τρία πεζά κι ένα σενάριο, πολυδιαβασμένος, το 1999 υποψήφιος για το Ευρωπαϊκό Αριστείο Λογοτεχνίας, το 2003 τιμημένος με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης και βραβευμένος επίσης από την Ακαδημία Αθηνών, φέρνει το 1921 στον καιρό μας.
«Εκατέβαιναν ωσάν κυλιόμενες πέτρες τραγουδώντας αυτοί
οι παλαιοί Rolling Stones, με καριοφίλια, ντραμς, σαξόφωνα και
άλλα οξύαιχμα της έρημης πατρίδας. Εκεί στα Στενά που
κινήθηκαν “στη θέση θάνατος” να γίνει αθάνατος
με μια χούφτα πικρά Ελληνόπουλα».
Ντίνος Σιώτης «Αθέατρος εχθρός», εκδ. Κοινωνία των (δε)κάτων, σελ. 52
«Εχθρός ο ιός, ο εγκλεισμός, ο εκφοβισμός, εχθρά η μοναξιά, η
απανθρωπιά, / η υπερβολική ανεμελιά, εχθροί οι μικροοργανισμοί, οι / παγκόσμιοι οργανισμοί, οι πολιτικοί, οι απολιτικοί, τώρα που δεν ξέρουμε /αν ο κόσμος που ονειρευόμαστε είναι καινούργιος ή παλιός: νά ο αθέατος/
εχθρός.»
Σε σαράντα τέσσερα ποιήματα από την Πρώτη Καραντίνα. Έτσι αντιμετωπίζει και την πανδημία ο βραβευμένος με Κρατικό Βραβείο ποιητής, με ένα ποίημα καθημερινά.
Γιάννης Αντιόχου «Αυτός, ο κάτω ουρανός», εκδ. Ίκαρος, σελ. 104
Το κρατικό βραβείο ποίησης για το 2020. Ο ποιητής κοντά τρία χρόνια εργάζεται στις εντατικές και στην πρώτη γραμμή της πανδημίας. […] Είναι παράξενη η πτώση του ανθρώπου. Σ’ έχω φυτέψει με το κεφάλι μες στο χώμα, αλλ’ είμαι ευτυχισμένος και συ ακόμα πιστεύεις πως θα συνηθίσεις. […]
«Αυτός, ο κάτω ουρανός" είναι η εξόδιος ακολουθία τού άνευ χρόνου, ταυτότητας, υπόστασης Προσώπου εξ ονόματος του οποίου κατατέθηκαν τα πιο πρόσφατα έργα του ποιητή, μια ζωή εν τάφω μαινόμενη από ελευθερία απέναντι σε κάθε συνειδητή θέαση κάθε κόσμου. Η ανάληψη του ποιητή, το κύκνειο άσμα του σώματος, για όλα αυτά που ενώ δεν βλέπουμε συλλαμβάνουμε τη ρυθμολογία τους. Στον κάτω ουρανό ο ποιητής είναι η ρωγμή του. Το φως που εκπέμπεται τον βεβαιώνει πως όλα κινούνται μέσα σε μια μεγάλη ακινησία. Ο μεγάλος ακίνητος είναι ο χρόνος -αυτή η συντριβή».
Γιάννης Ευθυμιάδης «Αλκίνοος», εκδ. Νεφέλη, σελ. 21
Τρία χρόνια μετά την «Πατρείδα» και σε απόσταση αναπνοής από «Το οικείο σκοτάδι», ο «Αλκίνοος» του Γιάννη Ευθυμιάδη είναι ένας ποιητικός μονόλογος που γραφόταν τα τελευταία επτά χρόνια και αγγίζει την φύση του έρωτα τόσο στη σαρκική όσο και στην πνευματική, μεταφυσική του κατάσταση, έξω από τον χρόνο και πέρα από τα φύλα, υπερνικώντας ακόμα και τον θάνατο. Ξεκινώντας «από σαρκικό βίωμα, γίνεται ψυχική μέθεξη και ολοκληρώνεται ως μεταφυσική απελευθέρωση».
«Όπου σ’ αγγίζω, εξαφανίζεσαι, όπου σε νιώθω, μοιάζεις ψέμα παραδείσου απόκοσμου/Κάνω να σε φιλήσω, κι είσαι αφίλητος, τα χέρια μου απλώνω και σε χάνω/ Στην αγκαλιά μου στάχτη εξαφανίζεσαι, θαμπώνεις όταν σε κοιτάζω λίγη ώρα/
Σβήνει, θαρρείς, η φλόγα σου μόλις ανάψει η φωτιά στα μέλη, στο μυαλό και στην ψυχή μου/ Η ανάμνησή σου σύννεφο άστατο την άνοιξη’ εκεί που κρύβει ουρανό, εκεί φυραίνει./
Πουλάκι κάνω να σε πιάσω σε κλουβί, σκέψη πετάς, χλευάζεις ό,τι ορίζω/ Διπλοκλειδώνω εγώ τη γεύση σου στο στόμα μου, γίνεται θεία κοινωνία, πνεύμα άγιο/ Κι αναβαπτίζομαι στο όνειρο, εκεί που μόνο εσύ γράφεις ψαλμούς και λύνεις γρίφους/
Με ρίχνεις σαν βροχή πάλι στο χώμα σου να γίνω λάσπη και πηλός, να πλάσεις σώμα/Απ’ την αρχή να τ’ αγαπώ, να το ερωτεύομαι, μέχρι το τέλος της ζωής μου να το ψάχνω».
Χλόη Κουτσουμπέλη «Η γυμνή μοναξιά του ποιητή Όμικρον», εκδ. Πόλις, σελ. 56
ΚΑΤΑΡΡΑΚΤΗΣ/
Ονομάζομαι Άννι Έντσον Tέιλορ./ To 1901 έκλεισα τα εξήντα τρία./Επέζησα από έναν καταρράκτη,/έναν γάμο, δύο κηδείες, τρεις εραστές.// Η ζωή μου βαρέλι που κατρακυλά./
Ο άντρας μου παρέμεινε για μένα ένας ξένος./ Φορούσε μακριά σώβρακα/ κι έσβηνε το κερί το βράδυ./ Όσο για μένα τις νύχτες ταξίδευα πολύ./ Το πρωί η νυχτικιά μου πάντα λασπωμένη./ Ένα βράδυ ξύπνησα σ’ άλλο κρεβάτι./ Μέσα στον ύπνο, βλέπετε,/
μπερδεύει κανείς τις διευθύνσεις./Ποια είμαι δεν έμαθα ποτέ./ Στο τάφο μου ας γράψουν:/ Άννι Έντσον Τέιλορ/Η μόνη πραγματική συγκίνηση/ που ένιωσε ποτέ/ ήταν όταν έπεσε στους Καταρράκτες./Κι όταν έγραψε το πρώτο της ποίημα.
Αντώνης Φωστιέρης «Άπαντα τα ποιήματα», εκδ. Καστανιώτη, σελ. 480
Από τους πιο αντιπροσωπευτικούς της εμβληματικής «Γενιάς του '70», ο Αντώνης Φωστιέρης συγκεντρώνει στον τόμο Άπαντα Τα Ποιήματα, το σύνολο του ποιητικού του έργου μιας 50ετίας (1970-2020). Περιέχονται οι συλλογές: Το Μεγάλο Ταξίδι, Εσωτερικοί Χώροι ή Τα είκοσι, Σκοτεινός Έρωτας, Ποίηση μες στην Ποίηση, Ο διάβολος τραγούδησε σωστά, Το θα και το να του θανάτου, Η σκέψη ανήκει στο πένθος, Πολύτιμη Λήθη, Τοπία του Τίποτα, Θάνατος ο Δεύτερος. Είκοσι πέντε μεταφράσεις αυτών των συλλογών έχουν ήδη κυκλοφορήσει από έγκυρους εκδοτικούς οίκους στην Ευρώπη και στην Αμερική (Αγγλία, Γαλλία, Γερμανία, Δανία, Ιταλία, Ρουμανία, Αλβανία, Σερβία, Κροατία, Η.Π.Α., Αργεντινή).
«Αν σε πω γκόμενα θα σ’ αφανίσω/ Αν σε πω αγάπη μου θ’ αφανιστώ/ Η λεκτρικό πουλί στα χείλη της αβύσσου/ Δάσος πυκνό που το περνάω σφυρίζοντας». «Εσύ» από τον «Σκοτεινό έρωτα».
Θανάσης Χατζόπουλος «Υπό κατασκευήν σημαίες», εκδ. Πόλις, σελ. 96
«Μια άτυπη τριλογία αποτελούν οι τρεις ενότητες του Υπό κατασκευήν σημαίες, του δέκατου πέμπτου βιβλίου ποίησης του Θανάση Χατζόπουλου, όπου εκείνος, μετά το Κελί (Ροδακιό, 2000), επανέρχεται στην ελληνική ιστορία και δη στα προεπαναστατικά χρόνια. «Χάραμα στον Κεράτιο», «Κοινοί θνητοί» και «Απόδειπνο στη Νεμπόισα», οι τίτλοι των τριών ενοτήτων, χαρτογραφούν φασματικά το τέλος του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, αφανών ηρώων και πεσόντων επί Τουρκοκρατίας, και του Ρήγα Βελεστινλή, αντίστοιχα».
Οι σημαίες του τίτλου, σημεία οι ίδιες, συνιστούν τα ποιήματα, αλλά και σημαίες-σινιάλα, που οδηγούν στην ενθύμηση της πορείας και στην προετοιμασία για τη δημιουργία μιας εν δυνάμει ελληνικής ταυτότητας.
«Μάζεψα λέξεις πεταμένες καταγής:/ […]/ Τις έβαλα σε τάξη […]/ Με τις λέξεις κουρέλια ήθελα κινήσω ξεσηκωμό».
Γιάννης Ζέρβας «Ο έφηβος στο υπόγειο», εκδ. Άγρα, σελ. 72
«Όταν μετακόμισα στο καινούργιο μου σπίτι, κατέβηκα να δω τι υπήρχε στο υπόγειο... δεν
βρήκα τίποτε τρομαχτικό και γύρισα να φύγω, μόνο για να ανακαλύψω ότι η πόρτα δεν ήταν πια εκεί... » Sherlock ( Βρετανός ντετέκτιβ )
«Δεν έπρεπε να κατέβεις εκεί κάτω, αγάπη μου... » Anjali ( Ινδή ηθοποιός )
«Μπορεί να βρίσκομαι στο υπόγειο. Θα πάω επάνω να κοιτάξω... » Escher ( Ολλανδός σχεδιαστής )
Κώστας Καναβούρης «Αμνός», Ένα ποίημα στον καθρέφτη, εκδ. Πόλις
«Μόλις κατάπια ένα ποίημα/– ούτε λέξη δεν θα πάρουν από μένα.»
«Η ποίηση είναι ένα ράμφος/ που σκάβει μέσα στο κορμί σου/ σκάβει μέσα στο πολεμικό κορμί σου./ Η ποίηση σκοτώνει τα αιχμάλωτα φωνήεντα/κι όλα εκείνα τα σύμφωνα κορμιά/ με το κλειστό το στόμα./ Αυτό θέλω να πω:/ μετά την ποίηση δεν απομένει τίποτα.»
Αλέξης Καλοκαιρινός «Διπλό παιχνίδι», Σπουδές στη Θεία Κωμωδία και τον Χαμένο Παράδεισο, εκδ. Πόλις
«Χωρίς εσένα η θεότητα θα ήτανε βουβή/ σαν μαύρη τρύπα/ κλεισμένη μες στον άπειρο εαυτό της// Κι εμείς/άγγελοι κι άνθρωποι/ θα ήμασταν αγνώριστοι/ χωρίς την οικειότητα με το άγνωστο/ απ’ όπου έρχεται το νόημα σε μας//
Μας προφυλάσσεις/ απ’ την παραφροσύνη και την άνοια/ μας ευλογείς να πορευόμαστε
ανάμεσα στη μία και την άλλη//Μέγας είσαι κύριε/Δικαίως εκρίθης/εκκαθαριστής/
ουρανού και γης». Από τις Σπουδές στον Χαμένο Παράδεισο.
Μαριαλένα Σπυροπούλου «Κόρη χωρίς πλάτη», εκδ. Στερέωμα, σελ. 64
«Ίσως η μοίρα αυτής της κόρης/που έχασε νωρίς την πλάτη της/είναι να κρύβει το στήθος της/ να σηκώνει αχάραγα τους θεριστές/να ταΐζει τους εργάτες/να φροντίζει τα νήπια/ Ίσως η μοίρα μιας πλάτης/είναι να στέκεται στον τοίχο/Το στέρνο όμως προχωρά/και ας μπάζει από παντού» [Η ΜΟΙΡΑ ΤΗΣ]
«Το ίχνος της απώλειας σφραγίζει τα ποιήματα αλλά και της αντοχής, της εγκαρτέρησης. Η ποιήτρια μιλά για την απουσία και την έλλειψη που είναι ριζωμένες ακόμα και μέσα στο εμπύρετο άγγιγμα της επιθυμίας, ακόμα και μέσα στην πλησμονή της θυγατρικής ή της μητρικής αγάπης.»
Αλεξάνδρα Μπακονίκα «Ντελικάτη γυναίκα», εκδ. Πόλις, σελ. 64
«Σκλαβώθηκα από την άφθαρτη ανάμνησή σου./Μοιάζει με ακατανίκητη θρησκεία/ που ριζώνει και βαθαίνει,/με αρχέγονο μύθο που φωτίζει τρανές αλήθειες.//
Είμαι υπόδουλη στην άφθαρτη ανάμνησή σου –/ σε ό,τι συναποτελεί τον μύθο σου,/
στην παραδεισένια φαντασμαγορία/ που έφερες στη ζωή μου.» [ΤΡΑΝΕΣ ΑΛΗΘΕΙΕΣ]
Λέλη Μπέη «Τα κτήματα των κίτρινων ρόδων», Εικονογράφηση: Μανόλης Κορρές, εκδ. Ίκαρος, σελ. 48
«Θραύσματα μνήμης συναρμολογούν και συνθέτουν την ερμηνεία ενός προσωπικού κόσμου ορατού και ενός άλλου πιο πολύπλοκου που χάνεται στα νερά του παρελθόντος. Από την Ινδία, την Αίγυπτο, στη θάλασσα του Λάπτεφ κι από τη Βαλτική στον Κόλπο του Ομάν και την Παλαιστίνη- είναι οι τόποι αναφοράς στα ποιητικά κεφάλαια μιας υπαρξιακής αναζήτησης με κύριο συστατικό της, τον χρόνο».
Αθηνά Βογιατζόγλου «Πορτρέτα», εκδ. Κέδρος, σελ. 72
«Έχασε την ελπίδα πως θα πεθάνει./ Ίσως είμαι αθάνατος, σκέφτεται/ όταν διαβάζει την Ιλιάδα/
και προσπαθεί να καταλάβει τα τερτίπια/ του Δία και της Αθηνάς./ Ποτέ δεν ένιωσε το κεντρί της εκδίκησης,/την αλαζονεία, το ύψος/των νεφών./ Έπαιρνε τα πράγματα όπως έρχονταν,/
κι έτσι κατάφερε να θάψει δυο παιδιά/ και τρία εγγόνια./ Τώρα τα δισέγγονά του αμιλλάται/
σ' αυτή την άσφαλτο που κατακαίει ο ήλιος.» [Ο υπέργηρος]
Κ.Θ.Ριζάκης- Σ. Γρ. Σταμπουλού «Εφ’ ενός γίγνεσθαι; 2» Ανθολόγιο 2021, εκδ. Ρώμη, σελ. 198
«Περισσότερο ανθολόγιο ποιημάτων παρά ποιητών», όπως μας ενημερώνουν οι ανθολόγοι: «Φιλοξενεί το ποίημα και το όνομα του δημιουργού του χωρίς κανένα βιογραφικό στοιχείο ή άλλη πληροφορία. Εξήντα τέσσερεις δημιουργοί (35 ποιητές και 29 ποιήτριες), προερχόμενοι από τα δύο κέντρα, Αθήνα και Θεσσαλονίκη, από πολλά διαμερίσματα της Ελλάδας και την Κύπρο. Συνολικά 215 ποιήματα, όπου αναλογούν κατά μέσον όρο τρία ή τέσσερα ποιήματα σε κάθε ανθολογούμενο. Η κατάταξή τους γίνεται με αλφαβητική σειρά. Αν επιτρέπεται μια ταξινόμηση είναι η ηλικιακή, χωρίς τις ετικέτες διακριτικών ανά Γενιά χαρακτηριστικών που με μεγάλη ευκολία παρέχονται από γραμματολόγους. Πώς στεγάζονται, λόγου χάρη, για να μην πω στοιβάζονται, κάτω από την ίδια ομπρέλλα η Δημουλά, ο Χριστιανόπουλος και ο Ρουμελιωτάκης, ή στους πρώτους μεταπολεμικούς ο Καρούζος και ο Πατρίκιος; Η κατ' αλφαβητική σειρά ταξινόμησή τους εδώ δείχνει την κατάργηση όχι μόνο των επίπλαστων προσίδιων γνωρισμάτων (Γενιά της ήττας, χαμένη Γενιά, της αμφισβήτησης, των αμέτοχων, αθέατη/αόρατη Γενιά, του χάους και του μηδενός και δίχως τέλος ο κατήφορος), αλλά και του τεμαχισμού της ποιητικής φωνής σε βολικές δεκαετίες.»
Δ.Ε.Κουκούτσης «Ψωμί με ζάχαρη», εκδ. Ενδυμίων
«Απίστευτο που φτάσαμε μέχρις εδώ/ της ρωμιοσύνης θηλάζοντας τον κόρφο/ πώς ροβολάμε οι τουρκόγυφτοι/ και μοιραζόμαστε από το καλάθι του καημού/ τα κόλλυβα της πιο μικρής αθανασίας».
Δημήτρης Καταλειφός «Πίσω από τζάμια θολά», εκδ. Πατάκη, σελ. 120
«Ζωές περίκλειστες,/που γλίστραγαν σαν τη δική του,/ρυάκια και ποτάμια /να χυθούν στη θάλασσα./ Πόσο ξένοι ερχόμαστε και φεύγουμε,/ενώ θα μπορούσαμε ίσως να ξανοιχτούμε».
«Πίσω από τα θολά τζάμια προσπάθησα να "κόψω κίνηση" τόσο εντός μου όσο και εκτός. Με βάση τον πυρήνα μου, εκεί που κάθε τόσο επιστρέφω, επιχειρώ ένα άνοιγμα στην ανθρώπινη συνθήκη και πέραν του δικού μου μικρόκοσμου". (ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΑΤΑΛΕΙΦΟΣ)
Μπέι Ντάο «Το ρόδο του χρόνου», Μετάφραση: Αναστάσης Βιστωνίτης, εκδ. Καστανιώτη, σελ. 208
«Κάποτε, σ' ένα από τα πρώτα μου ποιήματα, έγραψα τους στίχους: "η ελευθερία δεν είναι παρά η απόσταση / ανάμεσα στον κυνηγό και τον κυνηγημένο". Είναι επίσης και η δύσκολη θέση στην οποία βρίσκεσαι όταν γράφεις ποίηση. Όταν κυνηγάς την ποίηση, καταλήγεις να σε κυνηγά η ποίηση. Υπό αυτή την έννοια είσαι και κυνηγός και κυνηγημένος, όμως η ποίηση είναι η απόσταση, όπως και η ελευθερία». Το βιβλίο αυτό αποτελεί μια εκτεταμένη εκλογή των πιο αντιπροσωπευτικών ποιημάτων του Μπέι Ντάο και καλύπτει μια δημιουργική πορεία τεσσάρων δεκαετιών. Ο ίδιος, ύψιστη λογοτεχνική μορφή της Κίνας και ένας από τους σπουδαιότερους ποιητές του καιρού μας, καλλιέργησε από πολύ νωρίς μια εντελώς αυθεντική γλώσσα, την οποία δεν έπαψε ποτέ να εμπλουτίζει με πρωτότυπους τρόπους, μέσα από εικόνες μυστηριακές, μυσταγωγικές, εντυπωσιακές, θαυμαστές. Τα ποιήματά του είναι γραμμένα σε ελεύθερο στίχο, όμως ο Μπέι Ντάο θεωρεί τη μουσικότητα και τη μεταφορά ως τα δύο θεμελιώδη γνωρίσματα της τέχνης του. Στη δική του ποίηση συνυπάρχουν οι κατακτήσεις της μεγάλης ποιητικής παράδοσης της πατρίδας του, περασμένες ωστόσο από το φίλτρο μιας σύγχρονης ευαισθησίας, ομόλογης των ποιητών που σήμερα συγκαταλέγονται στον παγκόσμιο κανόνα. Στην ποίηση του Μπέι Ντάο η Ανατολή συναντά τη Δύση - και το αντίστροφο. Το παράδειγμά του αποδεικνύει πως η ποιητική γλώσσα δεν γνωρίζει σύνορα. Το έργο του Μπέι Ντάο συναντά για πρώτη φορά τους Έλληνες αναγνώστες.» από τον μεταφραστή Αναστάσιο Βιστωνίτη.
Γιώργκι Κωνσταντίνοφ «Δέντρο και πουλί», Μετάφραση: Βασίλκα Χατζήπαπα, Χρίστος Χατζήπαπας, εκδ. Γκοβόστη
«Στην πέτρα κάθομαι./ Κοιτάζοντας τ’ αστέρια.../ Στην πέτρα πάνω,/ απ’ τον ήλιο φωτισμένος./ Ίδιος με το έργο/ του Ροντέν/ μέσα στις σκέψεις μου/ σωπαίνω./ Και μέρα με τη μέρα /μέσα μου/ βουλιάζω πιο πολύ./ Μέχρι που από πάνω μου/ η πέτρα θρονιαστεί». [Ο στοχαστής]