Ίαν Μακ Γιούαν «Άμστερνταμ», Μετάφραση: Γιώργος- Ίκαρος Μπαμπασάκης, εκδ. Πατάκη, σελ. 240
Όλα αρχίζουν στην κηδεία της Μόλλυ με την απόλυτη ματαιότητα και την απόλυτη απαξίωση των πάντων. Εκείνη την αίσθηση που σε κάνει ελεήμονα, σοφό, υποχόνδριο ή τρελό.
Αναλόγως το υπόβαθρο που διαθέτει ή δεν διαθέτει και την εποχή που διανύει ο καθένας. Στον προαύλιο χώρο δυο παλιοί φίλοι, εραστές και οι δυο της Μόλλυ, ο Βέρνον, γνωστός δημοσιογράφος και διευθυντής εφημερίδας σήμερα, και ο Κλάιβ, διακεκριμένος συνθέτης σύγχρονης σοβαρής μουσικής στη Βρετανία της δεκαετίας του ενενήντα λίγο πριν από ένα πολύ σημαντικό συμφωνικό του έργο.
Αναλογίζονται τον αδόκητο απρόσμενο και γρήγορο τέλος της Μόλλυ, την αδυναμία της να αποφασίσει, το ότι υπήρξε στο απόλυτο έλεος και έλεγχο του πλουσίου συζύγου, πόσο γρήγορα από «η ζωντανή και δυναμική Μόλλυ» έγινε «η έγκλειστη και φυλακισμένη Μόλλυ».
Εννοείται ότι την επόμενη μέρα νοσούσαν κι οι δυο. Ο Κλάιβ βρέθηκε με ένα ξερό χέρι. Ο Βέρνον με έναν περίεργο πόνο στο κεφάλι και στο πρόσωπο.
Ο πρώτος που έριξε την ιδέα από το υπέροχο σπίτι του ήταν ο Κλάιβ. «Αν δεν είμαι σε θέση να αποφασίσω για μένα, θα με βοηθήσεις;» Ο Βέρνον θα σκεφτεί ότι κάποτε τον έχει φιλοξενήσει για έναν ολόκληρο χρόνο, τον έχει δανείσει, κατόπιν θα μάθει με χρήματα που και εκείνος έχει δανειστεί, και δεν θα του αρνηθεί, αφού του ζητήσει το ίδιο, αλλά προτού να προφτάσουν να χαρούν με τη φιλία τους για ζητήματα «ηθικής τάξης» θα έχουν κιόλας σφαχτεί. Ανάμεσά τους ποτάμι περνά και τους σαρώνει ο κυνισμός και η αδιαφορία της εποχής.
Οι αποδείξεις με το σήμα του κατ’ επείγοντος σκοντάφτουν σε ολέθριες αποφάσεις, η φιλία τους δοκιμάζεται ψυχικά και πνευματικά και η ζωή τους ακόμα. Το Άμστερνταμ είναι ένα βιβλίο για τον έρωτα, την φιλία, τη μουσική, τον τύπο, την πολιτική, την σκληρότητα και την ρευστότητα της εποχής. Εν τέλει, ένα σκοτεινό ψυχολογικό θρίλερ.
«Η σάτιρά του αναμειγνύει πνεύμα και σοφία. Βάζει στο στόχαστρο εφημερίδες, εκδότες, πολιτικούς και εγωκεντρικούς καλλιτέχνες και η προφανής απόλαυση με την οποία τους κατατεμαχίζει, κάνει το μυθιστόρημα να απογειώνεται».
Έγραψε η Guardian. Και η Independent «Σπουδή στις πιο δυσάρεστες πλευρές της ανδρικής ψυχολογίας, της ανδρικής παράνοιας, της συναισθηματικής ψυχρότητας, της ερωτικής ζήλοτυπίας, της επαγγελματικής αντιζηλίας, της φιλοδοξίας, της σοβαροφάνειας και της έπαρσης».
Το σίγουρο είναι ότι εν θερμώ κάνουμε απίθανα πράγματα και ότι με πήλινα πόδια και αντιγράφουμε και ξεπουλάμε και προδίδουμε και δεν αναγνωρίζουμε και ούτε μπορούμε να είμαστε φίλοι αλλ’ ούτε κι ευγνώμονες. Ο Ίαν Μακ Γιούαν αποδεικνύεται μοναδικός στο να πιάνει τα ημιτόνια και τους κραδασμούς της εποχής.
Μικρά δείγματα γραφής: «Οι συμφωνίες ειδικά: αδύναμα σαλπίσματα, στόμφος, καταδικασμένες απόπειρες να στήσεις ένα βουνό ήχων. Περιπαθής μόχθος. Και όλα αυτά γιατί; Για τα χρήματα. Τον σεβασμό. Την αθανασία. Ένας τρόπος άρνησης του τυχαίου που μας γέννησε, αναχαίτησης του φόβου του θανάτου».
«Εκείνο το μικρό μήνυμα του Κλάιβ ενσάρκωνε και συμπύκνωνε όλο το δηλητήριο των επικριτών του, την υποκρισία τους, την εκδικητικότητά τους και, πάνω απ’ όλα, αυτό το στοιχείο των ανθρωπίνων ελαττωμάτων: την προσωπική προδοσία».
Ο Ίαν Μακ Γιούαν γεννήθηκε το 1948, σπούδασε στα Πανεπιστήμια Sussex και East Anglia και δημοσίευσε την πρώτη του συλλογή διηγημάτων, με τίτλο "Fist Love, Last Rites", το 1975, αποσπώντας μάλιστα το βραβείο Somerset Maughman, και τη δεύτερη με τίτλο "Between the Sheets", το 1977. Το 1987 κέρδισε το Whitbread Award (και το Prix Femina Etranger, έξι χρόνια μετά), για το μυθιστόρημά του "Child in Time".
Έχει γράψει αρκετά μυθιστορήματα και σενάρια για τον κινηματογράφο. Τρία μυθιστορήματά του συμπεριλήφθηκαν στις τελικές υποψηφιότητες για το βραβείο Booker ("Έμμονη αγάπη", "Άμστερνταμ", "Εξιλέωση").
Το βραβείο τού απονεμήθηκε, τελικά, το 1998, για το "Άμστερνταμ". Η "Εξιλέωση" (2002), επίσης, έχει τιμηθεί με τα εξής βραβεία: W.H. Smith Literary Award (2002), National Book Critics' Circle Fiction Award (2003), Los Angeles Times Prize for Fiction (2003), και Santiago Prize for the European Novel (2004). Για το μυθιστόρημα "Σάββατο" τιμήθηκε το 2006 με το βραβείο James Tait Black Memorial Prize.