Εφαρμόζοντας σταθερά και απαρέγκλιτα την τακτική «φωνάζει ο κλέφτης για να φοβηθεί ο νοικοκύρης», ο ΣΥΡΙΖΑ κατηγορεί τη Νέα Δημοκρατία για την άνοδο της ακροδεξιάς στην Ελλάδα.
Το θράσος συναγωνίζεται τον παραλογισμό σε αυτή την απόπειρα διαστρέβλωσης των γεγονότων.
Θα αρκούσε να αναφέρω ότι η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, με πρωθυπουργό τον Αντώνη Σαμαρά, ήταν αυτή που έστειλε στη φυλακή τη Χρυσή Αυγή.
Την ίδια περίοδο ο ΣΥΡΙΖΑ εκμεταλλευόμενος το αντισυστημικό μένος, «έκανε παιχνίδι» με τους ΑΝΕΛ.
Επιπλέον, το πόσο αβάσιμη είναι η κατηγορία που εκτοξεύεται εναντίον της ΝΔ για την άνοδο της ακροδεξιάς, όπως αυτή πιστοποιήθηκε -δυστυχώς- μέσω του εκλογικού αποτελέσματος της 25ης Ιουνίου, υπογραμμίζεται από δύο στοιχεία τουλάχιστον:
Πρώτον, ότι ο ΣΥΡΙΖΑ αρνήθηκε να συμμετάσχει στην προσπάθεια του πολιτικού κόσμου να αποκλείσει, με νομικά μέσα, τον Ηλία Κασιδιάρη από το να διεκδικήσει την είσοδό του στη Βουλή των Ελλήνων. Δεύτερον, είναι προφανές ότι το ποσοστό των «Σπαρτιατών», το οποίο πολλούς εξέπληξε, επετεύχθη εν μέρει χάρη στους ψηφοφόρους που εγκατέλειψαν τον ΣΥΡΙΖΑ στις δεύτερες εκλογές. Αυτό καταδεικνύεται βάσει απλής αριθμητικής, εφόσον το κόμμα του κ. Τσίπρα απώλεσε εκλογική δύναμη, όχι η Νέα Δημοκρατία.
Ωστόσο, κατά τη δική μου άποψη η ενθάρρυνση της ακροδεξιάς εκ μέρους του ΣΥΡΙΖΑ εκτελείται βάσει σχεδίου ήδη από το 2012.
Το σχέδιο αυτό έχει τρία σκέλη:
1) Τη συνειδητή καλλιέργεια αντισυστημικού πνεύματος με μια σκληρή, λαϊκίστικη ρητορική.
2) Την πεποίθηση του ΣΥΡΙΖΑ ότι η Συμφωνία των Πρεσπών που υπέγραψε ο κ. Τσίπρας εν τέλει θα προκαλούσε ρήγμα στη Νέα Δημοκρατία και το υπόλοιπο πολιτικό σύστημα.
3) Τις ανακατατάξεις που, νομοτελειακά, θα επέφερε στο πολιτικό σκηνικό το σύστημα της απλής αναλογικής.
Ο ΣΥΡΙΖΑ καβάλησε το αντισυστημικό κύμα, συμπορευόμενος με κάθε εξαλλοσύνη, είτε από αριστερά είτε -κυρίως- από την άκρα δεξιά. Ο ΣΥΡΙΖΑ και τα μορφώματα του ακροδεξιού χώρου ενώθηκαν πρόσκαιρα υπό τη σημαία ενός δήθεν «αντιμνημονιακού» μετώπου - το οποίο είδαμε όλοι πώς κατέληξε.
Παρόλ' αυτά, με το υστερόβουλο σκεπτικό ότι ο προσεταιρισμός των ακροδεξιών τάσεων από τον ΣΥΡΙΖΑ θα προκαλούσε μόνιμη αιμορραγία στη Νέα Δημοκρατία, πραγματοποιήθηκε η μεγάλη πολιτική επένδυση του κ. Τσίπρα στην άκρα δεξιά. Όταν όμως υπεγράφη η Συμφωνία των Πρεσπών, οι ΑΝΕΛ απαξιώθηκαν πλήρως, γεγονός που επέφερε προβλήματα στις συναλλαγές του ΣΥΡΙΖΑ με τα εθνικιστικά άκρα.
Εξού και το 2023, με την αποτυχία του ΣΥΡΙΖΑ να προσελκύσει τους πρώην ψηφοφόρους της Χρυσής Αυγής όπως φιλοδοξούσε ο κ. Τσίπρας, βρέθηκαν στη Βουλή οι Σπαρτιάτες -ένα κακέκτυπο της Χρυσής Αυγής και Δούρειος Ίππος του Κασιδιάρη, αλλά και η Ελληνική Λύση, ως ένα άλλο κακό αντίγραφο των ΑΝΕΛ.
Σε ότι αφορά στο δεύτερο σημείο, τις πολιτικές συνέπειες από τη Συμφωνία των Πρεσπών, θυμάμαι τον Νίκο Βούτση, τέως πρόεδρο της Βουλής και πρωτοκλασάτο στέλεχος του ΣΥΡΙΖΑ να προφητεύει ότι «θα υπάρξει ρευστοποίηση πολιτικών δυνάμεων», εννοώντας ότι θα φυλλορροήσει η ΝΔ και άλλα κόμματα προς όφελος της δικής του παράταξης. Τώρα πλέον που γνωρίζουμε ότι τα ποσοστά του ΣΥΡΙΖΑ γκρεμίστηκαν και ότι ο Αλέξης Τσίπρας παραιτήθηκε, ξέρουμε πόσο έξω έπεσαν τα σχέδια του κ. Βούτση.
Όπως γνωρίζουμε καλά ότι οι εθνικά επιζήμιες μεθοδεύσεις του ΣΥΡΙΖΑ απέτυχαν παταγωδώς χάρη στους εξαιρετικούς χειρισμούς του Κυριάκου Μητσοτάκη στους τομείς της εξωτερικής πολιτικής, των αμυντικών εξοπλισμών, του μεταναστευτικού αλλά και των εθνικών θεμάτων.
Το τρίτο στοιχείο που ενοχοποιεί τον ΣΥΡΙΖΑ και όχι τη Νέα Δημοκρατία για την αναγέννηση της ακροδεξιάς, είναι η υπόθεση της απλής αναλογικής. Στον ΣΥΡΙΖΑ είχαν πιστέψει, άγνωστο βάσει ποίου συλλογισμού, ότι θα επωφελούνταν από τον κατακερματισμό ολόκληρου του κομματικού φάσματος, ανεξαρτήτως κλίσης προς τα δεξιά ή τα αριστερά.
Όμως, το όλο σχέδιο καταστρώθηκε πρόχειρα ενώ εκτελέστηκε ακόμη χειρότερα, με την προεκλογική ρητορική του ΣΥΡΙΖΑ η οποία εξέπεμπε διαρκώς συγκεχυμένα ή και αντιφατικά μεταξύ τους μηνύματα. Έτσι, οι ακροδεξιές ψήφοι δεν ακολούθησαν τους... ασεβείς πόθους του κ. Τσίπρα και διαμοιράστηκαν μεταξύ των κληρονόμων της Χρυσής Αυγής, των ΑΝΕΛ και διαφόρων άλλων.
Δε θα μάθουμε ποτέ τι θα είχε συμβεί εάν ο ΣΥΡΙΖΑ είχε καταφέρει να διατηρήσει συσπειρωμένους στις τάξεις του τα ακραία, ανορθολογικά στοιχεία. Αυτό το περίπου 5% των Ελλήνων ψηφοφόρων που, όπως έχει επισημάνει ο καθηγητής, Νίκος Αλιβιζάτος, αποτελεί το σταθερό κοινό της ακροδεξιάς στη χώρα μας.
Το μόνο βέβαιο είναι ότι εάν ο κ. Τσίπρας δεν είχε ναρκοθετήσει το πολιτικό σκηνικό με την απλή αναλογική, επιδιώκοντας να πλήξει τη Νέα Δημοκρατία, οι «Σπαρτιάτες» και η «Νίκη» θα ήταν εκτός Βουλής. Δυστυχώς όμως ο Αλέξης Τσίπρας θέλησε να αφήσει, σαν τελευταία παρακαταθήκη, μια οκτακομματική Βουλή και μια ενισχυμένη ακροδεξιά. Σαν ανάμνηση του τυχοδιωκτισμού και της ιδιοτελούς διακύβευσης της «ομαλότητας» που χαρακτήρισαν σχεδόν ολόκληρη τη διαδρομή του, ως επικεφαλής του ΣΥΡΙΖΑ.
*Χάρης Θεοχάρης, Υφυπουργός Οικονομικών