Οι μεταρρυθμίσεις δεν μπορούν να περιμένουν
Eurokinissi
Eurokinissi

Οι μεταρρυθμίσεις δεν μπορούν να περιμένουν

Στον απόηχο των πρόσφατων εκλογών, μια πληθώρα διεθνών εκθέσεων και αναλύσεων από διάφορους φορείς (π.χ. CNBC, Economist, Die Welt, Κομισιόν) καταλήγει στο ίδιο συμπέρασμα: Στα επόμενα χρόνια η Ελλάδα έχει μια μοναδική ευκαιρία να αναδειχθεί ως μια χώρα «πρότυπο» για την υπόλοιπη Ευρώπη με την οικονομία της να πρωτοστατεί και να παρουσιάζει εξαιρετική δυναμική.

Το εκλογικό σώμα έδωσε το δικό του μήνυμα παρέχοντας αναπάντεχη στήριξη στον Κυριάκο Μητσοτάκη. Είναι σαν να του λέει: «Εμείς, σου δίνουμε την πολιτική δύναμη, εσύ κάνε με τόλμη όσα χρειάζονται για να αλλάξει η χώρα και να επανέλθει στην πρωτοκαθεδρία των ευρωπαϊκών κρατών, εκεί δηλαδή που θα έπρεπε να ήταν».

Ο πήχης για τον Μητσοτάκη έχει ανέβει ψηλά. Πρέπει να συνεχίσει την σταθεροποίηση της οικονομίας μετατρέποντας την παρατηρούμενη ανάκαμψη σε βιώσιμη ανάπτυξη και να εντατικοποιήσει τις μεταρρυθμίσεις.

Ο χρόνος δεν είναι σύμμαχος. Πολλά έπρεπε να είχαν γίνει χτες. Ήρθαν όμως οι κρίσεις (οικονομική, υγειονομική, ενεργειακή) και φρέναραν την αναγκαία πορεία μετάβασης. Πήγαμε πίσω, χάσαμε πολύτιμο χρόνο. Ξοδέψαμε πολλά χρήματα για να κρατήσουμε όρθια την οικονομία, τις επιχειρήσεις και τους εργαζόμενους. Και τα καταφέραμε. Όμως η (αναγκαία) προσπάθεια στήριξης της οικονομίας φρέναρε την αλλαγή του οικονομικού μοντέλου.

Η επιδοματική πολιτική με τα voucher ή pass σε προϊόντα και υπηρεσίες που ήταν είτε εισαγόμενα είτε η παραγωγή τους ήταν καθόλα εξαρτημένη από εισαγωγές, όχι μόνο δεν μειώνει τις αδυναμίες του ελληνικού παραγωγικού μοντέλου (δίδυμα ελλείμματα, δραματική υπερχρέωση και φθηνή εργασία) αλλά οδηγεί και τις ιδιωτικές επιχειρήσεις μακριά από την παραγωγή διεθνώς εμπορεύσιμων αγαθών, επωφελούμενες από τη «δεδομένη ζήτηση» που προκύπτει μέσω τέτοιων επιδοματικών πολιτικών. Ο ρόλος που έχουν στην περίπτωση αυτή οι εγχώριες επιχειρήσεις είναι κυρίως μεταπρατικός και όχι παραγωγικός. Άλλωστε ο δημοσιονομικός χώρος δεν είναι ανεξάντλητος.

Αυτό τονίστηκε με ιδιαίτερη έμφαση στην πρόσφατη έκθεση της Κομισιόν στο πλαίσιο της μετα-μνημονιακής εποπτείας: Είναι ανάγκη να υπάρξει συνετή δημοσιονομική πολιτική και συγκεκριμένα ο πήχης για αύξηση των δαπανών δεν μπορεί να ξεπερνά πλέον το 2,6% φέτος.

Του χρόνου προστίθεται και η ανάγκη επίτευξης πρωτογενών πλεονασμάτων της τάξεως του 2% του ΑΕΠ. Συνεπώς, τα δημοσιονομικά περιθώρια στενεύουν. Δεν θα μπορεί η αυριανή κυβέρνηση να μοιράσει απλόχερα παροχές. Το ζωνάρι σφίγγει και η Ελλάδα καλείται να ακολουθήσει μια δημοσιονομική στρατηγική σταδιακής σύσφιγξης. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν θα έχει επιλογές.

Απλά, όλη η προσπάθεια πλέον μετακινείται από την πλευρά της ζήτησης στην πλευρά της προσφοράς. Στη δημιουργία κινήτρων, δηλαδή, ώστε η οικονομία να προσφέρει περισσότερο. Είναι εφικτό αυτό; Απολύτως. Αρκεί να πάρει σάρκα και οστά η σημερινή ρητορική του Κυριάκου Μητσοτάκη και να προωθηθούν τάχιστα οι μεταρρυθμίσεις. Τόσο οι Έλληνες πολίτες όσο και οι διεθνείς παράγοντες αυτό περιμένουν.

*Ο Παναγιώτης Λιαργκόβας είναι πρόεδρος του ΚΕΠΕ και του Εθνικού Συμβουλίου Παραγωγικότητας, Καθηγητής Πανεπιστημίου Πελοποννήσου