Στην Ευρωπαϊκή Ένωση θεωρείται βέβαιο ότι η Ελλάδα, μετά το 2018, θα προσφύγει γρήγορα σε δανεισμό από τον ESM, αναφέρει ο πρώην πρωθυπουργός σε συνέντευξή του, που φιλοξενείται στο «Βήμα της Κυριακής» και χαρακτηρίζει «αμφιβόλου ύπαρξης» το πλεόνασμα της κυβέρνησης, διότι δεν κατέβαλε στο εσωτερικό οφειλές και υποχρεώσεις.
Στη συνέντευξή του, αναφέρει χαρακτηριστικά ότι «στην Ευρωπαϊκή Ένωση θεωρείται βέβαιο ότι η Ελλάδα, μετά το 2018, θα προσφύγει γρήγορα σε δανεισμό από τον ESM» και σημειώνει πως αναπόφευκτη συνέπεια, «θα είναι η επιβολή νέων όρων στην οικονομική πολιτική της ελληνικής κυβέρνησης».
Επισημαίνει ακόμα πως το πλεόνασμα το οποίο επετεύχθη κατά την κυβέρνηση το 2018, είναι αμφιβόλου ύπαρξης, και αυτό γιατί η κυβέρνηση δεν κατέβαλε στο εσωτερικό όφειλες και υποχρεώσεις που είχε.
Μιλώντας για τη σκανδαλολογία, εκφράζει την άποψη ότι «η διαφθορά είναι ένα κοινωνικό φαινόμενο» και υπενθυμίζει το ρητό του Σόλωνα «μηδένα προ του τέλους μακάριζε». Αναφέρεται επίσης στις υποθέσεις που αφορούν την περίοδο της δικής του πρωθυπουργίας.
«Πολιτική ευθύνη θα υπήρχε αν είχαν γίνει γνωστές παρανομίες και δεν τους έδωσα καμία συνέχεια. Κατά τη διάρκεια της πρωθυπουργίας μου δεν υπήρξε οποιαδήποτε πληροφόρηση ή στοιχείο για την ύπαρξη παράνομων δραστηριοτήτων.(…) Ήμουν και είμαι αντίθετος με την άποψη ότι οι υπουργοί θα πρέπει να παρακολουθούνται από μυστικές υπηρεσίες, ώστε ο πρωθυπουργός να γνωρίζει τι συμβαίνει. Τέτοιες πρακτικές δεν συμβιβάζονται με το ήθος, το οποίο είναι επιβεβλημένο σε μια δημοκρατική διακυβέρνηση».
Και συμπλήρωσε: «Επί της πρωθυπουργίας μου επίσης, όταν είχα οποιαδήποτε ορθή πληροφόρηση για πρόσωπα του περιβάλλοντός μου ή υπουργούς (ότι δεν έχουν την επιβεβλημένη συμπεριφορά), τους απομάκρυνα αμέσως από τη θέση τους».
Επίσης, ο κ Σημίτης, δεν θεωρεί επιτυχημένη την εικόνα του σημερινού πρωθυπουργού και το «επίπεδο εμπιστοσύνης» που έχει πετύχει με την κοινωνία, για την πορεία ανασυγκρότησης της χώρας. «Η συνεργασία της κοινωνίας με την κυβέρνηση και η απαραίτητη εμπιστοσύνη (προϋποθέσεις για την ανάπτυξη)» σημειώνει, «βρίσκονται σε ιδιαίτερα χαμηλό επίπεδο στη χώρα μας».
Παρατηρεί ότι η ανάπτυξη έχει πρώτη προτεραιότητα και ότι μέσω αυτής θα επιτευχθεί η μείωση του χρέους. Προτείνει μείωση του πλεονάσματος στο 1,5% έως το 2029 και στο 1% έως το 2059 (αντί του 3,5% και 2,9%), ώστε το υπόλοιπο (πλεόνασμα) να χρησιμοποιηθεί για επενδύσεις με μοχλό τις δημόσιες οι οποίες θα επιτρέψουν την αύξηση και των ιδιωτικών που σήμερα δεν πραγματοποιούνται λόγω έλλειψης ρευστού.