Έστω το όνειρο του Ανδρουλάκη πραγματοποιείται και η Νέα Δημοκρατία δεν συγκεντρώνει τον μαγικό αριθμό των 151 βουλευτών. Προκύπτουν δύο ενδεχόμενα: Είτε συγκυβέρνηση με τη ΝΔ, είτε (εάν το επιτρέπουν τα ποσοστά) συγκυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ με τον ΣΥΡΙΖΑ και το ΜΕΡΑ25. Πώς θα εξελισσόταν η διακυβέρνηση στη μία και στην άλλη περίπτωση;
Ξεκινούμε με το πρώτο ενδεχόμενο. Έστω ότι ο Ανδρουλάκης πείθει τον Μητσοτάκη να ορίσουν ως πρωθυπουργό ένα πρόσωπο κοινής αποδοχής - για παράδειγμα την Άννα Διαμαντοπούλου. Και μετά τι; Τι θέση θα κατέχουν οι αρχηγοί των κομμάτων συνεργασίας; Απλοί βουλευτές; Αρχηγοί των κοινοβουλευτικών τους ομάδων χωρίς δυνατότητα παρέμβασης; Και ποιος θα αποφάσιζε για την επάνδρωση των Υπουργείων; Και ποιος θα καθόριζε τις πολιτικές που θα νομοθετηθούν στα τέσσερα χρόνια διακυβέρνησης; Ο εγκάθετος πρωθυπουργός μόνος του; Οι δύο αρχηγοί των κομμάτων συνεργασίας με τον πρωθυπουργό σε ρόλο διεκπεραιωτή; Μόνον όταν και οι τρεις συμφωνούν; Με ποσόστωση; Και όταν υπάρχει κάθετη διαφωνία; Το θέμα θα νεκρώνει;
Και έστω ότι οι τρεις τους συμφωνούν, ποιος εγγυάται ότι τα νομοσχέδια που θα έρχονται στη Βουλή θα υπερψηφίζονταν από όλους τους βουλευτές των δύο κομμάτων; Πώς θα πείθονταν οι φιλελεύθεροι να υπερψηφίσουν σοσιαλιστικά νομοσχέδια, και πώς οι σοσιαλιστές να ψηφίσουν (νέο)φιλελεύθερα; Και αν με μαγικό τρόπο επερχόταν συμφωνία εντός της Βουλής, δεν θα αμφισβητούταν ο νόμος αυτός εκτός Βουλής ως προερχόμενος από εγκάθετο πρωθυπουργό; Πολύ απλά, μια συγκυβέρνηση ΝΔ-ΠΑΣΟΚ θα έπασχε από έλλειψη νομιμοποίησης του αρχηγού της κυβέρνησης έναντι των αρχηγών των κομμάτων, έναντι της Βουλής, και έναντι του λαού. Η προσπάθεια θα ήταν καταδικασμένη σε αποτυχία πριν καν ορκισθεί το Υπουργικό Συμβούλιο.
Εναλλακτικά, μία συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, ΠΑΣΟΚ και ΜΕΡΑ25 δεν θα αντιμετώπιζε τα προβλήματα του πρώτου ενδεχομένου, δηλαδή τα προβλήματα της ηγεσίας, του συντονισμού και της νομιμοποίησης. Ο λόγος είναι απλός: Ούτε ο ΣΥΡΙΖΑ, ούτε η ΜΕΡΑ25 (όπως έχουν αποδείξει πέραν κάθε αμφιβολίας στο παρελθόν) δίνουν κάποια ιδιαίτερη σημασία στον συντονισμό της εκτελεστικής εξουσίας, στη νομιμοποίηση ή στην παραγωγή νομοθετικού έργου. Τους ενδιαφέρει απλώς η εξουσία και η προσκόλλησή τους σε αυτήν με κάθε θεμιτό ή αθέμιτο μέσον. Για αυτόν ακριβώς τον λόγο δεν θα είχαν πρόβλημα να μοιρασθούν όπως να ‘χει τη διακυβέρνηση - αρκεί να είναι στην εξουσία. Ακόμη και στην περίπτωση που το ΠΑΣΟΚ αποδεικνυόταν ότι δεν ανήκει σε αυτήν την αμοραλιστική συνομοταξία, αναγκαστικά θα έπρεπε να ανεχθεί και να συντονισθεί με τη συμπεριφορά τους αν θέλει να διατηρηθεί ζωντανή αυτή η συγκυβέρνηση.
Έτσι λοιπόν θα ήταν πολύ εύκολο να βρεθεί ένα πρόσωπο κοινής αποδοχής (για παράδειγμα ο Γιώργος Παπανδρέου) όπου οι τρεις αρχηγοί, Τσίπρας, Ανδρουλάκης και Βαρουφάκης θα τον υποστήριζαν, ενώ αυτός δεν θα είχε κανένα πρόβλημα να γίνει ο yes man τους, σε ανταπόδοση της θέσης που αυτοί του προσέφεραν. Και όπως συνέβη την τετραετία ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, δεν θα υπήρχε κανένα πρόβλημα στη διαμόρφωση αλλοπρόσαλλων και τυχοδιωκτικών πολιτικών ή διαμοιρασμού των υπουργείων μεταξύ των τριών κομμάτων για την ικανοποίηση όλων. Και μετά; Μετά, και αφού θα έχει αλλάξει το εκλογικό σύστημα σε απλή και ανόθευτη αναλογική, θα άρχιζε το μεγάλο φαγοπότι. Καθώς ουδείς θα επιθυμούσε να τα χαλάσει με τους συγκυβερνήτες του, στην καλύτερη περίπτωση θα αναγκαζόταν να υπομείνει τις αυθαιρεσίες και τις ατασθαλίες των άλλων, ενώ στη χειρότερη θα ένοιωθε ελεύθερος να διαφθαρεί σαν να μην υπάρχει αύριο. Και δεν θα είχε άδικο, καθώς πράγματι, το τέλος της Ελλάδας που ξέρουμε θα ήταν κοντά.
* Ο Μανούσος Μαραγκουδάκης είναι Καθηγητής Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο του Αιγαίου και επιστημονικός επιμελητής του Συλλογικού Τόμου: Η Διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ - μια κριτική αποτίμηση (Εκδόσεις Σιδέρη, 2020)