Θα συμφωνήσω και ταυτόχρονα θα διαφωνήσω κατηγορηματικά με όσους θεωρούν κενή περιεχομένου και μάταιη την πρόταση δυσπιστίας κατά της κυβέρνησης εκ μέρους του ΣΥΡΙΖΑ. Διότι ήταν πολύ θετική, για την υγεία της πολιτικής ζωής στη χώρα μας, η επιβεβαίωση πως η όλη συζήτηση στη Βουλή, επί τρεις ολόκληρες ημέρες, ήταν μια απεγνωσμένη, σχεδόν αξιολύπητη απόπειρα του κ. Τσίπρα να προκαλέσει αντιπερισπασμό.
Η αλήθεια είναι πως το κλίμα για τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης βαραίνει επικίνδυνα -και από πολλές πλευρές: Δεν είναι μόνο οι τρομερές αποκαλύψεις για τα αίσχη που διαπράχθηκαν στην υπόθεση Καλογρίτσα, οι σακούλες και οι βαλίτσες με τα «μαύρα» μετρητά, ο ρόλος του Νίκου Παππά στο στήσιμο του «ΣΥΡΙΖΑ-channel» κ.λπ. Είναι κυρίως οι δημοσκοπήσεις αυτές που οδηγούν τον κ. Τσίπρα στον πανικό και τις σπασμωδικές ενέργειες. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης και η Νέα Δημοκρατία προηγούνται σταθερά -ενίοτε με συντριπτική διαφορά- σε όλες ανεξαιρέτως τις σφυγμομετρήσεις της κοινής γνώμης. Επομένως, υπήρχε λογική στην υποβολή της πρότασης μομφής από τον κ. Τσίπρα -η λογική ενός πολιτικού αρχηγού που βλέπει ότι η εκλογική πανωλεθρία του είναι αναπόδραστη. Όταν η ελληνική κοινωνία γυρίζει την πλάτη στη δημαγωγία του, τότε το μόνο όπλο στη φαρέτρα του κ. Τσίπρα είναι πλέον η συκοφαντία και οι άναρθρες κραυγές.
Εξάλλου, σε σχέση με το τρέχον επίδικο, δηλαδή τις επισυνδέσεις, αποδείχθηκε ότι ο Αλέξης Τσίπρας δε χρειαζόταν την ΑΔΑΕ και τον κ. Ράμμο. Είχε εκ των έσω πληροφόρηση από την αρχή, μέσω δικών του δικτύων. Με στοιχεία τα οποία δεν είχαν κοινοποιηθεί καν στην κυβέρνηση.
Υπ' αυτή την έννοια ήταν πολύ χρήσιμη η μαραθώνια συζήτηση για την πρόταση δυσπιστίας, εφόσον επιβεβαιώθηκε, εις επήκοον κάθε Έλληνα πολίτη, ότι ο Αλέξης Τσίπρας και η παράταξή του βυθίζονται στη μιζέρια και την τοξικότητα, οπισθοδρομούν νοσταλγώντας τη λαϊκή αγανάκτηση, ακριβώς επειδή «η κανονικότητα δεν είναι ευκαιρία για την αριστερά». Άριστα ο πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης, τόνισε εμφατικά ότι «μπορεί η κα. Αχτσιόγλου να λέει πως η κανονικότητα δεν είναι ευκαιρία για την αριστερά. Η κανονικότητα, ωστόσο, είναι ευκαιρία για την Ελλάδα».
Μετά από το φιάσκο της επιστολής Ράμμου που γύρισε μπούμερανγκ στον ΣΥΡΙΖΑ, μια υπόθεση όμως στην οποίαν ο κ. Τσίπρας πόνταρε όλο το τρέχον πολιτικό κεφάλαιό του, ουδείς αμφιβάλλει ότι ο ίδιος θα έκανε οτιδήποτε, θα έσερνε την Ελλάδα σε κάθε είδους καταστροφική περιπέτεια προκειμένου να πείσει τους Έλληνες ψηφοφόρους να του δώσουν δεύτερη ευκαιρία να κυβερνήσει. Παρ' όλα αυτά, πιστεύω ότι στην ομιλία του από το βήμα της Βουλής ο Κυριάκος Μητσοτάκης κονιορτοποίησε τη στρατηγική της «λάσπης στον ανεμιστήρα» από πλευράς ΣΥΡΙΖΑ, αφήνοντας τον κ. Τσίπρα προσκολλημένο στο παρελθόν. Σε ένα παρελθόν, μάλιστα, το οποίο σήμερα φαντάζει σαν ο χειρότερος εφιάλτης των Ελλήνων, την περίοδο 2015-2019, με τα capital controls, το δημοψήφισμα-παρωδία, το 3ο μνημόνιο, την τραγωδία και τον εμπαιγμό στο Μάτι κ.λπ.
Αντίθετα προς τον κ. Τσίπρα, ο Κυριάκος Μητσοτάκης εστιάζει στο μέλλον. Σε αυτά που όλοι θέλουμε να ακούμε σχετικά με τις προοπτικές ανάπτυξης της πατρίδας, για τα άλματα προόδου που έχει ήδη καταφέρει η Ελλάδα από το καλοκαίρι του 2019 και εξής παρά τις ακραίες αντιξοότητες του διεθνούς περιβάλλοντος, ιδιαίτερα στους τομείς της οικονομίας, της εξωτερικής πολιτικής, αλλά και του κράτους δικαίου.
Ήταν, λοιπόν η συζήτηση στη Βουλή μια πρώτης τάξεως ευκαιρία να ακουστούν ορισμένα μόνο από επιτεύγματα της Νέας Δημοκρατίας, όπως η δραστική μείωση των φόρων και της ανεργίας, η θεαματική αύξηση των ξένων επενδύσεων, η εκτενής ψηφιοποίηση του δημοσίου. Πάνω από όλα όμως, η αποκατάσταση του κύρους της χώρας, χάρη σε έναν πρωθυπουργό, τον Κυριάκο Μητσοτάκη, ο οποίος αποτελεί ορισμό της συνέπειας μεταξύ λόγων και έργων.
Ήταν επίσης ευκαιρία να υπογραμμιστεί η άνευ προηγουμένου στήριξη της ελληνικής κοινωνίας και της ελληνικής οικονομίας, αυτά τα δύσκολα χρόνια, από την κυβέρνηση. Ο ΣΥΡΙΖΑ ήξερε μόνο να τάζει, η Νέα Δημοκρατία ξέρει όμως να εφαρμόζει ό,τι υπόσχεται -και πολύ περισσότερα από αυτά, όπως φάνηκε στην περίοδο της πανδημίας: Το κράτος κράτησε όρθια την ελληνική επιχειρηματικότητα, κάλυψε τους μισθούς των ιδιωτικών υπαλλήλων, διέθεσε δισ. ευρώ για την επιστρεπτέα προκαταβολή κ.λπ.
Επιβάλλοντας ένα πνεύμα ανοιχτό στις επενδύσεις, αντί για την εχθροπάθεια και την καχυποψία του ΣΥΡΙΖΑ, η Νέα Δημοκρατία πέτυχε διπλάσιο, ακόμη και τριπλάσιο ρυθμό ανάπτυξης της οικονομίας σε σύγκριση με τον ευρωπαϊκό μέσον όρο. Μεταβάλλοντας άρδην τον προσανατολισμό της εθνικής οικονομίας, προς την ανταγωνιστικότητα και την εξωστρέφεια.
Πιστεύω όμως ότι, μαζί με μέτρα άμεσης ενέργειας, όπως πχ η αύξηση των συντάξεων ύστερα από 12 χρόνια, οι επιδοτήσεις-ασπίδα κατά της ακρίβειας κ.λπ., οι Έλληνες αξιολογούν και επιδοκιμάζουν την περήφανη εξωτερική πολιτική της κυβέρνησης Μητσοτάκη έναντι της αχαλίνωτης τουρκικής προκλητικότητας. Το ηθικό και η πυγμή της πατρίδας μας ποτέ δεν ήταν σε υψηλότερο σημείο, κάτι που πιστοποιείται επιπλέον από την αγωνία των Τούρκων για την ενίσχυση των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων, με την προμήθεια πολεμικού υλικού κορυφαίας τεχνολογίας μέσω διακρατικών συμφωνιών. Συναφώς, η δύναμη της Ελλάδας αποτυπώνεται στην επέκταση των χωρικών υδάτων και τις συμφωνίες για την οριοθέτηση Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης με την Αίγυπτο, Ιταλία, ενδεχομένως και με την Αλβανία, τις έρευνες νοτιοδυτικά της Κρήτης για την εξόρυξη και αξιοποίηση υδρογονανθράκων κ.α.
Όλα αυτά, μαζί με δεκάδες επιμέρους μεταρρυθμίσεις, αποτελούν συστατικά του γενικότερου οράματος της Νέας Δημοκρατίας για την Ελλάδα που παραδίδουμε στα παιδιά μας. Ένα όραμα που συντίθεται μέσα από τις επιθυμίες των πολιτών και όχι μέσα από ιδεοληψίες ή παρωχημένες, ουτοπιστικές χίμαιρες. Γι' αυτό και υπογραμμίζουμε ότι η Νέα Δημοκρατία είναι η πολιτική δύναμη του έργου και της ελπίδας, η παράταξη που κοιτάζει μπροστά, σταθερά προσηλωμένη σε ένα μέλλον για τη χώρα μας που χαρακτηρίζεται από αξιοπρέπεια και αυτοπεποίθηση. Πέρα από τους τακτικισμούς της αντιπολίτευσης, μόνο η Νέα Δημοκρατία μπορεί να εγγυηθεί ότι η πορεία προς την ατομική και συλλογική πρόοδο των Ελλήνων θα συνεχιστεί απαρέγκλιτα την επόμενη τετραετία. Συνεπώς, μετά και από την άστοχη «παράσταση» με την πρόταση δυσπιστίας από τον ΣΥΡΙΖΑ, το εκλογικό δίλημμα είναι πλέον πιο ξεκάθαρο από ποτέ: Εμπρός ή πίσω; Πρόοδος ή καθήλωση; Δυναμισμός και αισιοδοξία για το μέλλον ή ηττοπάθεια και μιζέρια;