Μετά την εξαιρετικά βαθιά ύφεση (9% μείωση πραγματικού ΑΕΠ το 2020) και την πολύ έντονη ανάκαμψη (8,3% το 2021) μέσα στην πανδημία, η ελληνική οικονομία πορεύεται σε ένα εκ νέου ευμετάβλητο και επικίνδυνο παγκόσμιο πλαίσιο. Ο ρυθμός μεγέθυνσής της μειώθηκε στο πρώτο τρίμηνο στο 7% και αναμένεται πως θα επιβραδυνθεί τελικά προς την περιοχή του 3,5-4% στο σύνολο του έτους. Από μόνη της αυτή η εξέλιξη δεν δημιουργεί προβληματισμό, αντίθετα μπορεί να θεωρηθεί ικανοποιητική δεδομένης της ενεργειακής κρίσης, του πληθωρισμού και της ευρύτερης επιβράδυνσης στην Ευρώπη. Το κρίσιμο ερώτημα, όμως, είναι πώς ισχυροί ρυθμοί μεγέθυνσης μπορεί να διατηρηθούν τα επόμενα χρόνια.
Την πορεία της οικονομίας μας σήμερα συνθέτουν δύο επιμέρους τάσεις. Καθώς έχει συμπιεστεί έντονα από το 2008 και κινείται κάτω από τις παραγωγικές δυνατότητές της, υπάρχει η δυνατότητα μεγέθυνσης όσο μειώνεται η ανεργία και το επενδυτικό κενό, ενώ δεν υπάρχουν ισχυρές άμεσες πιέσεις από το δημόσιο χρέος. Έτσι μπορεί να κινείται σε σχετικά ικανοποιητικούς ρυθμούς, πριν συγκλίνει σταδιακά και μακροπρόθεσμα σε χαμηλότερα επίπεδα. Η δεύτερη τάση παρακολουθεί τις πολύ έντονες διακυμάνσεις και αβεβαιότητες που έχουν προκαλέσει αρχικά η πανδημία και πλέον η ενεργειακή κρίση, ο υψηλός πληθωρισμός και η απότομη αντιστροφή της νομισματικής πολιτικής.
Παρά τη θετική πορεία που έχουν το τελευταίο διάστημα οι επενδύσεις και οι εξαγωγές, την κύρια κατεύθυνση του ΑΕΠ βραχυχρόνια δίνει η κατανάλωση. Ας θυμηθούμε πως η κατανάλωση αντιστοιχεί ακόμη περίπου στο 90% του ελληνικού ΑΕΠ, όταν στον μέσο όρο της Ευρωζώνης κυμαίνεται στο 74%. Συνακόλουθα, οι ισχυρές μεταβολές του ΑΕΠ αντιστοιχούν σε ανάλογες της κατανάλωσης. Σύμφωνα με τα στοιχεία, η περυσινή αύξηση του ΑΕΠ κατά 8,3% ακολούθησε αύξηση της κατανάλωσης των νοικοκυριών κατά 8% και της συνολικής κατανάλωσης 7%.
Στο πρώτο φετινό τρίμηνο, το ΑΕΠ μετρήθηκε να αυξάνεται 7% με την κατανάλωση των νοικοκυριών να αυξάνεται 11,5% και τη συνολική κατανάλωση 10,5%, φυσικά, σε σύγκριση με ένα έτος πριν, όπου υπήρχαν οι περιορισμοί της πανδημίας. Όμως, στο σύνολο του έτους η αύξηση της κατανάλωσης αναμένεται να είναι πολύ μικρότερη, έως 4% για τα νοικοκυριά, με αποτέλεσμα αναμενόμενο ρυθμό μεγέθυνσης ΑΕΠ 3,5-4%. Η επιβράδυνση της κατανάλωσης, εκτός από τη βάση σύγκρισης που είναι πλέον υψηλότερη, οφείλεται στην αύξηση του πληθωρισμού και στην ανάγκη περιορισμού των επιδοματικών πολιτικών. Ταυτόχρονα, κάθε αύξηση της κατανάλωσης στη χώρα μας, οδηγεί σε ισχυρή αύξηση των εισαγωγών. Έτσι, το πρώτο τρίμηνο οι εισαγωγές αυξήθηκαν 17,5% και συνεπώς το εμπορικό ισοζύγιο επιδεινώθηκε έντονα, παρά την αύξηση εξαγωγών κατά 9,5%.
Τόσο γιατί η τρέχουσα ισχυρή δυναμική της κατανάλωσης δεν μπορεί παρά να εξασθενεί, όσο και γιατί προκαλεί αύξηση εισαγωγών, προκύπτει ότι για να συνεχίσει να αυξάνεται το ΑΕΠ συστηματικά είναι αναγκαίο να ενταθούν οι επενδύσεις και οι εξαγωγές. Αυτές μπορεί να κινούνται θετικά και να έχουν περαιτέρω δυναμική, υστερούν όμως ακόμη πολύ από ό,τι χρειάζεται για μια πραγματικά εύρωστη οικονομία που θα βρίσκεται κοντά στις άλλες της Eυρωζώνης. Οι συνθήκες που επηρεάζουν αυτές τις δυο εξαιρετικά κρίσιμες μεταβλητές, από τη χρηματοδότησή τους μέχρι το ρυθμιστικό πλαίσιο, θα είναι και αυτές που θα κρίνουν την πορεία της ελληνικής οικονομίας τα επόμενα χρόνια, ειδικότερα των πραγματικών εισοδημάτων των νοικοκυριών και συνολικά την ευημερία στη χώρα.
*Ο Νίκος Βέττας είναι Γενικός Διευθυντής του ΙΟΒΕ και Καθηγητής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών.