Η δήλωση του υπουργού Οικονομικών, ότι το ενδεχόμενο υιοθέτησης της πρότασης του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, για τη δημιουργία bad bank, υπάρχει ακόμα πάνω στο τραπέζι, σε συνάρτηση με την πορεία της μείωσης των μη εξυπηρετούμενων δανείων και των συνεπακόλουθων δημοσιονομικών επιπτώσεων, θορύβησε εν μέρει τους επενδυτές που παρακολουθούν από κοντά τις τραπεζικές εξελίξεις.
Τους θορύβησε, όχι ως λύση, αφού η αγορά πάντα θεωρούσε τη λύση της bad bank, ξεκάθαρη και ριζική. Τους θορύβησε, ως έμμεση παραδοχή ότι τα πράγματα δεν εξελίσσονται όπως είχαν σχεδιαστεί.
Πού βρίσκεται όμως σήμερα το ύψος των λεγόμενων «κόκκινων δανείων» που παραμένουν στα χέρια των τραπεζών και των διαχειριστών (servicers); Το ύψος των μη εξυπηρετούμενων δανείων μειώθηκε στα τέλη του 2020 και έφτανε στα 47 δισ. ευρώ και την ίδια στιγμή το ύψος των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων NPEs, που διαχειρίζονται οι Εταιρείες Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις (ΕΔΑΔΠ) / servicers, ανέρχεται στα 39 δισ. ευρώ, εκ των οποίων τα 13,8 δισ. ευρώ είναι επιχειρηματικά δάνεια, τα 6 δισ. αφορούν ελεύθερους επαγγελματίες, αγρότες και ατομικές επιχειρήσεις και τα 18 δισ. ευρώ αφορούν καταναλωτικά και στεγαστικά δάνεια.
Προς το παρόν, οι δραστηριότητες των servicers φαίνεται πως δεν είναι κερδοφόρες. Ο προστατευτισμός της πολιτείας προς τα νοικοκυριά, τις επιχειρήσεις και τους λοιπούς δανειολήπτες, που εφαρμόζεται τα τελευταία χρόνια, δεν έχει επιτρέψει στους servicers να κάνουν κανονικά τη δουλειά τους. Έτσι ενώ έχουν αγοράσει σε εξαιρετικά χαμηλές τιμές τα χαρτοφυλάκια των μη εξυπηρετούμενων δανείων, αναγκάζονται να χρηματοδοτούν τη λειτουργία τους και να προβαίνουν σε αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου καθώς δεν έχουν τα προσδοκώμενα έσοδα και η «τελευταία γραμμή» των ισολογισμών τους εμφανίζει ζημίες.
Η Pillarstone αλλά και η Cepal Συμμετοχών έχουν προβεί σε διαδοχικές αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου, για να είναι σε θέση να συνεχίσουν τη δραστηριότητα τους. Εκτιμάται ότι με το ξεπέρασμα της υγειονομικής κρίσης, τόσο οι τράπεζες όσο και οι servicers, θα επανέλθουν στην προσπάθεια ανάκτησης των απωλειών τους.
Ήδη μέσα από τις εργασίες του NPL Summit, είχε διαφανεί η προσπάθεια αναθεώρησης του ισχύοντος νομικού πλαισίου, που δεν θα έθιγε όμως τον πυρήνα και τον βασικό μηχανισμό του ήδη υιοθετημένου προγράμματος που έχει εγκριθεί από την ΕΕ. Μια αναθεώρηση που σύμφωνα με την κυβέρνηση, θα έδινε τη δυνατότητα εισαγωγής κάποιων ρυθμίσεων, που δεν θα οδηγούσαν όμως στην παραβίαση των κανόνων της Ε.Ε. περί κρατικών ενισχύσεων και θα συμβάδιζαν με το δημόσιο συμφέρον και την εύρυθμη και χωρίς αναταράξεις λειτουργία της αγοράς.
Όπως είναι φανερό, η επιβολή από την πλευρά της κυβέρνησης της οριζόντιας -και άνευ περαιτέρω κριτηρίων- αναστολής κάθε πλειστηριασμού για διάστημα μεγαλύτερο του ενός έτους, λόγω των έκτακτων μέτρων για την ανάσχεση της πανδημίας, έχει οδηγήσει τους διαχειριστές των δανείων σε αδιέξοδο. Η καθυστέρηση της εφαρμογής του νέου πτωχευτικού κώδικα, που σύμφωνα με εκτιμήσεις θα μπορέσει να εφαρμοστεί μέσα στο 2022, αφού αναμένεται και η έναρξη λειτουργίας του νέου κρατικού φορέα «απόκτησης ακινήτων ευάλωτων δανειοληπτών», συμβάλλει με επιβαρυντικό τρόπο στο προαναφερθέν αδιέξοδο. Και αυτό το αδιέξοδο συμπαρασύρει τόσο τις συστημικές τράπεζες τόσο και το Δημόσιο.
Οι μεν τράπεζες κινδυνεύουν αφενός να δουν τα προγράμματα εξυγίανσης των ισολογισμών τους να ανατρέπονται και αφετέρου να μη βρίσκουν πρόθυμους servicers που να επιθυμούν να αγοράσουν μη εξυπηρετούμενα δάνεια. Οπότε ο στόχος των μονοψήφιων ποσοστών των κόκκινων δανείων προς το σύνολο των τραπεζικών δανειοδοτήσεων, που έχει τεθεί για το 2022, πιθανότατα να μη επιτευχθεί.
Το δε Δημόσιο, βρίσκεται μπροστά στον κίνδυνο να δει τις κρατικές εγγυήσεις, που συνοδεύουν τις τιτλοποιήσεις του προγράμματος «Ηρακλής», να καταπίπτουν. Και οι εγγυήσεις αυτές συνολικά θα προσεγγίσουν το ύψος των 24 δισ. ευρώ.
Το πράσινο φως, οποιασδήποτε λύσης, θα δοθεί από τις Βρυξέλλες. Εκείνη πάντως που παραμένει ανεξήγητη και δυσερμήνευτη, είναι η μέχρι στιγμής απόρριψης του σχεδίου της Τράπεζας της Ελλάδος για τη θέσπιση bad bank. Το γεγονός ότι την ανέφερε ο υπουργός στις πρόσφατες δηλώσεις του, ίσως να σηματοδοτεί μια αλλαγή στάσης.