Του Κωνσταντίνου Μαριόλη
Το ευνοϊκό κλίμα που διαμορφώνεται στις αγορές, λόγω της πρόθεσης του Μάριο Ντράγκι να ανοίξει ξανά τις κάνουλες της φθηνής ρευστότητας, καλείται να αξιοποιήσει η επόμενη ελληνική κυβέρνηση με στόχο να προσελκύσει τα μεγάλα επενδυτικά κεφάλαια που χρειάζονται και να επιτύχει ταχύτερους ρυθμούς ανάπτυξης για να... περάσει αλώβητη από τις «νάρκες» που αφήνει πίσω του ο ΣΥΡΙΖΑ.
Με μία απρόσμενη – όπως μας έχει συνηθίσει – παρέμβαση ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας έσπευσε να ξεκαθαρίσει ότι τα εργαλεία της μείωσης των επιτοκίων και της ποσοτικής χαλάρωσης είναι ανά πάσα στιγμή διαθέσιμα να χρησιμοποιηθούν στην περίπτωση που οι συνθήκες διατηρηθούν στα σημερινά επίπεδα. Στην ουσία, ο Ντράγκι αφήνει πάνω στο τραπέζι, πριν αποχωρήσει από τη Φρανκφούρτη τον ερχόμενο Οκτώβριο, το «μπαζούκα» του QE που θα αποσοβήσει μια νέα κρίση.
Η δήλωση του προέδρου της ΕΚΤ ήταν ικανή για να σημειωθεί ένα εντυπωσιακό ράλι στα ομόλογα της Ευρωζώνης, οι αποδόσεις των οποίων υποχώρησαν σε ιστορικά χαμηλά με εξαίρεση βέβαια την Ιταλία. Το ελληνικό 10ετές έφτασε στο απίστευτο 2,525% με τις αποδόσεις τόσο του 5ετούς όσο και του 15ετούς να «γκρεμίζονται» στο 1,316% και 2,869% αντίστοιχα, υποδεικνύοντας ότι με αυτοδυναμία της Νέας Δημοκρατίας και την εφαρμογή των πολιτικών που αναμένουν οι αγορές μπορούμε να εισέλθουμε σε μία τροχιά ραγδαίας ανάκαμψης. Αρκεί να πούμε ότι τον περασμένο Νοέμβριο το επιτόκιο δανεισμού της χώρας διαμορφωνόταν στο απαγορευτικό 4,68%.
Επενδυτικοί οίκοι και αναλυτές αναθεωρούν τις εκτιμήσεις τους για την Ελλάδα με την Citigroup να τονίζει σε χθεσινή της έκθεση ότι αν ο Κυριάκος Μητσοτάκης καταφέρει να κάνει πράξη τις υποσχέσεις του για μειώσεις φόρων και εφαρμογή φιλικών προς την επιχειρηματικότητα πολιτικών, τότε η Ελλάδα μπορεί να προσελκύσει τις επενδύσεις που χρειάζεται η οικονομία της. Την ίδια ώρα, ωστόσο, έρχεται η Capital Economics να κρούσει τον κώδωνα του κινδύνου για τις δημοσιονομικές «νάρκες» που αφήνει η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, υπογραμμίζοντας ότι η Ελλάδα δεν έχει ακόμη ξεφύγει από τον κίνδυνο απλά και μόνο επειδή συντελείται πολιτική αλλαγή.
Ενώ βλέπει να βελτιώνονται οι οικονομικές προοπτικές της χώρας, η Capital Economics τονίζει ότι δυσκολεύει το έργο της Νέας Δημοκρατίας γιατί πολύ απλά ο ΣΥΡΙΖΑ αφήνει μια οικονομία που αναμένεται με βάση τα σημερινά δεδομένα να «τρέξει» με 1,2% φέτος – πολύ χαμηλότερα από τις προβλέψεις της κυβέρνησης - και μηδενικό δημοσιονομικό χώρο λόγω των προεκλογικών παροχών που φαίνεται πως τινάζουν στον αέρα τον στόχο για το πλεόνασμα. Η Τράπεζα της Ελλάδος έχει υπολογίσει τη δημοσιονομική «τρύπα» για το 2019 στο 0,6% του ΑΕΠ
Αυτό που πρέπει να κάνει η Νέα Δημοκρατία, ιδιαίτερα στην περίπτωση που σχηματίσει αυτοδύναμη κυβέρνηση, είναι να προωθήσει άμεσα λύσεις για να αντιμετωπιστεί η αναποτελεσματικότητα του φορολογικού και του δικαστικού συστήματος αλλά και το μείζον ζήτημα των «κόκκινων» δανείων.
Στο θέμα των προβληματικών δανείων η απερχόμενη κυβέρνηση αφήνει τη «νάρκη» των στεγαστικών αφού στο πρώτο εξάμηνο του έτους «πάγωσαν» οι πλειστηριασμοί εξαιτίας των εκούσιων καθυστερήσεων στην εφαρμογή του διάδοχου νόμου του «Νόμου Κατσέλη» αλλά και στη λειτουργία της ηλεκτρονικής πλατφόρμας η οποία πάει για τον Σεπτέμβριο.
Σαν να μην έφταναν όλα αυτά, η Capital Economics μας... υπενθυμίζει ότι η χώρα μας διαθέτει το δεύτερο υψηλότερο χρέος στον κόσμο ως ποσοστό του ΑΕΠ στο 181%, την ώρα που η γήρανση του πληθυσμού θα συνεχίσει να εμποδίζει την ανάπτυξη.
Αναφορικά με τη μείωση των φόρων, η ΤτΕ σε χθεσινή της έκθεση τονίζει ότι είναι απαραίτητο να ενταθούν οι προσπάθειες καταπολέμησης της παραοικονομίας, της φοροδιαφυγής και της αδήλωτης εργασίας, ώστε να διευρυνθεί η φορολογική βάση και να δημιουργηθούν οι κατάλληλες προϋποθέσεις για τη μείωση των φορολογικών συντελεστών, η οποία θα τονώσει την οικονομική δραστηριότητα και θα επιταχύνει την ανάπτυξη. Η ΤτΕ προτείνει, μεταξύ άλλων, την ενίσχυση των ηλεκτρονικών συναλλαγών ως μέσου περιορισμού της φοροδιαφυγής και βελτίωσης της φορολογικής συμμόρφωσης, την εντατικοποίηση των φορολογικών ελέγχων, την άμεση εφαρμογή του ηλεκτρονικού περιουσιολογίου, την επέκταση του θεσμού των συμπράξεων δημόσιου-ιδιωτικού τομέα (ΣΔΙΤ) σε τομείς όπως η παιδεία, η υγεία και η κοινωνική ασφάλιση, την ταχύτερη απορρόφηση των κοινοτικών πόρων και την κατάλληλη νομοθεσία για τις χρήσεις γης.