Πριν από λίγες μέρες, το ΚΕΠΕ έδωσε στη δημοσιότητα τα νεότερα στοιχεία για τον δείκτη φόβου των επενδυτών. Η τιμή του δείκτη φόβου μειώθηκε τον Αύγουστο του 2021 φτάνοντας το 24,26% από 25,31% τον Ιούλιο. Ο δείκτης παρέμεινε σε επίπεδα χαμηλότερα του ιστορικού μέσου όρου του (από τον Ιανουάριο του 2004) για την ελληνική αγορά, ο οποίος είναι στο 32,77%.
Η κατασκευή και η συστηματική παρακολούθηση δεικτών προσέγγισης του επενδυτικού συναισθήματος συγκεντρώνει το διεθνές ενδιαφέρον τόσο των ερευνητών όσο και των συμμετεχόντων στις αγορές. Αν και το συναίσθημα ή ο «φόβος» του επενδυτή είναι ιδιαίτερα δύσκολο να προσεγγισθεί και να μετρηθεί με ακρίβεια, οργανισμοί διεθνούς κύρους και πανεπιστημιακά και ερευνητικά ιδρύματα κατασκευάζουν και δημοσιεύουν δείκτες οι οποίοι προσεγγίζουν το επενδυτικό και το γενικότερο οικονομικό συναίσθημα.
Επιπλέον, δείκτες οι οποίοι βασίζονται σε στοιχεία της αγοράς προσφέρουν πιο άμεση πληροφόρηση και διατίθενται ακόμη και σε ημερήσια βάση παρέχοντας έγκαιρα σημάδια για την πορεία της αγοράς και για την εξέλιξη του επενδυτικού και οικονομικού συναισθήματος. Επί της ουσίας, ο δείκτης αντανακλά την αβεβαιότητα και τον «φόβο» των συμμετεχόντων στην ελληνική αγορά παραγώγων. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι η ανοδική πορεία του δείκτη εκφράζει την αύξηση της αβεβαιότητας και του φόβου στην αγορά, ενώ η πτωτική πορεία του δείκτη αποτυπώνει τη μείωση της αβεβαιότητας και του φόβου και κατ’ επέκταση τη μεγαλύτερη εμπιστοσύνη των επενδυτών στην εγχώρια αγορά.
Η εμπιστοσύνη αυτή πιστοποιείται και από την συνεχώς ανοδική πορεία των ξένων άμεσων επενδύσεων στη χώρα μας. Η Ελλάδα συγκαταλέγεται για το 2021 μεταξύ των 10 ελκυστικότερων ευρωπαϊκών χωρών για επενδύσεις, καθώς το 2020 «ανέβηκε» στην 23η θέση ανάμεσα στις ευρωπαϊκές οικονομίες ως προς τον αριθμό των άμεσων ξένων επενδύσεων που προσέλκυσε, από την 29η θέση το 2019. Όπως διαπίστωσε η τρίτη κατά σειρά έρευνα της ΕΥ Ελλάδος, EY Attractiveness Survey Ελλάδα 2021, το 71% των επενδυτών θεωρούν ότι η Ελλάδα ακολουθεί σήμερα μια πολιτική για τις επενδύσεις, η οποία την καθιστά ελκυστική.
Το 62% εκτιμούν ότι η εικόνα της χώρας ως επενδυτικού προορισμού, έχει βελτιωθεί τον τελευταίο χρόνο, και το 75% ότι θα βελτιωθεί περαιτέρω την επόμενη τριετία. Στο πλαίσιο αυτό, μια στις τρεις επιχειρήσεις (34%) σχεδιάζει να επενδύσει στην Ελλάδα τη χρονιά που έρχεται. Παρά τα προβλήματα της πανδημίας, οι επιχειρηματικές προσδοκίες είναι εξαιρετικά θετικές. Υπάρχει, ωστόσο, ένας κίνδυνος που, αν αφεθεί ανεξέλεγκτος, κινδυνεύει να επισκιάσει τις όποιες θετικές εξελίξεις. Δεν είναι άλλος από τον πληθωρισμό.
Το τελευταίο διάστημα παρατηρούνται αυξήσεις στις διεθνείς τιμές των πρώτων υλών, οι οποίες πέρασαν και στην ελληνική αγορά και αρχίζουν, πλέον, να γίνονται αισθητές στον οικογενειακό προϋπολογισμό. Το ανησυχητικό είναι ότι το παγκόσμιο κόστος των τροφίμων συνεχίζει να αυξάνεται. Μάλιστα, τον Μάιο το κόστος τροφίμων έπιασε το ρεκόρ δεκαετίας. Επιπρόσθετα, ο δείκτης «Commodity Food and Beverage Monthly Price Index», των πρώτων υλών τροφίμων και ποτών του ΔΝΤ, παρουσίασε σε έναν μόλις χρόνο αύξηση 30%. Εάν δεν υπάρξει αποκλιμάκωση των διεθνών πρώτων υλών, τότε είναι ορατός ο κίνδυνος να επηρεαστούν οι τιμές σε ολόκληρη την εφοδιαστική αλυσίδα.
Τί θα μπορούσε να κάνει η η κυβέρνηση για να αμβλύνει τις επιπτώσεις των αυξήσεων στα νοικοκυριά; Κατά τη γνώμη μου, πέντε πράγματα: (α) μείωση του ΦΠΑ σε περισσότερα βασικά αγαθά (β) «συμφωνίες κυρίων» με τα σούπερ μάρκετ για όσο το δυνατό μεγαλύτερη απορρόφηση των αυξήσεων στις τιμές (γ) περαιτέρω ενίσχυση των ανταγωνιστικών συνθηκών στις επιμέρους αγορές ώστε να αποφεύγονται ολιγοπωλιακές συνθήκες και (δ) περαιτέρω μείωση των ασφαλιστικών κρατήσεων ώστε να μειωθεί το μη μισθολογικό κόστος και (ε) ενίσχυση των τοπικών εφοδιαστικών αλυσίδων αξίας (π.χ. στον αγροδιατροφικό τομέα, στην ενέργεια κλπ).
Ο Παναγιώτης Λιαργκόβας είναι Πρόεδρος του ΚΕΠΕ, Καθηγητής Πανεπιστημίου Πελοποννήσου