Είναι ανθρώπινο και απόλυτα φυσιολογικό να περιμένει κανείς πως μετά από μια δύσκολη περίοδο θα ακολουθήσει μια πολύ καλύτερη. Το ίδιο ισχύει για τη δυναμική των οικονομιών. Σε μια βαθιά κρίση, με εξωγενή αιτία και έντονη αβεβαιότητα, όπως η τρέχουσα, οι επενδυτικές αποφάσεις αναβάλλονται, η κατανάλωση πιέζεται, και οι οικονομικές σχέσεις αναζητούν νέα διάταξη.
Καθώς, λοιπόν, σταδιακά στους επόμενους μήνες, θα διαφαίνεται το τέλος της υγειονομικής κρίσης, μπορεί να αναμένεται πως στη νέα χρονιά συνολικά θα υπάρχει ισχυρή οικονομική ανάκαμψη. Όμως, αυτή δεν θα είναι γενική και χωρίς επικίνδυνες στροφές ή περιόδους υποχώρησης.
Άλλωστε, ισχυρές αβεβαιότητες παραμένουν για την εξέλιξη της ίδιας της υγειονομικής κρίσης. Ακόμη και χωρίς κάποια αρνητική έκπληξη στα πρωτογενή χαρακτηριστικά και τη γενική εξέλιξη της πανδημίας, η αντιμετώπιση του προβλήματος, διεθνώς και στην Ελλάδα, θα παραμένει δύσκολη.
Οι πρώτοι μήνες του έτους είναι επικίνδυνοι για νέα έξαρση κρουσμάτων, ενώ στη συνέχεια, προς την άνοιξη, θα πρέπει να γίνει διαχείριση των διαφορετικών δυναμικών που θα δημιουργούν ο σταδιακός εμβολιασμός μέρους μόνο του πληθυσμού αλλά και η αδημονία επιστροφής στην κανονικότητα. Σταδιακά, πάντως μέσα στη νέα χρονιά, η οικονομία και η κοινωνία θα αφήνουν τη θέση άμυνας και θα τοποθετούνται για την επόμενη μέρα.
Οι τάσεις που επιδρούν στην παγκόσμια οικονομία θα είναι μεικτές, αλλά η κοινή συνιστώσα τους είναι θετική. Σε αυτό συνηγορεί και η εμπειρία από προηγούμενες κρίσεις, τις οποίες ακολούθησαν περίοδοι ισχυρής ανάπτυξης. Στη βάση της δυναμικής σε τέτοιες περιστάσεις έχουν πάντα κεντρικό ρόλο δυο παράγοντες, η πορεία της παραγωγικότητας και της δημιουργίας θέσεων εργασίας. Αν και η ύφεση είναι βαθιά, οι σχετικές εξελίξεις αφήνουν σημαντικό περιθώριο αισιοδοξίας.
Η κρίση λειτούργησε ως επιταχυντής εξελίξεων στην τεχνολογία και τη διοίκηση επιχειρήσεων και δημόσιων μονάδων. Παρά την ανησυχητική συσσώρευση υψηλών χρεών, οι παρεμβάσεις των κρατών και κεντρικών τραπεζών εμφανίζονται αξιόπιστες, με στόχο την προστασία του παραγωγικού ιστού και των εργαζόμενων. Η διασύνδεση μονάδων στην παγκόσμια αγορά αλλάζει, αλλά όχι με τρόπο που να διαφαίνεται, τουλάχιστον προς το παρόν, ουσιώδης βλάβη στο παραγωγικό σύστημα.
Σε αυτό το πλαίσιο, το 2021 θα είναι ιδιαίτερα κρίσιμο για την ελληνική οικονομία. Μερικά από τα σημαντικά ερωτηματικά για τη νέα χρονιά είναι προφανή. Θα είναι κρίσιμο αν θα έχει τεθεί υπό έλεγχο το υγειονομικό πρόβλημα στην Ευρώπη αρκετά νωρίς την άνοιξη. Εάν αυτό δεν συμβεί, τότε και η φετινή τουριστική περίοδος θα είναι πολύ αδύναμη, στοιχείο που θα κρατήσει χαμηλά όλη την οικονομία, αλλά θα επιβαρύνει ιδιαίτερα και συγκεκριμένες περιοχές της χώρας.
Σε κάθε περίπτωση, η προσδοκία για τουριστικά έσοδα που θα ξεπερνούν το μισό από όσο ήταν πριν την κρίση είναι μάλλον αισιόδοξη. Για τις επιχειρήσεις, η πιο κρίσιμη παράμετρος θα είναι η διαχείριση χρεών και αναβαλλόμενων υποχρεώσεων. Για τους εργαζόμενους, με ποιο ρυθμό θα δημιουργηθούν νέες θέσεις εργασίας για να αντικαταστήσουν όσες δεν θα υπάρχουν σε μεγάλους τομείς όπως το λιανικό εμπόριο, ο τουρισμός και οι μεταφορές.
Υπάρχουν όμως και ερωτήματα που θα πρέπει να απαντηθούν στην πράξη μέσα στη χρονιά, και που, ενώ η άμεση κρισιμότητά τους μπορεί να είναι λιγότερο προφανής, είναι απολύτως κομβικά.
Ένα πρώτο κομβικό ζήτημα αφορά τη χρησιμοποίηση των ευρωπαïκών πόρων, του ταμείου ανάκαμψης και άλλων. Οι δυσκολίες για τη διαχείριση των σχετικών έργων δεν μπορούν να υποβαθμιστούν. Η αποτελεσματική χρήση αυτών των πόρων, και των ιδιωτικών πόρων που πρέπει να μοχλεύσουν, προϋποθέτει πολύ διαφορετική λειτουργία του κράτους, των επιχειρήσεων και πολλών οργανισμών από ό,τι ισχύει μέχρι τώρα. Ουσιαστικά, απαιτεί μια πραγματική στροφή προς την προετοιμασία και πραγματοποίηση επενδύσεων κάθε είδους που είναι απολύτως ξένη με τη δομή και νοοτροπία μεγάλου μέρους της ελληνικής οικονομίας.
Ένα εξίσου κομβικό ζήτημα είναι οι προτεραιότητες της οικονομικής πολιτικής, σε ένα περιβάλλον όπου τα δημοσιονομικά ελλείματα θα πρέπει να περισταλούν, ήδη από την επόμενη χρονιά, και πώς αυτές θα επηρεάσουν την παραγωγή και την αγορά. Δημόσιοι υπάλληλοι και συνταξιούχοι μπορεί να θεωρούν τα εισοδήματά τους εξασφαλισμένα, ενώ εργαζόμενοι που θα ανταποκριθούν στις νέες εξελίξεις στην τεχνολογία μπορεί να αναμένουν καλές αμοιβές. Για μεγάλο μέρος του πληθυσμού, όμως, οι θέσεις εργασίας με ικανοποιητικές αποδοχές θα είναι ζητούμενο.
Στο πρόβλημα συμβάλουν τρεις τάσεις, όλες ανησυχητικές. Πως η ελληνική οικονομία δε διαρθρώνεται με τον διεθνή καταμερισμό εργασίας έτσι ώστε να δημιουργεί συστηματικά θέσεις εργασίας υψηλής αξίας. Πως η τρέχουσα κρίση πλήττει σε μεγαλύτερο βαθμό θέσεις εργασίας των νέων και όσων πολλών που δεν έχουν υψηλή εξειδίκευση – οι νέοι ήταν αυτοί που υπέστησαν και το μεγαλύτερο κόστος της κρίσης της περασμένης δεκαετίας. Και πως οι μηχανισμοί διασύνδεσης της αγοράς εργασίας με τις τεχνολογικές εξελίξεις είναι πολύ αδύναμοι. Ως αποτέλεσμα, υπάρχει ο κίνδυνος να μονιμοποιηθούν ή και να διευρυνθούν xάσματα ανάμεσα σε ομάδες του πληθυσμού που θα έχουν εισοδήματα και σε άλλες χωρίς ούτε καν πρόσβαση σε ευκαιρίες. Είναι κρίσιμη η άμεση εφαρμογή κατάλληλων πολιτικών, που δεν μπορούν να έχουν κυρίως παθητικό και επιδοματικό χαρακτήρα.
Αυτό μας φέρνει σε μια τελική παρατήρηση. Το επόμενο διάστημα θα είναι ακόμη σημαντικότερος ο ρόλος του κράτους, κυρίως ως διαχειριστής δικαιωμάτων και χρηματοδότησης, όπως και της κυβέρνησης, ως κύριο εκφραστή των πολιτικών προτεραιοτήτων. Σε μια οικονομία με τα χαρακτηριστικά και τη διαδρομή της δικής μας, η τάση αυτή θα μπορούσε να οδηγήσει σε λάθος δρόμο. Την υπερβολική συγκέντρωση εξουσιών και διαχείριση της οικονομίας ανάλογα με την εγγύτητα στα κέντρα αυτών των εξουσιών. Τα υψηλά συσσωρευμένα ιδιωτικά χρέη και η πίεση στην αγορά για εισοδήματα μέσω επιδομάτων και διευθετήσεων θα σπρώχνουν έντονα προς αυτή την κατεύθυνση.
Ως αποτέλεσμα, η επιλογή πορείας της πολιτικής θα είναι απόλυτα κρίσιμη. Αν επιλεγεί μια περισσότερο συγκεντρωτική διαχείριση της οικονομίας, μπορεί να υπάρξει προσωρινή ανακούφιση μέρους του πληθυσμού, αλλά θα έχουν για μια ακόμη φορά υπονομευθεί οι προοπτικές ανάπτυξης της χώρας. Αντίθετα, στη νέα χρονιά εμφανίζεται μια εξαιρετική ευκαιρία να γίνει νέα αρχή στην ελληνική οικονομία. Μέσα από την επείγουσα και συστηματική απλούστευση κανόνων και διαδικασιών, μπορεί να δημιουργηθεί νέα δυναμική, με ενίσχυση της εργασίας και της επιχειρηματικότητας.
Συνολικά, το 2021 για την ελληνική οικονομία θα είναι πολύ μεγαλύτερης κρισιμότητας από ό,τι μπορεί να φαίνεται. Η άποψη πως τελειώνει η κρίση και θα απολαύσουμε αμέσως τους καρπούς της ανάπτυξης αγνοεί την πολυπλοκότητα της κατάστασης και τις προκλήσεις. Είναι όμως σαφής και μεγάλη η ευκαιρία για επιλογές πολιτικής, που θα έχουν ισχυρά αποτελέσματα και θα θέσουν την οικονομία σε πολύ θετική τροχιά για τα επόμενα χρόνια.
* Ο Νίκος Βέττας είναι Γενικός Διευθυντής του ΙΟΒΕ και Καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών