Τα φορολογικά τεκμήρια εμφανίστηκαν στην Ελλάδα τη δεκαετία του 1970, όταν η ραγδαία βελτίωση του βιοτικού επιπέδου επέτρεψε, για τους περισσότερους, τρόπο ζωής δυσανάλογο με τα εισοδήματα που δηλώνονταν. Θεωρήθηκε ότι ο καθορισμός ενός ελάχιστου εισοδήματος ανάλογα με τον τρόπο ζωής – αυτοκίνητο, σπίτι, σκάφος, πισίνα, ιδιωτικά σχολεία, οικιακούς βοηθούς κλπ. – θα απέφερε σημαντικά έσοδα στο δημόσιο ταμείο.
Ήταν ορθή η δοξασία αυτή; Η απάντηση είναι περισσότερο όχι και λιγότερο ναι. Όχι, διότι οι φορολογούμενοι την άλλη κιόλας στιγμή προσάρμοσαν την οικονομική τους συμπεριφορά στους κανόνες των τεκμηρίων. Παραιτήθηκαν σχετικά εύκολα από την επιθυμία κατοχής ακριβού αυτοκινήτου, πλήρωναν «μαύρα» την οικιακή βοηθό και, αν ήθελαν πισίνα, τα ακριβά ξενοδοχεία δεν είχαν τεκμήριο.
Όσο για το περίσσιο χρήμα της φοροδιαφυγής, αυτό ξοδευόταν πολύ εύκολα στα μπουζούκια, σε συνθήκες μάλιστα που επέτρεπαν νέα φοροδιαφυγή για τους αποδέκτες του. Αν ο σκοπός ήταν να δοθεί δουλειά στην Ελληνίδα λουλουδού αντί για τον Γερμανό ή Γιαπωνέζο εργάτη, ο σκοπός αυτός προφανώς επετεύχθη, αλλά η φοροδιαφυγή μάλλον δεν αντιμετωπίστηκε.
Το κύριο φορολογικό όφελος από τα τεκμήρια ήταν, ότι για να συντηρήσει ακόμη και ένα στοιχειώδες επίπεδο διαβίωσης ο φορολογούμενος, έπρεπε να δηλώνει το αντίστοιχο εισόδημα, ώστε να αποφύγει την εφαρμογή των τεκμηρίων. Αυτή είναι ίσως η κυριότερη θετική – αν και μη ευχερώς μετρήσιμη – επίπτωση στα δημόσια έσοδα. Διότι, κρίνοντας από το ότι ουδέποτε δημοσιοποιήθηκε το ύψος των φορολογικών εσόδων που προέρχονται ευθέως από την εφαρμογή των τεκμηρίων, προκύπτει ότι αυτό είναι μάλλον τόσο περιορισμένο, ώστε η ΑΑΔΕ δεν επιθυμεί να το καταστήσει ευρύτερα γνωστό.
Απέναντι σε αυτή τη μερική, εκβιασμένη, και μάλλον ανεπαρκή φορολογική συμμόρφωση, τα μειονεκτήματα των τεκμηρίων είναι υπερβολικά πολλά και σημαντικά.
Πρώτο και κυριότερο: Οι σημαντικές αδικίες που προκαλούν όσα τεκμήρια βασίζονται σε εκτιμώμενη και όχι πραγματική αποτύπωση της φοροδοτικής ικανότητας. Το ότι κάποιος π.χ. στο παρελθόν αγόρασε ακριβό αυτοκίνητο, δεν σημαίνει ότι και σήμερα έχει υψηλό εισόδημα. Είναι πολλές οι περιπτώσεις, στις οποίες τα τεκμήρια φορολογούν μη πραγματικό εισόδημα.
Ισχύει εδώ – έστω και μισαλλόδοξα – το «χαλάλι οι αδικίες, αν τα τεκμήρια συμβάλλον στην καταπολέμηση της φοροδιαφυγής»;
Όχι! Διότι Εδώ ανακύπτει το δεύτερο και σοβαρότερο μειονέκτημα των τεκμηρίων. Στην πραγματικότητα, αυτά υποθάλπουν και δεν μειώνουν την φοροδιαφυγή.
Τούτο, διότι οι φοροδιαφεύγοντες, γνωρίζοντας ποιες μορφές οικονομικής συμπεριφοράς επιφέρουν εφαρμογή τεκμηρίων, προσαρμόζουν την οικονομική τους συμπεριφορά έτσι ώστε το προϊόν της φοροδιαφυγής να κατευθύνεται σε δραστηριότητες που δεν αποτελούν τεκμήριο.
Είναι σε αυτό το πλαίσιο που ο νεοπλουτισμός στην Ελλάδα ταυτίστηκε λιγότερο με το ακριβό αυτοκίνητο και περισσότερο με τα «μπουζούκια». Το δε ακριβό σπίτι μπορεί να αγοραστεί με στεγαστικό δάνειο, ενόσω το χρήμα της φοροδιαφυγής διασφαλίζει μια πλουσιοπάροχη κατά τα λοιπά ζωή. Ούτε λίγο ούτε πολύ δηλαδή, τα τεκμήρια εντέλει υποδεικνύουν στους φοροδιαφεύγοντες «ασφαλείς» οδούς δαπάνησης του μη δηλούμενου εισοδήματός και έτσι προστατεύουν και δεν καταπολεμούν τη φοροδιαφυγή.
Τρίτο σοβαρό μειονέκτημα των τεκμηρίων, πάλι για τα δημόσια έσοδα: Η μείωση των εσόδων από εμμέσους φόρους: Το κράτος έχει πολλά είδη φόρων, μεταξύ αυτών τους εμμέσους φόρους, ακριβώς διότι δεν αναμένει ρεαλιστικά να συλλάβει όλη τη φοροδοτική ικανότητα της κοινωνίας μόνον με φόρους επί του εισοδήματος.
Υψηλότερη κατανάλωση εντός της επίσημης οικονομίας, σημαίνει πληρωμή υψηλότερου ΦΠΑ. Αν λοιπόν το προϊόν της φοροδιαφυγής δαπανηθεί για την αγορά ενός π.χ. ακριβού αυτοκινήτου, το κράτος θα εισπράξει την άλλη στιγμή 24% ΦΠΑ, χωρίς καμία προσπάθεια καταπολέμησης της φοροδιαφυγής του φόρου εισοδήματος.
Το δε κέρδος από το «άσπρισμα» του χρήματος της φοροδιαφυγής είναι πολλαπλό και μακροπρόθεσμο: Όσο περισσότερο χρήμα επιστρέφει στη δηλούμενη οικονομική δραστηριότητα, τόσο περισσότερο μειώνεται η παραοικονομία και μάλιστα μόνιμα, διότι η οικονομία εκπαιδεύεται στη διενέργεια δηλούμενων συναλλαγών. Τα τεκμήρια, αντιθέτως, εμποδίζοντας ευχερή δαπάνηση του χρήματος της φοροδιαφυγής στη δηλούμενη οικονομική δραστηριότητα, περιχαρακώνουν και διαιωνίζουν την παραοικονομία.
Εδώ όμως ανακύπτουν τα περισσότερα ηθικά και κοινωνικά ερείσματα των τεκμηρίων: Είναι ηθικό και κοινωνικά αποδεκτό, οι φοροδιαφεύγοντες να επιβραβεύονται με «ελεύθερη» τρόπον τινά απόκτηση ακριβού αυτοκινήτου, ακριβού σπιτιού και πολυτελούς εν γένει ζωής, ενώ οι βαρέως φορολογούμενοι να τα στερούνται ακριβώς λόγω της φορολογικής τους συνέπειας;
Αυτό είναι όμως εντέλει το μεγαλύτερο λάθος των υποστηρικτών των τεκμηρίων: Το να μην υπάρχουν τεκμήρια – όπως πουθενά στον πολιτισμένο κόσμο δεν υπήρχαν, με εξαίρεση την Ιταλία μετά το 2011 – καθόλου δεν σημαίνει ότι ο φορολογούμενος που φοροδιαφεύγει μπορεί να διάγει βίο δυσανάλογα πολυτελή σε σχέση με τα εισοδήματα που δηλώνει.
Αυτό διότι η απόκτηση πολυτελούς αυτοκινήτου, σκάφους, ακινήτων κλπ. από φορολογούμενους που δεν δηλώνουν αντίστοιχα εισοδήματα, αποτελούν αφορμές και έρεισμα φορολογικών ελέγχων – όπως ακριβώς συμβαίνει παντού στον κόσμο. Η μόνη διαφορά είναι ότι η ύπαρξη των τεκμηρίων δρα προληπτικά – κατευθύνοντας όμως παράλληλα τον φοροδιαφεύγοντα σε λύσεις εκτός της κρατικής επιτήρησης – ενώ οι φορολογικοί έλεγχοι δρουν κατασταλτικά.
Οι έλεγχοι είναι προτιμότεροι, διότι παραμερίζουν και τα σήμερα «ασφαλή», εκτός τεκμηρίων καταφύγια, επιτρέπουν να ελεγχθεί συνολικά ο τρόπος ζωής του φορολογουμένου και το εάν συνάδει με τα δηλούμενα από αυτόν εισοδήματα και, κυρίως και πρωτίστως, διότι έτσι αποφεύγονται οι σημαντικές αδικίες που προκαλούν τα τεκμήρια εις βάρος όσων δεν διαθέτουν τη φοροδοτική ικανότητα που αυτά αμαχήτως υποθέτουν.
Τούτο βέβαια, μόνον εφόσον οι κανόνες που θα διέπουν τους ελέγχους τρόπου διαβίωσης παύσουν να βασίζονται σε κατ’ αποκοπή τεκμαρτά ποσά, που θα είναι κατ’ ουσίαν επαναφορά των τεκμηρίων από την πίσω πόρτα.
Η κατάργηση των τεκμηρίων θα αυξήσει σημαντικά τη συναίνεση εκ μέρους των φορολογουμένων έναντι της φορολογίας. Οι ελεγκτικές υπηρεσίες θα αποκτήσουν ουσιώδες ελεγκτικό αντικείμενο, εμπεδώνοντας την πεποίθηση ότι ο φορολογούμενος είναι μεν ελεύθερος να διαλέξει όποιο καταναλωτικό μοντέλο επιθυμεί για τον εαυτό του, όμως παράλληλα και ότι το μοντέλο αυτό πρέπει να υποστηρίζεται φορολογικά.
Η πεποίθηση αυτή θα εμπεδωθεί όσο εύκολα εμπεδώθηκε τα τελευταία 12 χρόνια ότι δεν υπάρχει τραπεζικό απόρρητο έναντι της εφορίας. Αρχικά ο κόσμος να φοβόταν να αφήσει τα χρήματά του στην τράπεζα, σε δεύτερο χρόνο όμως ο αυξήθηκε σημαντικά η φορολογική του συμμόρφωση, ακριβώς για να μπορεί ο κόσμος να απολαμβάνει τα οφέλη του τραπεζικού συστήματος.
Το ίδιο θα συμβεί μεσοπρόθεσμα και με τα τεκμήρια: Η ελεύθερη επιλογή καταναλωτικού μοντέλου, θα οδηγήσει τελικά σε αυτόβουλη φορολογική συμμόρφωση. Σήμερα οι φοροδιαφεύγοντες Έλληνες σκέπτονται: «Δεν μπορώ να πάρω π.χ. σκάφος γιατί έχει τεκμήριο». Αύριο όμως θα σκέπτονται: «Μπορώ να πάρω σκάφος». Μόνοι τους τότε θα δηλώσουν υψηλότερο εισόδημα ώστε να μην έχουν φορολογικό πρόβλημα».
Η μετεκλογική κοινοβουλευτική πλειοψηφία δεν πρέπει να διστάσει να καταργήσει τα τεκμήρια. Κυρίως, δεν πρέπει να συνδυάσει την κατάργησή τους με οποιαδήποτε λανθάνουσα επαναφορά τους από την πίσω πόρτα. Οι διεθνώς καθιερωμένες ελεγκτικές πρακτικές βάσει του τρόπου διαβίωσης επαρκούν για την αναπλήρωση και βελτίωση της φορολογικής συνείδησης μετά την κατάργηση των τεκμηρίων.
Η ιστορία με τον βοριά και τον ήλιο πρέπει να είναι οδηγός του φορολογικού νομοθέτη: Η «λιακάδα» της καταρχήν ελεύθερης οικονομικής συμπεριφοράς θα οδηγήσει τους φορολογούμενους να πετάξουν την βαριά «κάπα» της φοροδιαφυγής και όχι ο βαρύς «βοριάς» των τεκμηρίων.
Γεώργιος Ι. Μάτσος, Δ.Ν., Δικηγόρος