Τα αμερικανικά τραπεζικά μεγαθήρια JPMorgan Chase και Goldman Sachs είναι έτοιμα να τα βάλουν με μια αγορά λιανικής τραπεζικής στην οποία πολλοί ξένοι προσπάθησαν να βάλουν πόδι αλλά απέτυχαν – τη Βρετανία.
Οι δύο τράπεζες θα τεστάρουν τη βρετανική αγορά για να δουν αν οι μάρκες τους στις ΗΠΑ - Chase και Marcus - μπορούν να επεκταθούν παγκοσμίως. Η πρόκληση, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις αναλυτών, είναι αν θα καταφέρουν να αποσπάσουν μερίδιο από μια αγορά καταναλωτών στην οποία είναι εδραιωμένοι οι τοπικοί πάροχοι.
Η επιτυχία τους στο εγχείρημα αυτό θα εξαρτηθεί από την ικανότητα τους να προσφέρουν ελκυστικότερη τιμολόγηση και πιο επιδέξια τεχνολογία από τους εγχώριους παίκτες. Έξι τράπεζες κυριαρχούν στην αγορά λιανικής τραπεζικής στη Βρετανία – Lloyds, NatWest Group, Barclays, HSBC Holdings, Banco Santander και Nationwide Building Society.
Το εγχείρημα δεν θα είναι εύκολο καθώς οι πελάτες τείνουν να έχουν δεμένες σχέσεις με τις τράπεζες αυτές και το να μεταφέρουν χρήματα η να ανοίξουν πρόσθετους λογαριασμούς μπορεί να τους φανεί ταλαιπωρία, σύμφωνα με αναλυτές του χώρου.
«Το διάστημα χρόνου που απαιτείται για να χτίσεις ένα franchise στη Βρετανία εύκολα μπορεί να υποεκτιμηθεί, παίρνει χρόνια», σχολιάζει αναλυτής της Goodbody.
Η JPMorgan έχει ήδη ενισχύσει το άνοιγμα της στη βρετανική αγορά με την εξαγορά της ψηφιακής εταιρείας διαχείρισης περιουσίας Nutmeg για 700 εκατ. στερλίνες ($973 εκατ.), ένα ντηλ που πιστεύει ότι θα την βοηθήσει να αποκτήσει πρόσβαση σε μια αναπτυσσόμενη αγορά αποταμιευτών.
Η Goldman που λάνσαρε τους αποταμιευτικούς λογαριασμούς Marcus στη Βρετανία το 2018 σχεδιάζει να προσφέρει υπηρεσίες όπως αυτοματοποιημένη διαχείριση επενδύσεων την επόμενη χρονιά, έχοντας ήδη συγκεντρώσει καταθέσεις ύψους $30 δις.
Υπάρχουν βέβαια και startups τα οποία έχουν εισέλθει στην τραπεζική αγορά της Βρετανίας όπως η Metro και η Monzo αλλά παραμένουν ζημιογόνα και δεν έχουν ακόμη καταφέρει να πλήξουν την κυριαρχία των μεγάλων εγχώριων τραπεζών. Το προσπάθησε και το γερμανικό startup N26 αλλά αποχώρησε μετά από δύο χρόνια.
Στην JPMorgan o διευθύνων σύμβουλος Jamie Dimon δήλωσε τον περασμένο μήνα ότι η τράπεζα θα χρησιμοποιήσει τη Βρετανία ως τεστ στα σχέδια της να επεκταθεί παγκοσμίως. «Η Βρετανία είναι μόνο η αρχή, αν πετύχει εκεί τότε θα σκεφτούμε τα άλλα πράγματα που θα μπορούσαμε να κάνουμε με τις υπηρεσίες αυτές».
Με το να προσφέρει προϊόντα ψηφιακά η JPMorgan θα είναι σε θέση να διαπιστώσει ποιες στρατηγικές φέρνουν καλά αποτελέσματα χωρίς το κόστος ενός δικτύου υποκαταστημάτων.
Η JPMorgan είναι η μεγαλύτερη αμερικανική τράπεζα με καταθέσεις πάνω από $1 τρις. Οι δραστηριότητες της στη λιανική τραπεζική εισέφεραν το 42% των εσόδων της πέρυσι και ο όμιλος σχεδιάζει να έχει υποκαταστήματα σε 48 από τις 50 πολιτείες των ΗΠΑ μέχρι το τέλος του καλοκαιριού. Για να αναπτυχθεί περαιτέρω η λιανική της JPMorgan Chase πρέπει να επιχειρήσει εκτός των ΗΠΑ.
Για τη Goldman Sachs o τομέας τραπεζικής για τους καταναλωτές αποτελεί βασικό πυλώνα του σχεδιασμού του επικεφαλής του ομίλου David Solomon, ο οποίος θέλει να μειώσει την εξάρτηση από το trading και τις υπηρεσίες επενδυτικής τραπεζικής. Το consumer banking της Goldman εισέφερε λιγότερο από το 5% των εσόδων της πέρυσι. Οι καταθέσεις έφτασαν τα $100 δις το πρώτο τρίμηνο.
Τα νούμερα μπορεί να είναι μικρότερα από αυτά της JPMorgan, ωστόσο η Goldman αναπτύσσει τις δραστηριότητες του consumer banking με ταχείς ρυθμούς στοχεύοντας σε φθηνότερη άντληση χρήματος και νέες πηγές εσόδων. Και οι δύο τράπεζες θέλουν να προσφέρουν ευρύ φάσμα υπηρεσιών σε καταναλωτές, καταθέσεις, επενδύσεις, δάνεια.
Και οι δύο επέλεξαν τη Βρετανία λόγω της κανονιστικής υποδομής και της μεγάλη και εύπορης πελατειακής βάσης. Η βρετανική αγορά είναι ελκυστική λόγω του ανεπτυγμένου οικοσυστήματος fintech.
Η Βρετανία είναι μπροστά και σε ότι έχει να κάνει με το Open Banking, που στοχεύει να δώσει στους τραπεζικούς πελάτες πλήρη έλεγχο των χρηματοοικονομικών τους πληροφοριών και να τους διευκολύνει στο να αλλάζουν τράπεζες. Η Βρετανία στο τομέα αυτόν είναι μπροστά από την υπόλοιπη Ευρώπη.
Η Βρετανία είναι όμως και μια δύσκολη αγορά. Οι τέσσερεις μεγαλύτερες εγχώριες τράπεζες είδαν πτώση 12% στα έσοδα πέρυσι λόγω των χαμηλών επιτοκίων. Ο τραπεζικός κλάδος συρρικνώνει τα δίκτυα καταστημάτων για να μειώσει τα λειτουργικά κόστη καθώς οι πελάτες τα επισκέπτονται με μικρότερη συχνότητα, τείνοντας να προτιμούν τις ψηφιακές επιλογές.
Oμως, ψηφιακοί διεκδικητές όπως η Revolut, η Starling και η Monzo έχουν καταφέρει μικτές επιδόσεις.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις αναλυτών η JPMorgan και η Goldman μπορούν να βρουν δίοδο και να αποσπάσουν αξιόλογο μερίδιο αγοράς στη Βρετανία από τις καταθέσεις έως και τη στεγαστική πίστη. Οι νέοι παίκτες μπορούν να ανταγωνιστούν όταν έχουν χαμηλότερα κόστη αλλά οι δύο αμερικανικές τράπεζες έχουν ανταγωνιστικό πλεονέκτημα τις βαθιές τους τσέπες για να χτίσουν την απαραίτητη τεχνολογία από το μηδέν η να την αποκτήσουν μέ εξαγορές των fintech.