Η ελληνική οικονομία βρίσκεται στην κορυφή ενός πολύ ισχυρού κύματος ανάκαμψης. Μπορεί να αναμένεται για τη φετινή χρονιά μεγέθυνση του πραγματικού ΑΕΠ, στην περιοχή του 8 με 8,5%, που θα σβήσει μεγάλο τμήμα της περυσινής, επίσης εξαιρετικά βαθιάς, ύφεσης του 9%. Ο συνδυασμός της με την παρουσία πηγών και εργαλείων χρηματοδότησης, δημιουργεί βάση αισιοδοξίας για υψηλότερη ανάπτυξη και εισοδήματα τα επόμενα χρόνια. Μπορεί πράγματι να υπάρξει μια θετική πορεία;
Τόσο η φετινή ανάκαμψη όσο και η περυσινή ύφεση είναι από τις ισχυρότερες στην Ευρωζώνη, γεγονός που αντανακλά την ισχυρή συμμετοχή τομέων που πλήγηκαν άμεσα από την πανδημία, όπως του τουρισμού, του λιανικού εμπορίου, της εστίασης και των μεταφορών.
H πανδημία βρίσκεται ακόμα σε εξέλιξη: oι ανθρώπινες απώλειες καθημερινά είναι υπερβολικά υψηλές για να αγνοηθούν ή να θεωρηθούν μέρος μιας αποδεκτής κανονικότητας, όπως επίσης δεν μπορούν να αγνοούνται οι κίνδυνοι έξαρσης του υγειονομικού προβλήματος.
Όμως η κατανάλωση, ιδιωτική και δημόσια, καταγράφει μεγάλη άνοδο. Καθώς αποτελεί πολύ μεγάλο μέρος του ελληνικού ΑΕΠ, αυτή κυρίως στηρίζει την τρέχουσα ανάκαμψη, και συνοδεύεται από βελτίωση προσδοκιών, αγορές αγαθών που έχουν αναβληθεί αλλά και μεγάλο δημοσιονομικό έλλειμμα.
Αυτά αφορούν τη χρονιά που κλείνει σε λίγες εβδομάδες. Για το επόμενο έτος, αναμένεται περαιτέρω μεγέθυνση του ΑΕΠ, όμως με σαφώς χαμηλότερο ρυθμό, στην περιοχή του 4%, καθώς η δυναμική εξόδου από την πανδημία σταδιακά θα εξαντλείται.
Ακόμη και αυτό, υπό την υπόθεση πως δεν θα υπάρξει έξαρση της πανδημίας ή καθυστέρηση και εμπόδια στην ομαλή χρηματοδότηση της οικονομίας, αλλιώς η μεγέθυνση θα περιοριστεί περισσότερο. Σε κάθε περίπτωση, η προσοχή οφείλει πλέον να στρέφεται κυρίως στις μεσοπρόθεσμες τάσεις και χαρακτηριστικά της οικονομίας.
Η μακροχρόνια τάση της οικονομίας μας, με τα προ πανδημίας δεδομένα, είναι για ετήσια μεγέθυνση περίπου 1%. Αυτός ο ρυθμός, που συνυπολογίζει την ασθενή παραγωγικότητα και δυσμενή δημογραφική εξέλιξη, μπορεί να ενισχυθεί σημαντικά τα επόμενα δύο ή τρία χρόνια από τη θετική συγκυρία και ειδικότερα μέσω μείωσης της ανεργίας και του επενδυτικού κενού.
Ακόμη όμως και να συνυπολογιστεί η θετική επίδραση του Ταμείου Ανάκαμψης και της εισροής νέων πόρων, η τελική επίδραση, μόνο δηλαδή, με χρήση περισσότερου κεφαλαίου και εργασίας, θα εξασθενίζει σταδιακά προς ένα 2% στον μέσο όρο της δεκαετίας.
Αυτή η πορεία δεν θα επιτρέπει σύγκλιση με το κέντρο της ευρωζώνης, ούτε ουσιαστική βελτίωση της θέσης των νοικοκυριών, θα εγείρει προβληματισμούς για την ομαλή συνέχιση της εξωτερικής χρηματοδότησης και δεν αποκλείει νέες κρίσεις.
Υψηλότεροι ρυθμοί μεγέθυνσης στη δεκαετία, άνω του 3% κατά μέσο όρο, θα μπορούν να επιτευχθούν μόνο με αύξηση της παραγωγικότητας και περαιτέρω προσέλκυση παραγωγικών συντελεστών, εξέλιξη όμως που προϋποθέτει ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις στις αγορές και τον δημόσιο τομέα.
Άλλωστε, οι πολιτικές άμεσης στήριξης νοικοκυριών και επιχειρήσεων από το δημόσιο ταμείο, πρέπει αναγκαστικά να αντιστραφούν, τείνοντας προς μηδενικό έλλειμμα την ερχόμενη χρονιά και λελογισμένα πρωτογενή πλεονάσματα, της τάξης του 1%, στη συνέχεια.
Η δημοσιονομική εξισορρόπηση είναι σύμφυτη με την αξιοπιστία και συστηματική ανάπτυξη για την ελληνική οικονομία και πρέπει να επιτευχθεί με κατάλληλο μείγμα εσόδων και δαπανών, πρωτίστως για το συμφέρον της χώρας και δευτερευόντως λόγω των ευρωπαϊκών δημοσιονομικών κανόνων, όπως τελικά θα διαμορφωθούν.
Το σημερινό σταυροδρόμι, λοιπόν, δημιουργεί ευκαιρίες και θέτει διλήμματα. Η δυναμική εξόδου από την πανδημία και η διαθεσιμότητα χρηματοδότησης μπορούν να υποστηρίξουν μια σημαντική μεγέθυνση της οικονομίας για τα επόμενα δύο ή τρία χρόνια.
Το πόσο ισχυρή, όμως, και κυρίως το πόσο διατηρήσιμη θα είναι αυτή εξαρτάται από τις αποφάσεις πολιτικής που θα εφαρμοστούν. Μια θετική βάση ήδη υπάρχει, με αύξηση στις εξαγωγές από τη μεταποίηση, της ποιότητας σε μέρος του τουριστικού προïόντος και νησίδες καινοτομίας.
Συνεπείς επιλογές που θα οδηγούν στην πράξη σε περισσότερο ανοικτές αγορές και πολύ απλούστερο και αποτελεσματικό δημόσιο τομέα, μπορεί να έχουν κόστος εφαρμογής αλλά είναι απαραίτητες για τη συστηματική ανάπτυξη. Η οικονομία μας έχει μακρύ δρόμο να διανύσει μέχρι τον μέσο όρο της Ευρώπης και για να τεθεί σταθερά σε θετική πορεία.
*Ο Νίκος Βέττας είναι Γενικός Διευθυντής του ΙΟΒΕ και Καθηγητής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών