Η έννοια του «κοινωνικού» είναι θύμα σοβαρής λεξιλογικής παρανόησης: Καθώς η παροχή κρατικού χρήματος στους αδύναμους ονομάζεται «κοινωνική» πολιτική, δημιουργείται η εντύπωση ότι «κοινωνία» είναι τάχα εκείνο το τμήμα του λαού που εισπράττει κρατικό χρήμα. Όμως, οι παροχές προς τους πιο αδύναμους χρηματοδοτούνται από την «όλη» κοινωνία δια των φόρων. Η κοινωνία απαρτίζεται τόσο από εισπράττοντες, όσο και από πληρώνοντες.
Υπάρχει όμως και ακόμη σοβαρότερη παρεξήγηση: Η αντίληψη που θέλει τους αδύναμους να υποστηρίζονται από το κράτος. Η εν πολλοίς πελατειακή αυτή αντίληψη παραγνωρίζει τον μηχανισμό της οικονομίας, μέρος του οποίου είναι η τάση όλων να ξοδεύουν το χρήμα τους: Η οικονομική πραγματικότητα των «πλουσίων» απέχει πολύ από την παιδική εικόνα του Σκρουτζ Μακ Ντακ να κολυμπάει κυριολεκτικά μέσα στα νομίσματά του.
Σχεδόν όλοι οι ευκατάστατοι άνθρωποι τείνουν να καταναλώνουν περισσότερα αγαθά και υπηρεσίες. Η υψηλότερη κατανάλωση συνεπάγεται αυτομάτως διαμοιρασμό του πλούτου με την υπόλοιπη κοινωνία, χωρίς αυτό να πρέπει να το διατάξει κανένα κράτος. Όταν μάλιστα ο πλούτος επενδύεται για να παράγει ακόμη περισσότερο πλούτο, η διαθέσιμη περιουσία της κοινωνίας αυξάνεται. Αυτό έχει μόνον όφελος, ακόμη και για αυτούς στους οποίους δεν ανήκει ατομικά ο πλούτος αυτός.
Ένας π.χ. πλούσιος εργολάβος οικοδομών που ευρίσκεται ενώπιον του διλήμματος επένδυσης ή κατανάλωσης, εάν μεν επιλέξει την κατανάλωση θα μεταφέρει άμεσα ένα μέρος του πλούτου του αλλού. Αλλά κι αν επενδύσει στο κτίσιμο κατοικιών, αφενός θα δώσει δουλειά στα συνεργεία του, αφετέρου θα αυξήσει την προσφορά νέων κατοικιών, καλύπτοντας τη ζήτηση και διατηρώντας τις τιμές σε χαμηλότερα επίπεδα.
Οι δε οικοδόμοι που απασχολεί ο εργολάβος του παραδείγματος, θα παύσουν να χρειάζονται επιδόματα, θα αισθάνονται τη χαρά της δημιουργίας, θα μπορούν να σχεδιάζουν ένα καλύτερο αύριο, αλλά κυρίως: Να έχουν περισσότερα χρήματα στην τσέπη τους από ό,τι εάν εισέπρατταν επιδόματα.
Συνεπώς, οι σοσιαλιστικού χαρακτήρα φιλοδοξίες για δήθεν υψηλότερα φορολογικά έσοδα που τάχα θα προκύψουν από υψηλότερους φόρους είναι παρά της ανεδαφικής προσδοκίας ότι οι φόροι θα χρηματοδοτήσουν τάχα μια καλύτερη ζωή για τους αποδέκτες κοινωνικών ενισχύσεων.
Ακόμη μεγαλύτερη πλάνη είναι, όμως, η εντύπωση ότι οι υψηλότεροι συντελεστές οδηγούν τάχα σε υψηλότερα φορολογικά έσοδα.
Ο πλούτος δεν είναι κάτι που το δίνει το κράτος. Το κράτος δεν δημιουργεί πλούτο. Η οικονομική πρωτοβουλία, η τεχνολογία, η πάσης φύσεως παραγωγή δημιουργούν πλούτο, που εν συνεχεία διαχέεται στην υπόλοιπη κοινωνία μέσω του μηχανισμού κατανάλωσης και επενδύσεων.
Αν οι φόροι είναι τόσο υψηλοί που παρεμποδίζουν την οικονομική δραστηριότητα, τότε δημιουργείται λιγότερος πλούτος και εντέλει εισπράττονται λιγότεροι φόροι. Οι υψηλοί συντελεστές καταστρέφουν τον πλούτο.
Αυτά όλα δεν είναι θεωρίες: Η σημαντική μείωση των φόρων της τετραετίας 2019-2023 οδήγησε στο κρατικό ταμείο περισσότερα φορολογικά έσοδα από πότε άλλοτε: 55,3 δις ευρώ εισέπραξε το κράτος από φόρους το 2022, με το αμέσως επόμενο καλύτερο εισπρακτικό αποτέλεσμα στο τελευταίο έτος προ κορονοϊού (2019), έτος μεγάλης μείωσης φόρων με 51,4 δις. Η ιστορικά τρίτη καλύτερη χρονιά ήταν το 2010, με 51,2 δις, πρώτο έτος των Μνημονίων και επιβολής υψηλότατων νέων φόρων. Τότε ακριβώς ξεκίνησε η κατάρρευση των φορολογικών εσόδων, που βίωσε η χώρα στη δεκαετία του 2010, με ναδίρ το 2015 (43,2 δις φορολογικά έσοδα).
Γιατί λοιπόν εξαγγέλλονται εξ αριστερών υψηλότεροι συντελεστές, που θα μειώσουν τα φορολογικά έσοδα; Ακόμη κι εάν υποτεθεί ότι χρηματοδοτούνται έτσι υψηλότερες κοινωνικές παροχές, το τελικό αποτέλεσμα πλουτισμού στην τσέπη των πιο αδύναμων θα είναι χειρότερο και όχι καλύτερο, από ό,τι εάν η οικονομική ανάπτυξη τους διασφάλιζε π.χ. αξιοπρεπή εργασία.
Ο μόνη δικαιολογία των υψηλών συντελεστών είναι η υποτιθέμενη δικαιότερη κατανομή των φορολογικών βαρών: Μισθωτός με εισόδημα άνω των 40.000 € επιβαρύνεται με 44% φόρο, ενώ ο «μεγαλομέτοχος» μόνον με 25,9% (το 5% του φόρου μερισμάτων υπολογιζόμενο στο αποφορολογημένο εταιρικό κέρδος ποσοστού 78% ανέρχεται σε 3,9% επί των εταιρικών κερδών). Ακόμη όμως και με την πρόταση ΠΑΣΟΚ/ΣΥΡΙΖΑ για 15% φόρο μερισμάτων, η φορολογία του μεγαλομετόχου θα ανέλθει σε 33,7% (το 15% στο 78% αποδίδει πραγματικό συντελεστή 11,7%). Για να εξισωθεί ο «μεγαλομέτοχος» με τον μισθωτό πρέπει ο φόρος μερισμάτων να αυξηθεί στο 28,21%!
Γιατί όμως όσοι διατείνονται ότι επιδιώκουν «κοινωνική δικαιοσύνη» δεν προτείνουν φόρο μερισμάτων 28,21%; Ή δεν γνωρίζουν στοιχειώδη μαθηματικά ή δεν ενδιαφέρονται κατά βάθος για κοινωνική δικαιοσύνη.
Ο πραγματικός λόγος που ούτε η πρόταση για 15% φόρο μερισμάτων επιφέρει «κοινωνική δικαιοσύνη» είναι στην πραγματικότητα άλλος: Είναι η επίγνωση ότι δεν υπάρχει δυνατότητα απεριόριστα υψηλής φορολογίας στους «πλούσιους». Η επίγνωση ότι η υπερφορολόγηση των «πλουσίων» καταστρέφει την οικονομία και δεν βοηθάει τους αδύναμους. Τα (πολύ λίγα) που θα εισπράξει το κράτος από τους «μεγαλομετόχους», θα τα χάσει πολλαπλά από τον πλούτο που οι «μεγαλομέτοχοι» δεν θα δημιουργήσουν στην Ελλάδα και θα δαπανήσουν στην Ελλάδα.
Κατά την τετραετία 2019-2023 οι φόροι, παρά το ότι μειώθηκαν σημαντικά, έπεσαν μόνον τόσο, όσο να είναι οριακά ανεκτοί από την οικονομία. Παρά την οικονομική έκρηξη που βιώθηκε κατά τα τελευταία χρόνια, αυτό συνέβη χωρίς να θεωρείται η Ελλάδα χώρα χαμηλής φορολογίας. Το αντίθετο συμβαίνει. Είμαστε ακόμη χώρα υψηλής φορολογίας.
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη κινήθηκε όμως πολύ μεθοδικά στο ζήτημα της μείωσης των φορολογικών και των παρομοίων επιβαρύνσεων.
Η μείωση του φόρου μερισμάτων στο 5% ήταν στρατηγική κίνηση με χαμηλό δημοσιονομικό κόστος, αλλά πολύ υψηλό όφελος για την οικονομία.
Η κατάργηση της έκτακτης εισφοράς είχε μεν υψηλότερο δημοσιονομικό κόστος, ήρε όμως σημαντικότατες στρεβλώσεις που οδηγούσαν τον τελικό φορολογικό συντελεστή να φθάνει στο 55%.
Ο ανώτατος συντελεστής 44% σε μισθωτή και μη μισθωτή εργασία παραμένει υπερβολικά υψηλός. Όμως υπήρχε σημαντικότερη προτεραιότητα, όπου ορθώς αφιέρωσε η κυβέρνηση Μητσοτάκη τα όποια δημοσιονομικά περιθώρια: Η μείωση των ασφαλιστικών εισφορών των μισθωτών, που αποτελούν μεγάλο μέρος του κόστους παραγωγής σε όλες τις επιχειρήσεις.
Το αποτέλεσμα της μείωσης του κόστους εργασίας ήταν, η αγορά εργασίας να ενισχυθεί τόσο ώστε, παρά την ονομαστική ανεργία του 10-11%, οι επιχειρήσεις αναγκάζονται να προσφέρουν ολοένα και μεγαλύτερους μισθούς για να ανεύρουν εργαζόμενους και πάλι να μην βρίσκουν. Η πρωτοφανής αυτή εξέλιξη αποδεικνύει την ορθότητα της φορολογικής πολιτικής Μητσοτάκη.
Σήμερα πια πρέπει, όχι να αυξηθούν πάλι οι φόροι της επιχειρηματικής δραστηριότητας, αλλά να έλθει η σειρά της μείωσης της φορολογίας της εργασίας. Πραγματική δικαιοσύνη στη φορολογία είναι, όχι να αυξηθεί η φορολογία του «μεγαλομετόχου», αλλά να μειωθεί καταλυτικά η φορολογία του «μεγαλομισθωτού» των 40.000 ευρώ το χρόνο.
Η παραδοσιακή απαρέσκεια των Ελλήνων στη μισθωτή εργασία και η προτίμηση στο ελεύθερο επάγγελμα έχει σαφές φορολογικό έρεισμα: Η αριστερή πολιτική ορθότητα επέβαλλε να έχει ανέκαθεν η Ελλάδα υψηλούς ονομαστικούς συντελεστές στη δηλούμενη, μισθωτή κυρίως εργασία, ενώ οι ελεύθεροι επαγγελματίες μπορούσαν να αποφύγουν τους ίδιους συντελεστές, διαπράττοντας φοροδιαφυγή.
Αν η Ελλάδα εννοεί το brain gain, τότε πρέπει να παύσει να θεωρεί τον μισθωτό των 60, των 70 ή των 100.000 χιλιάδων ευρώ κατ’ έτος ως «πλούσιο». Αυτό μάλιστα αφορά πρωτίστως τον δημόσιο τομέα, όπου δεν θα έλθουν εργαζόμενοι υψηλής εξειδίκευσης (π.χ. γιατροί του ΕΣΥ) με 44% φόρο.
Η Ελλάδα πρέπει επιτέλους να δώσει τη δυνατότητα στους Έλληνες να γίνουν νόμιμα πλούσιοι. Έγινε μια καλή αρχή από εκεί που έπρεπε, από αυτούς που κινούν το χρήμα, που πρέπει να συνεχιστεί με αυτούς που αξιοποιούν το επενδυόμενο χρήμα: Τους εργαζόμενους.
Η φορολογική διευκόλυνση της μισθωτής εργασίας θα αναπτύξει υγιή ανταγωνισμό αυτής με το ελεύθερο επάγγελμα και θα συμβάλει καίρια και στην αντιμετώπιση της «μικρής» φοροδιαφυγής των αυτοαπασχολούμενων. Με το περίπλοκο, όμως, θέμα της «μικρής» φοροδιαφυγής θα ασχοληθούμε σε επόμενα σημειώματα.
* Γεώργιος Ι. Μάτσος, Δ.Ν., Δικηγόρος