Η Κριστίν Λαγκάρντ δεν κατάφερε να κάνει το ολικό «λίφτινγκ» που θα ήθελαν οι χώρες του Νότου μέσω της στρατηγικής αναθεώρησης, τα αποτελέσματα της οποίας ανακοινώθηκαν χθες, ωστόσο και μόνο η αλλαγή του στόχου για τον πληθωρισμό -και ορισμένες ακόμη προσαρμογές που έγιναν- μετά από 18 ολόκληρα χρόνια, συνιστούν ευθεία μετατόπιση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας από το αυστηρό δόγμα Bundesbank, που είναι φυσικά το δόγμα του Βερολίνου και του γνωστού μας Βόλφγκανγκ Σόιμπλε. Μήπως τελικά συντελέστηκε μια μικρή «επανάσταση»;
Η αλλαγή πλεύσης, με τον συμμετρικό στόχο για τον πληθωρισμό στο 2%, επιτρέποντας ακόμη και υψηλότερα επίπεδα αν αυτό κριθεί απαραίτητο, έναντι του «κοντά αλλά χαμηλότερα από 2%» που ίσχυε μέχρι σήμερα, σημαίνει ότι η ΕΚΤ θα συνεχίσει να εφαρμόζει εξαιρετικά χαλαρή νομισματική πολιτική για περισσότερο, κόντρα στις απαιτήσεις της Γερμανίας. Αυτό είναι το πρώτο σημαντικό συμπέρασμα.
Και μόνο η συγκεκριμένη εξέλιξη θα μπορούσε να είναι αρκετή για να χυθεί άπλετο μελάνι σε αναλύσεις αναφορικά με το που οδεύει η ΕΚΤ και γενικότερα η ζώνη του ευρώ. Όμως, αφενός η αλλαγή του στόχου ήταν αναμενόμενη και αφετέρου πέρασε και λίγο της Γερμανίας, αφού απετράπη ο «μέσος πληθωρισμός» που θα σήμαινε αποδοχή υψηλότερου πληθωρισμού για περισσότερο.
Την ίδια στιγμή, ωστόσο, στην Ευρωζώνη των παραδοσιακά αργών αντανακλαστικών, η αλλαγή που αφορά στη δέσμευση της ΕΚΤ να επιτρέπει στον πληθωρισμό να τρέξει πάνω από το 2%, έστω και για λίγο, μπορεί να φέρει μεγάλες ανατροπές.
Σε… απλά ελληνικά, αυτό συνεπάγεται ότι το διοικητικό συμβούλιο της Ευρωτράπεζας σε καμία περίπτωση δεν θα βιαστεί να αποσύρει τα μέτρα στήριξης της οικονομίας, πόσω μάλλον όταν οι περισσότεροι αναλυτές προβλέπουν ότι η άνοδος του πληθωρισμού που καταγράφεται φέτος θα είναι προσωρινή και το 2022 θα σημειώσει ξανά άτακτη υποχώρηση.
Βέβαια, όποιος διαβάσει προσεχτικά τα αποτελέσματα της στρατηγικής αναθεώρησης θα δει ότι χαρακτηρίζονται ως «εξίσου ανεπιθύμητες» οι όποιες αποκλίσεις από το στόχο του 2%, είτε προς τα πάνω είτε προς τα κάτω, σε μια προσπάθεια ίσως να ικανοποιηθεί το γερμανικό λόμπι και να επιτευχθεί ο απαιτούμενος συμβιβασμός για το κείμενο των αποτελεσμάτων. Άρα, δύσκολα θα δούμε την ΕΚΤ να επιτρέπει την άνοδο του πληθωρισμού πολύ, ή για πολύ, πάνω από το 2%.
Οι αποφάσεις που γνωστοποίησε χθες η Λαγκάρντ είναι στην ίδια κατεύθυνση με τον «μέσο πληθωρισμό» της Fed αλλά λιγότερο ριζοσπαστικές. Έγινε, όμως, το πρώτο βήμα και αυτό είναι πολύ σημαντικό δεδομένων των ισορροπιών που διαμορφώνονται στην Ευρώπη και των εκλογικών αναμετρήσεων σε Γερμανία και Γαλλία.
Ο νέος στόχος για τον πληθωρισμό επιτρέπει στη Λαγκάρντ να διατηρήσει αμετάβλητη την πολιτική που εφαρμόζει σήμερα για τα επόμενα 2-3 χρόνια, υπό την προϋπόθεση βέβαια ότι θα επιβεβαιωθούν οι προβλέψεις των αναλυτών της ΕΚΤ και ο πληθωρισμός θα επανέλθει σε ρηχά νερά από το 2022.
Διαβάζοντας πίσω από τις γραμμές της ανακοίνωσης, μία ακόμη αλλαγή που απομακρύνει την ΕΚΤ από το δόγμα της Bundesbank είναι, σύμφωνα με την Capital Economics, ότι το διοικητικό συμβούλιο της ΕΚΤ αποδέχεται ότι η κεντρική τράπεζα θα έχει στην κατοχή της κρατικά ομόλογα και άλλα assets των χωρών-μελών για πολλά χρόνια ακόμη.
Από την πλευρά της, η Oxford Economics τονίζει ότι η νέα στρατηγική της ΕΚΤ αποτελεί περισσότερο «εξέλιξη» παρά «επανάσταση», με την κεντρική τράπεζα να προσαρμόζεται στις ταχέως μεταβαλλόμενες συνθήκες. Δεν αποκλείεται, μάλιστα, να οδηγήσει σε αύξηση των αγορών ομολόγων μέσω του «κανονικού» QE (APP), το 2022 για να αντισταθμιστούν οι επιπτώσεις από τη λήξη του έκτακτου QE Πανδημίας (PEPP).
Επίσης, οι δύο οίκοι συμφωνούν πως η γλώσσα που χρησιμοποιείται στη στρατηγική αναθεώρηση δείχνει ότι η ΕΚΤ δεν πρόκειται να επιστρέψει στην περίοδο πριν την κρίση χρέους, όταν αντιδρούσε στην εφαρμογή της ποσοτικής χαλάρωσης. Γι’ αυτό τα επιτόκια χαρακτηρίζονται ως «βασικό εργαλείο πολιτικής» και αναφέρεται ότι οι αγορές ομολόγων και τα TLTROs θα χρησιμοποιηθούν ξανά στο μέλλον αν κριθεί απαραίτητο.
Ο λόγος που η ΕΚΤ αφήνει ανοιχτό το «οπλοστάσιό» της είναι γιατί εκτιμάται ότι υπάρχουν αρκετές πιθανότητες να σημειωθούν αναταράξεις στην οικονομία ενώ τα πραγματικά επιτόκια θα είναι κολλημένα κοντά στο μηδέν και η μείωσή τους δεν θα μπορεί να φέρει αποτελέσματα.