Του Κωνσταντίνου Μαριόλη
Οι αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων δεν θα μείνουν για πάντα σε τόσο χαμηλά επίπεδα, προειδοποιεί με δήλωσή του στο liberal.gr, ο επικεφαλής οικονομολόγος της Capital Economics για την Ευρώπη, Άντριου Κένινχαμ, σχολιάζοντας την έκδοση 10ετούς ομολόγου, αναδεικνύοντας παράλληλα την ανάγκη αναβάθμισης του ελληνικού αξιόχρεου στην «επενδυτική βαθμίδα». Μία εξέλιξη για την οποία ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει δεσμευτεί να γίνει πραγματικότητα σε διάστημα 18 μηνών από τις εκλογές ενισχύοντας τις προσδοκίες των επενδυτών για την ελληνική οικονομία.
Το ελληνικό δημόσιο δανείστηκε χθες 2,5 δισ. ευρώ από τις αγορές για 10 χρόνια, με επιτόκιο 3,9% για πρώτη φορά μετά το PSI, ενώ η προηγούμενη έκδοση πραγματοποιήθηκε το 2010, με επιτόκιο 6,5%, λίγες εβδομάδες πριν την προσφυγή στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Η χθεσινή δημοπρασία προκάλεσε κύμα ενθουσιασμού στην κυβέρνηση καθώς οι προσφορές ξεπέρασαν τα 11,8 δισ. ευρώ. Μάλιστα, ο Ευκλείδης Τσακαλώτος έσπευσε να ευχαριστήσει με ένα δηκτικό μήνυμα μέσω twitter τη Νέα Δημοκρατία, λέγοντας ότι αφού η οικονομία βελτιώνεται και έχουμε πρόσβαση στις αγορές με κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ και αντιπολίτευση ΝΔ, τότε αυτό είναι ένα επιτυχημένο σχήμα που πρέπει να διατηρηθεί και μετά τις εκλογές.
Όμως, για την χωρίς προβλήματα έκδοση του 10ετούς μάλλον θα πρέπει να ευχαριστήσει τον... Ντόναλντ Τραμπ για το καλό κλίμα στις αγορές, τη Moody'' s για τη διπλή αναβάθμιση της περασμένης Παρασκευής και τις δημοσκοπήσεις για τις επερχόμενες εκλογές. Την ίδια ώρα, η έκδοση πρέπει να έχει και συνέχεια, που σημαίνει ότι η Ελλάδα πρέπει να αποδείξει ότι έχει τις αγορές με το μέρος της ανεξάρτητα – στο βαθμό που αυτό είναι εφικτό - από τις συνθήκες που επικρατούν.
Η έκδοση, λοιπόν, έχει οικονομικό αλλά και πολιτικό χαρακτήρα. Σε οικονομικό επίπεδο, αναμφίβολα αποτελεί μία θετική εξέλιξη, παρά το γεγονός ότι λαμβάνει χώρα με... τέσσερα χρόνια καθυστέρηση, αφού αν δεν είχαμε την υπερήφανη διαπραγμάτευση θα βγαίναμε με 10ετές μέσα στους πρώτους μήνες του 2015. Σύμφωνα με τον αναλυτή της Capital Economics, η ελληνική κυβέρνηση εκμεταλλεύτηκε τα χαμηλά επιτόκια και το πολύ θετικό κλίμα στις διεθνείς αγορές καθώς και την αναβάθμιση από τη Moody'' s.
«Για τα επόμενα δύο ή τρία χρόνια δεν υπάρχουν μεγάλοι χρηματοδοτικοί κίνδυνοι για την ελληνική κυβέρνηση, δεδομένου ότι υπάρχει ένα τεράστιο κεφαλαιακό απόθεμα», σημειώνει ο κ. Κένινχαμ. Παρ'' όλα αυτά, προειδοποιεί ότι οι αποδόσεις δεν θα παραμείνουν για πάντα τόσο χαμηλά και ειδικότερα από τη στιγμή που η Ελλάδα αξιολογείται τέσσερις βαθμίδες χαμηλότερα από την κατηγορία «επενδυτική βαθμίδα».
Είναι πολύ σημαντικό, προσθέτει ο ίδιος, οποιαδήποτε και αν είναι η κυβέρνηση να μην «χαλαρώσει». Συμπληρώνει δε, ότι θα είναι πολύ καλό για την Ελλάδα να εξασφαλίσει περαιτέρω μείωση του χρέους για να διασφαλιστεί η μακροπρόθεσμη χρηματοοικονομική σταθερότητα.
Όσον αφορά την πολιτική διάσταση της έκδοσης, όλα δείχνουν ότι οι διαδοχικές επαφές που είχε τους τελευταίους μήνες η ελληνική κυβέρνηση και οι ζυμώσεις με οίκους αξιολόγησης και επενδυτικές τράπεζες απέδωσαν καρπούς, με αποτέλεσμα το ελληνικό δημόσιο να καταφέρει αυτό που ήθελε αλλά δεν μπορούσε να φέρει εις πέρας ολόκληρο το 2018. Και το έκανε επειδή οι επενδυτές αναμένουν πολιτική αλλαγή στη χώρα και πιστεύουν ότι πολύ δύσκολα ο κ. Τσίπρας στην αντιπολίτευση θα επιστρέψει στις ακραίες θέσεις που μας οδήγησαν στο κλείσιμο των τραπεζών και στα capital controls του 2015.
Αξίζει, επίσης, να σημειωθεί ότι οι τεχνικές λεπτομέρειες της έκδοσης δείχνουν ότι ήταν «προστατευμένη». Όλα έγιναν με τέτοιο τρόπο ώστε να μην «αγγίξει» το κόστος δανεισμού το ψυχολογικό όριο του 4%, αφού ουσιαστικά αυτός είναι ο βασικός λόγος που αντλήθηκαν 2,5 δισ. ευρώ και όχι 3 δισ. ευρώ που είναι η συνήθης προσφορά για τέτοιες εκδόσεις. Διότι αν ο ΟΔΔΗΧ επέλεγε να αντλήσει περισσότερα χρήματα – αφού είχε σημαντική υπερκάλυψη - το τελικό επιτόκιο θα ήταν υψηλότερο.
Επιπλέον, το μήνυμα προς την επενδυτική κοινότητα θα ήταν πολύ διαφορετικό αν το ελληνικό δημόσιο αντλούσε για παράδειγμα 5 δισ. ευρώ, καθώς η υπερκάλυψη δεν θα ξεπερνούσε τις 2,5 φορές ενώ τώρα ξεπέρασε τις 4,7 φορές, όσο περίπου και οι πρόσφατες εκδόσεις της Ισπανίας και της Ιταλίας.