Δεν χρειάζεται κάποιος να έχει μαντικές ικανότητες για να προβλέψει ότι ο διαγωνισμός για την παραχώρηση της Αττικής Οδού, που προκήρυξε, χθες, το ΤΑΙΠΕΔ θα συγκεντρώσει εξαιρετικά υψηλό ενδιαφέρον. Κι αν λάβουμε το προηγούμενο της Εγνατίας Οδού για την παραχώρηση της οποίας δόθηκε τίμημα 1,5 δισ. ευρώ γίνεται αντιληπτό ότι το deal για τον άξονα μήκους 70 χλμ. που ενώνει την Ελευσίνα με τα Σπάτα, θα τινάξει την «μπάνκα» με εκτιμώμενο τίμημα της τάξεως τουλάχιστον των 2 δισ. ευρώ. Γιατί όμως, αναμένεται να παρατηρηθεί διαγκωνισμός υποψηφίων για τη διεκδίκηση της σύμβασης της Αττικής Οδού;
Η απάντηση βρίσκεται στο γεγονός ότι το έργο αποτελεί, όπως θα έλεγαν οι Αγγλοσάξονες είναι «cash cow» που φέρνει χρήματα. Δεν είναι τυχαίο ότι οι πληροφορίες θέλουν να ενδιαφέρονται και ξένα funds για τη διεκδίκηση του έργου λειτουργίας του δρόμου, με τις οδικές παραχωρήσεις να αποτελούν, διεθνώς, σημαντικές πηγές επαναλαμβανόμενων εσόδων.
Αρκεί να ληφθεί υπόψη ότι από το 2013 οι μέτοχοι της Αττικής Οδού έχουν εισπράξει με την μορφή μερισμάτων και αύξησης μετοχικού κεφαλαίου ποσά άνω των 720 εκατ. ευρώ. Το 2020 η Αττική Οδός διένειμε 82,6 εκατ. ευρώ από τα οποία 52,6 εκατ. ευρώ αντιστοιχούν στο μέρισμα του 2019, ενώ 30 εκατ. ευρώ αφορούν το προμέρισμα για το 2020. Επίσης, το 2019 είχαν διανεμηθεί στους μετόχους 100,3 εκατ. ευρώ, ενώ για το 2021 οι εισπράξεις των μετόχων της Αττικής Οδού τοποθετούνται σε 152 εκατ. ευρώ.
Ένα ακόμη στοιχείο καθιστά το έργο ιδιαίτερα ελκυστικό. Το 2020 δηλαδή, αποπληρώθηκε το σύνολο του δανεισμού με αποτέλεσμα να μην υπάρχουν άλλες σημαντικές δανειακές υποχρεώσεις, με την κίνηση στον αυτοκινητόδρομο να έχει επιστρέψει από το περασμένο καλοκαίρι στα επίπεδα του 2019 με περίπου 160 χιλ. διελεύσεις ανά ημέρα.
Τι λαμβάνουν υπόψη οι επενδυτές
Με τα δεδομένα αυτά, η άσκηση που καλούνται να λύσουν οι μέτοχοι έχει ως βασικές συνιστώσες την κυκλοφορία των οχημάτων, που εκτιμάται ότι θα εξακολουθήσει να εμφανίζει ανοδικούς ρυθμούς τουλάχιστον όσο η οικονομία και το ΑΕΠ ενισχύονται. Δύο επιπλέον συνιστώσες της εξίσωσης αφορούν αφενός το γεγονός ότι το έργο δεν συνδέεται με δάνεια, κάτι που ενισχύσει την απόδοση της επένδυσης, και αφετέρου το κόστος συντήρησης του αυτοκινητοδρόμου.
Όπως επίσης, σημειώνουν στην αγορά, η νέα σύμβαση παραχώρησης του έργου δεν θα περιέχει τη σημερινή στρέβλωση, όπου η απόσβεση του οδικού άξονα, που κόστισε 1,3 δισ. ευρώ, δεν προβλέπεται σε σχέση με τα συνολικά έσοδα, αλλά με βάση τα μερίσματα και κατ’ επέκταση τα καθαρά κέρδη που δηλώνει η κοινοπραξία των τεχνικών εταιριών που διαχειρίζεται το έργο.
Με άλλα λόγια, σήμερα η απόσβεση του έργου στηρίζεται στα δηλωθέντα έξοδα που αφαιρούνται από τα έσοδα, γεγονός που προκαλεί εύλογα ερωτήματα, έστω κι αν η σύμβαση της Αττικής Οδού έχει ψηφιστεί από τη Βουλή το μακρινό 1996.
Δεν είναι τυχαίο ότι το Δημόσιο δεν επιχείρησε, ποτέ, άλλη ανάλογη σύμβαση, ενώ αξίζει να σημειωθεί ότι η εταιρεία Αττική Οδός πληρώνει κάθε χρόνο για έξοδα ποσό 50 έως 70 εκατ. ευρώ στην εταιρεία Αττικές Διαδρομές.
Εκτός όμως, από τα μεγέθη του project, που το καθιστούν πολλά υποσχόμενο, η Αττική Οδός ανήκει στα λιγοστά έργα παραχώρησης αυτού του μεγέθους που έχει βγει στην αγορά σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
Οι επεκτάσεις
Την ίδια στιγμή, η ανανέωση της υφιστάμενης σύμβασης για την Αττική Οδό μοιάζει με τις «ματριόσκες», τις ρωσικές κούκλες που περιέχουν πολλές άλλες, μικρότερες κούκλες. Κι αυτό επειδή σε δεύτερο χρόνο «τρέχουν» και οι επεκτάσεις του οδικού άξονα, έργο, το οποίο, ως έχει αποφασίσει το υπουργείο Υποδομών, θα υλοποιηθεί ανεξαρτήτως του διαγωνισμού για την επέκταση της ισχύος της υφιστάμενης σύμβασης παραχώρησης. Εξάλλου, οι νέοι άξονες εμφανίζουν χαμηλό επίπεδο μελετητικής «ωριμότητας», γεγονός που πρακτικά σημαίνει ότι για τη δημοπράτηση του έργου της κατασκευής της δυτικής περιφερειακής Υμηττού μέχρι τη λεωφόρο Βουλιαγμένης, θα χρειαστεί να περιμένουμε, ίσως, μέχρι το 2023 για να προχωρήσει μελετητικά το έργο και να εξασφαλιστεί η χρηματοδότησή του. Πρόκειται για την πιο σημαντική από τις συνολικά τρεις σχεδιαζόμενες επεκτάσεις, διότι εξυπηρετεί την άμεση πρόσβαση στο Ελληνικό.
Με την επέκταση της Λεωφόρου Κύμης μέχρι την Εθνική Οδό, να έχει, ήδη, δημοπρατηθεί, τα βλέμματα είναι στραμμένα στην επιμήκυνση του αυτοκινητοδρόμου μέχρι το λιμάνι της Ραφήνας, όπως και στην επέκταση του δρόμου προς το Λαύριο, μέσω διαπλάτυνσης της υφιστάμενης οδού από το Μαρκόπουλο προς το λιμάνι. Οι νέες αυτές επεκτάσεις ενισχύουν ακόμη περισσότερο το επενδυτικό ενδιαφέρον για τον οδικό άξονα, δεδομένου ότι το σχήμα που αναλάβει την παραχώρηση του δρόμου θα επιδιώξει να μειοδοτήσει για κάποιο από τα έργα των επεκτάσεων.