Από διάφορες πλευρές έχει διατυπωθεί η θέση ότι η Ελλάδα θα έπρεπε να υιοθετήσει ένα φορολογικό σύστημα «flat tax» με ενιαίο φορολογικό συντελεστή 15%, εφαρμοζόμενο όχι στο σύνολο του εισοδήματος, αλλά στη διαφορά εισοδημάτων – δαπανών.
Οι υποστηρικτές της πρότασης φαίνεται να τη θεωρούν ως «πανάκεια», στη λογική ότι άπαντες θα ζητούν φορολογικό παραστατικό για τις δαπάνες τους, προκειμένου να εφαρμόζεται ο συντελεστής φόρου «εισοδήματος» (εντός εισαγωγικών, όπως θα καταδειχθεί παρακάτω) στη διαφορά εισοδημάτων – δαπανών.
Τα πράγματα όμως δεν είναι τόσο απλά.
Καταρχάς η λογική της έκπτωσης των πάσης φύσεως καταναλωτικών εξόδων από τα έσοδα του φορολογουμένου ως ιδιώτη (όχι ως επαγγελματία) μεταλλάσσει αυτό που γνωρίζουμε σήμερα ως φόρο εισοδήματος σε φόρο επί της αποταμίευσης. Διότι στο δαπανώμενο εισόδημα θα επιβάλλεται μηδενικός φόρος, ενώ μόνον αν το εισόδημα δεν δαπανάται (και άρα αποταμιεύεται) θα επιβάλλεται φόρος.
Η φορολόγηση αποκλειστικά της αποταμίευσης ενέχει πλείστα προβλήματα, για τα οποία θα γίνει λόγος αναλυτικότερα παρακάτω. Προηγουμένως θα αποδειχθεί, για ποιο λόγο η αφαίρεση των καταναλωτικών δαπανών από τα έξοδα δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι δύναται να συμβάλει έστω και στοιχειωδώς στην καταπολέμηση της φοροδιαφυγής.
Με την αφαίρεση των δαπανών από τα εισοδήματα προκειμένου να προσδιοριστεί η βάση επιβολής του φόρου «εισοδήματος», υπονοείται λοιπόν ότι δεν θα είναι αναγκαίοι οι φορολογικοί έλεγχοι, διότι άπαντες θα έχουν ισχυρό κίνητρο να απαιτούν φορολογικό παραστατικό κατά τις αγορές τους. Και ότι έτσι θα αναπτυχθεί περίπου αυτόματα φορολογική συνείδηση στην οικονομία.
Προκειμένου όμως να συμβεί αυτό, θα πρέπει το φορολογικό όφελος από τη λήψη του παραστατικού να μην είναι χαμηλότερο από τη δαπάνη για τον ΦΠΑ. Είναι προφανές ότι, εάν ο φόρος «εισοδήματος» ανέρχεται σε 15% και ο ΦΠΑ σε 24% (όσο ο κύριος συντελεστής σήμερα), κανένας φορολογούμενος δεν θα έχει κίνητρο να ζητά παραστατικό. Θα πρέπει να «δαπανήσει» 24% φόρο, για «κερδίσει» 15% φόρο και συνεπώς η αποτελεσματικότητα του επίμαχου συστήματος ματαιώνεται.
Συνεπώς, υπό το επίμαχο σύστημα θα πρέπει ο συντελεστής ΦΠΑ να είναι τουλάχιστον ίσος με το συντελεστή φόρου εισοδήματος. Δηλαδή να μειωθεί κατ’ ανώτατο όριο σε 15%.
Θα είναι όμως επαρκής η μείωση του ΦΠΑ σε 15%; Ακόμη και με όμοιο συντελεστή φορολογίας κατανάλωσης και «εισοδήματος», ο φορολογούμενος εξακολουθεί να μην έχει ισχυρό κίνητρο να ζητάει φορολογικό παραστατικό: Αν η λήψη ή μη λήψη παραστατικού είναι φορολογικώς «η μία ή η άλλη», κατά το κοινώς λεγόμενο, δεν είναι βέβαιο ότι θα ζητήσουν όλοι παραστατικό;
Όμως, ο συντελεστής ΦΠΑ δεν θα μπορούσε να μειωθεί κάτω από το 15%. Κι αυτό, διότι το άρθρο 97 της Οδηγίας 2006/112/ΕΕ απαγορεύει στα κράτη μέλη της ΕΕ να μειώσουν τον κύριο συντελεστή ΦΠΑ κάτω από 15%.
Για να λειτουργήσει συνεπώς η επίμαχη πρόταση, θα έπρεπε να οριστεί ο συντελεστής του φόρου «εισοδήματος» σε ουσιωδώς υψηλότερο επίπεδο – π.χ. 20% ή 25%. Έτσι όμως η ελκυστικότητα του επίμαχου συστήματος μειώνεται σημαντικά.
Το σημαντικότερο ζήτημα που θα έθετε, όμως, μια δραστική μείωση του συντελεστή ΦΠΑ είναι το δημοσιονομικό: Μπορεί να αντέξει σήμερα το κρατικό ταμείο και μάλιστα από τη μια στιγμή στην άλλη, μια μείωση του ΦΠΑ στο 15%; Όλοι θα θέλαμε ΦΠΑ στο 15%, όμως είναι προφανές ότι αυτό σήμερα κινείται στα όρια της δημοσιονομικής ουτοπίας. Με την ελληνική οικονομία σε ειδική ευρωπαϊκή εποπτεία για απροσδιόριστο χρονικό διάστημα – για τις πολλές δεκαετίες για τις οποίες θα υπάρχουν τα μνημονιακά δάνεια – αλλά και με το όριο του επιτρεπτού ελλείμματος σταθερά στο 3%, κατά τη συνθήκη του Μάαστριχτ, είναι προφανές ότι δεν υπάρχει ο δημοσιονομικός χώρος για τόσο δραστική μείωση του συντελεστή ΦΠΑ.
Ούτε όμως υπάρχει τόσο εκτεταμένη φοροδιαφυγή, την οποία θα συλλάμβανε το επίμαχο σύστημα, αν έπεφτε ο συντελεστής ΦΠΑ στο 15%. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει υπολογίσει το λεγόμενο κενό ΦΠΑ σε περίπου 20% της οικονομικής δραστηριότητας για το 2020 (για την ακρίβεια, 19,7%) και εκτιμάται ότι έκτοτε έχει μειωθεί κι άλλο. Ακόμη δηλαδή και εάν η εισαγωγή του επίμαχου φορολογικού συστήματος προκαλούσε αύξηση κατά 20% της φορολογικής βάσης, η μείωση του συντελεστή ΦΠΑ κατά 37,5% (όσο είναι η διαφορά από 24% σε 15%) επ’ ουδενί δεν θα μπορούσε να εξισορροπήσει τις δημοσιονομικές απώλειες.
Δεν χρειάζεται δε καν να λεχθεί ότι τα έσοδα από τον φόρο εισοδήματος φυσικών προσώπων θα κατέρρεαν υπό το επίμαχο σύστημα. Αφενός, οι περισσότεροι πολίτες δαπανούν το σύνολο ή σχεδόν το σύνολο του εισοδήματός τους. Λίγοι είναι οι φορολογούμενοι που μπορούν να αποταμιεύσουν ουσιωδώς. Έτσι, το επίμαχο σύστημα θα καθιστούσε τη φορολογητέα ύλη του σημερινού φόρου εισοδήματος φυσικών προσώπων σε πραγματικά πολύ χαμηλή, προκαλώντας δημοσιονομική κατάρρευση.
Αφετέρου, ακόμη και όσοι σήμερα αποταμιεύουν, υπό το επίμαχο σύστημα θα είχαν σοβαρό κίνητρο να μην αποταμιεύσουν, προκειμένου να αποφύγουν τη φορολογία του αποταμιευμένου τους εισοδήματος. Προκειμένου να πληρώσουν φόρο στις αποταμιεύσεις τους, θα προτιμούσαν να δαπανήσουν το εισόδημά τους, για να επωφεληθούν τουλάχιστον από την απόλαυση της κατανάλωσης. Έτσι όμως το επίμαχο φορολογικό σύστημα θα μετέτρεπε τα δημοσιονομικά της χώρας σε εξαρτώμενα σχεδόν αποκλειστικά από την κατανάλωση και τον ΦΠΑ.
Για να αποφευχθεί η κατάρρευση κρατικών εσόδων από τον ΦΠΑ, θα έπρεπε το προτεινόμενο σύστημα να διατηρήσει τον συντελεστή ΦΠΑ στο επίπεδο του 24%. Ως εκ τούτου, για να είναι ελκυστική η λήψη παραστατικού από τον φορολογούμενο, θα έπρεπε ο συντελεστής φορολογίας του αποταμιευόμενου εισοδήματος να ανέρχεται σε τουλάχιστον 30%.
Σε τέτοια επίπεδα φορολόγησης, όμως, η ελκυστικότητα της χαμηλής, κατά την επίμαχη πρόταση, φορολογίας αποταμιευόμενου εισοδήματος χάνεται ολοσχερώς.
Ακόμη όμως και με φορολογικό συντελεστή 30% θα ήταν αδύνατον για το κρατικό ταμείο να ανακτήσει τα έσοδα που θα απωλέσει, λόγω του περιορισμού του πεδίου εφαρμογής της φορολογίας εισοδήματος αποκλειστικά στο αποταμιευόμενο εισόδημα. Έτσι, ο υψηλός συντελεστής φορολογίας «εισοδήματος» που θα προκαλούσε η ανάγκη διατήρησης των δημοσιονομικών εσόδων από τον ΦΠΑ, αφενός θα κατέστρεφε την όποια ελκυστικότητα του προτεινόμενου συστήματος, χωρίς να αποφύγει τον σοβαρό κλονισμό της δημοσιονομικής κατάστασης.
Αν υποτεθεί ότι η ετήσια ιδιωτική αποταμίευση ισούται με την ετήσια αύξηση των τραπεζικών καταθέσεων των νοικοκυριών (6,6 δις το 2022), ένα φόρος «εισοδήματος» ακόμη και 30% στην αποταμίευση αυτή, θα οδηγούσε σε απότομη περίπου 9 δις ευρώ για τον κρατικό προϋπολογισμό, από τα 11,066 δις που είχε απόδοση ο φόρος εισοδήματος φυσικών προσώπων το 2022. Επ’ ουδενί δεν πρόκειται να υποκατασταθούν τα κρατικά αυτά έσοδα από την ελπιζόμενη, υπό το επίμαχο σύστημα, σύλληψη του 20% της αδήλωτης οικονομίας.
Τελευταίο αφέθηκε να σχολιαστεί το μείζον ζήτημα του προσανατολισμού της κοινωνίας, υπό την επίμαχη πρόταση, σε συμπεριφορές κατανάλωσης αντί αποταμίευσης. Αποταμίευση σημαίνει επενδύσεις. Αν ωθούνται όλοι να καταναλώνουν, ποιος θα αποταμιεύσει και ποιος θα επενδύσει τελικά σε αυτή τη χώρα; Το ερώτημα είναι ρητορικό.
Προκύπτει ότι η περίφημη πρόταση για «flat tax 15% με έσοδα μείον έξοδα» είναι όχι μόνον ανεφάρμοστη, όχι μόνον ουτοπική, αλλά και μακροπρόθεσμα καταστροφική για τον παραγωγικό προσανατολισμό της οικονομίας. Τούτο, ακόμη και εάν υποτεθεί ότι με κάποιον τρόπο παρακάμπτονταν τα μείζονα δημοσιονομικά προβλήματα που θα προέκυπταν από την εφαρμογή της.
Δεν είναι άλλωστε τυχαίο, ότι η επίμαχη πρόταση δεν φαίνεται να έχει εφαρμοστεί ποτέ και πουθενά αλλού στον πλανήτη.
Η ιδέα ενός «flat tax», δηλαδή ενός μη προοδευτικού συντελεστή για τα φυσικά πρόσωπα (όπως π.χ. ισχύει στη Βουλγαρία), μπορεί να μελετηθεί μόνον αποκομμένη από το έτερο σκέλος της επίμαχης πρότασης, δηλαδή την έκπτωση των καταναλωτικών δαπανών από το εισόδημα. Περί της αποτελεσματικότητας μιας τέτοιας μεταρρύθμισης θα αναφερθούμε αναλυτικώς σε επόμενο σημείωμα.
* Γεώργιος Ι. Μάτσος, Δ.Ν., Δικηγόρος