Το αμέσως επόμενο διάστημα, η ελληνική οικονομία έχει μπροστά της μια πολύ κρίσιμη ευκαιρία. Εάν η θετική δυναμική που σήμερα υπάρχει και ο διαθέσιμος χώρος για επιλογές χρησιμοποιηθεί για να βελτιώσει τα δομικά χαρακτηριστικά της οικονομίας, τότε η ανάπτυξη μπορεί να είναι διατηρήσιμη και ισχυρή και στη συνέχεια, αναστρέφοντας έτσι τη συνολική μακροπρόθεσμή πορεία της χώρας και θέτοντας την σε υψηλότερη τροχιά.
Η πολιτική αβεβαιότητα πάντα οδηγεί σε επιφυλακτικότητα στις επενδύσεις και άλλες οικονομικές αποφάσεις. Έτσι, καθώς το εκλογικό αποτέλεσμα φαίνεται πως διασφαλίζει σταθερότητα και ορατότητα για τα επόμενα χρόνια, αυτό ευνοεί τις οικονομικές εξελίξεις, στοιχείο που σε έναν βαθμό έχει ήδη φανεί και από την πορεία στο κόστος δανεισμού της χώρας και στις κεφαλαιαγορές. Αυτή η ώθηση προστίθεται στη δυναμική διπλής ανάκαμψης που υπάρχει αυτό το διάστημα. Αφενός την έντονη αντίδραση μετά τη βαθιά ύφεση της πανδημίας.
Αυτή χαρακτηρίστηκε από ισχυρή επιστροφή του τουρισμού, καθώς και αύξηση της κατανάλωσης, αλλά και μείωση της ακραίας αβεβαιότητας που είχε προκληθεί, με αποτέλεσμα γενικότερη άνοδο της οικονομικής δραστηριότητας σε όλα τα πεδία. Αφετέρου, τη μακροπρόθεσμη τάση ανάκαμψης από τη βαθιά δεκαετή κρίση, με κάλυψη του παραγωγικού κενού, καθώς εμπεδώθηκε σταδιακά μια στροφή στην κανονικότητα και απομακρύνθηκαν οι συνθήκες κρίσης. Στην πρόσφατη θετική πορεία της οικονομίας συνέβαλαν βέβαια κρίσιμα και οι ευρωπαϊκές πολιτικές, από τη νομισματική και τη δημοσιονομική πλευρά, που συνεισέφεραν με αξιοπιστία μέσα στις πρόσφατες έντονες εξωγενείς κρίσεις.
Παρά τη θετική δυναμική και προοπτικές, υπάρχουν όμως σημαντικές προκλήσεις σε πολλά μέτωπα ώστε να βελτιωθεί η οικονομία, η δημόσια διοίκηση και συνολικά η ευημερία στη χώρα. Ως προς το επίπεδο επενδύσεων, εξαγωγών, καινοτομίας και παραγωγικότητας, όλων δηλαδή των κρίσιμων των παραμέτρων για συστηματική ανάπτυξη των εισοδημάτων, η χώρα μας βρίσκεται ακόμη σε χαμηλή βάση και σημαντική σχετική πρόοδος απομένει να γίνει. Επίσης, εισαγόμενες κρίσεις και διαταραχές στο ευρωπαϊκό και παγκόσμιο περιβάλλον κάθε άλλο παρά αποκλείονται προσεχώς, και αυτές θα είναι κρίσιμο η χώρα να τις αντιμετωπίσει από την ισχυρότερη δυνατή θέση. Σχετικά, οι τάσεις στο ευρωπαϊκό και ευρύτερο οικονομικό μας περιβάλλον είναι ανησυχητικές κυρίως σε σχέση με τη συνεχιζόμενη αύξηση των επιτοκίων για την αντιμετώπιση του επίμονου πληθωρισμού.
Συνεπώς, οι προτεραιότητες που θα τεθούν από τη νέα κυβέρνηση θα παίξουν κρίσιμο ρόλο για την κατεύθυνση της οικονομίας κατά την τετραετία. Ένα πρώτο ζήτημα είναι φυσικά η διασφάλιση της ομαλής χρηματοδότησης με κόστος που δεν θα υπερβαίνει σημαντικά αυτό άλλων οικονομιών της ευρωζώνης. Ένα δεύτερο αφορά τη βελτίωση του παραγωγικού υποδείγματος, με άνοδο των επενδύσεων, της εξωστρέφειας και σχετική υποχώρηση της εσωστρεφούς και άτυπης οικονομίας. Ένα τρίτο ζήτημα είναι η κατανομή θέσεων εργασίας και εισοδημάτων στον πληθυσμό, με ενίσχυση των ευκαιριών για όλους.
Το παράθυρο ευκαιρίας που ανοίγεται σήμερα δεν θα υπάρχει για μεγάλο διάστημα. Στα επόμενα λίγα χρόνια, θα αμβλύνεται η δυναμική της σημερινής διπλής ανάκαμψης, θα εξαντλούνται οι εισροές από το ταμείο ανάκαμψης και θα γίνεται αισθητή η πίεση από τις σταδιακά αυξανόμενες ανάγκες εξυπηρέτησης του χρέους και την αρνητική δημογραφική πορεία. Συνεπώς, εάν δεν έχουν τεθεί έγκαιρα οι βάσεις αύξησης των εισοδημάτων, η θετική πορεία δεν θα συνεχιστεί. Αντίθετα, εάν οι συνδυασμένες αποφάσεις οικονομικής πολιτικής υποστηρίξουν την προσέλκυση φυσικού και ανθρώπινου κεφαλαίου και την αύξηση της παραγωγικότητας, τότε τη σημερινή θετική περίοδο μπορεί να ακολουθήσει μια που θα χαρακτηρίζεται από ανάπτυξη με ρυθμούς και ποιοτικά χαρακτηριστικά πολύ ανώτερα όλων των πρόσφατων δεκαετιών.
* Νίκος Βέττας, Γενικός Διευθυντής του ΙΟΒΕ και Καθηγητής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών