Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο κρούει τον κώδωνα του κινδύνου «σημαντικές αναταραχές στις αγορές εργασίας» που συνδέονται με την τεχνητή νοημοσύνη και κάλεσε τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής να καταρτίσουν γρήγορα κανόνες που θα διέπουν την τεχνολογία.
Σε συνέντευξή της στους «Financial Times», η αναπληρώτρια γενική διευθύντρια του ΔΝΤ, Γκίτα Γκόπιναθ, τόνισε πως «χρειαζόμαστε κυβερνήσεις, χρειαζόμαστε θεσμούς και χρειαζόμαστε τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής να κινηθούν γρήγορα σε όλα τα μέτωπα, όσον αφορά τη ρύθμιση, αλλά και την προετοιμασία για πιθανώς σημαντικές αναταραχές στις αγορές εργασίας».
Ενίσχυση των «δικτύων κοινωνικής προστασίας»
Υποστήριξε επίσης ότι οι κυβερνήσεις πρέπει να ενισχύσουν τα «δίκτυα κοινωνικής προστασίας» για τους εργαζόμενους που επηρεάζονται από την υιοθέτηση της τεχνητής νοημοσύνης, ενώ παράλληλα να εργαστούν για φορολογικές πολιτικές που δεν ανταμείβουν τις εταιρείες που αντικαθιστούν εργαζόμενους με μηχανές.
Η Γκόπιναθ προειδοποίησε τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής να είναι προσεκτικοί σε περίπτωση που κάποιες εταιρείες αναδειχθούν με αδιαφιλονίκητη θέση στη νέα τεχνολογία.
«Δεν θέλετε να έχετε υπερμεγέθεις εταιρείες με τεράστιες ποσότητες δεδομένων και υπολογιστικής ισχύος που έχουν αθέμιτο πλεονέκτημα», δήλωσε η Γκόπιναθ στην εφημερίδα.
Απολύθηκαν 4.000 άτομα το Μάιο εξαιτίας της τεχνητής νοημοσύνης
Είναι η πρώτη φορά στην ιστορία που σε έκθεση αναφέρεται η τεχνητή νοημοσύνη ως αιτία περικοπών θέσεων εργασίας και απόλυσης εργαζομένων, επιβεβαιώνοντας τις προβλέψεις, αλλά και τους φόβους ότι οι μηχανές ΑΙ θα «έκλεβαν» δουλειές από ανθρώπους, καθιστώντας τους περιττούς.
Όπως αναφέρει το Businessinsider, σύμφωνα με τη μηνιαία έκθεση της Challenger, Gray, and Christmas για την αμερικανική αγορά εργασίας, τον Μάιο έγιναν στις ΗΠΑ περίπου 80.000 απολύσεις, με 3.900 εξ αυτών να αποδίδονται στην τεχνητή νοημοσύνη.
Στην έκθεση σημειώνεται ότι από τον Ιανουάριο έως τον Μάιο χάθηκαν στις ΗΠΑ 417.500 θέσεις εργασίας, καθώς το φετινό πρώτο πεντάμηνο του έτους ήταν το χειρότερο από το 2020, όταν η έναρξη της πανδημίας προκάλεσε περισσότερες από 1,4 εκατ. απολύσεις (στις ΗΠΑ δεν εφαρμόστηκαν ευρεία μέτρα προστασίας των θέσεων εργασίας, όπως έγινε σε μεγάλο μέρος της Ευρώπης).
Όπως ανέφερε ένας εκπρόσωπος της Challenger, Gray, and Christmas η έκθεση του Μαΐου ήταν η πρώτη που συμπεριέλαβε την τεχνητή νοημοσύνη σαν λόγο απόλυσης, με τις σχετικές περικοπές θέσεων εργασίας να γίνονται κυρίως στον τεχνολογικό κλάδο ο οποίος δέχεται πρώτος τις επιπτώσεις από τις τελευταίες εξελίξεις στην τεχνολογία AI από το ChatGPT.
Η Challenger εκτιμά ότι η τάση θα έχει και συνέχεια, αν και οι εταιρείες ίσως να διστάζουν να επικαλεστούν την τεχνητή νοημοσύνη σαν λόγο για τις απολύσεις τους. Από την άλλη, δεν είναι ακόμα σαφές πώς θα συγκριθεί ο αριθμός των θέσεων εργασίας που δημιουργούνται από την τεχνητή νοημοσύνη με τον αριθμό των θέσεων εργασίας που καταργούνται εξαιτίας της.
Πάντως, μόλις την περασμένη εβδομάδα, ο μεγαλύτερος μη κερδοσκοπικός οργανισμός για τις διατροφικές διαταραχές, η National Eating Disorder Association, επιβεβαίωσε την αντικατάσταση έξι υπαλλήλων της γραμμής βοήθειάς της με ένα chatbot τεχνητής νοημοσύνης που ονομάζεται Tessa.
Ωστόσο, ο οργανισμός αναγκάστηκε να κλείσει προσωρινά την Tessa, αφότου συμβούλεψε έναν χρήστη να ζυγίζεται μια φορά την εβδομάδα και να μετρά τις θερμίδες, συμπεριφορές που ο χρήστης είπε ότι την οδήγησαν να αναπτύξει διατροφική διαταραχή.
Τον Μάιο, μια βρετανική εταιρεία τηλεπικοινωνιών ανακοίνωσε ότι σχεδιάζει να περικόψει περίπου 55.000 θέσεις εργασίας έως το 2030, ενώ ο διευθύνων σύμβουλος του BT Group Philip Jansen είπε ότι η εταιρεία θα αντικαταστήσει περίπου 10.000 από αυτές τις προβλεπόμενες περικοπές τα επόμενα επτά χρόνια με AI, καθώς είπε ότι το υπάρχον chatbot της εταιρείας «Amy» μπορεί ήδη να απαντήσει σε πολλές ερωτήσεις των χρηστών και θα βελτιωθεί μόνο με τον καιρό.
Goldman Sachs: H τεχνητή νοημοσύνη θα μπορούσε να επηρεάσει 300 εκατ. θέσεις εργασίας
Σύμφωνα με έκθεση της επενδυτικής τράπεζας Goldman Sachs στα τέλη Μαρτίου, το ένα τέταρτο των θέσεων εργασίας στις ΗΠΑ και την Ευρώπη θα μπορούσε να αντικαταστήσει η Τεχνητή Νοημοσύνη, ποσοστό που εκτιμάται ότι «μεταφράζεται» σε 300 εκατομμύρια θέσεις εργαζομένων πλήρους απασχόλησης. Ενώ εικάζεται ότι θα οδηγήσει σε μείωση μισθών.
Με τους συγγραφείς της έκθεσης να εκτιμούν ότι τα συστήματα τεχνητής νοημοσύνης, όπως το ChatGPT, θα μπορούσαν επίσης να πυροδοτήσουν μια έκρηξη παραγωγικότητας, η οποία θα αύξανε το ετήσιο παγκόσμιο ακαθάριστο εγχώριο προϊόν κατά 7% σε μια περίοδο 10 ετών.
Από την έκθεση προκύπτει ότι ορισμένες θέσεις εργασίας θα επηρεαστούν περισσότερο από άλλες, αναφέρεται στο BBC. Ειδικότερα, στις ΗΠΑ, το 46% των θέσεων εργασίας γραφείου και διοικητικής υποστήριξης θα μπορούσε να αυτοματοποιηθεί, ακολουθούμενες από 44% για νομικές εργασίες και 37% για εργασίες στο πλαίσιο της αρχιτεκτονικής και της μηχανικής.
Χαμηλότεροι μισθοί
«Δεν υπάρχει τρόπος να γνωρίζουμε πόσες θέσεις εργασίας θα επηρεάσει η δημιουργική τεχνητή νοημοσύνη», βεβαίωσε μιλώντας στο BBC ο Καρλ Μπένεντικτ Φρέι, διευθυντής του Future of Work στο Oxford Martin School του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης.
Όπως διευκρίνισε, «αυτό που κάνει το ChatGPT, για παράδειγμα, είναι να επιτρέπει σε περισσότερους ανθρώπους με μέτριες δεξιότητες γραφής να παράγουν δοκίμια και άρθρα. Επομένως, οι δημοσιογράφοι θα αντιμετωπίσουν μεγαλύτερο ανταγωνισμό, ο οποίος θα οδηγήσει σε μείωση των μισθών, εκτός αν δούμε μια πολύ σημαντική αύξηση της ζήτησης για τέτοιου είδους εργασία».
Σύμφωνα με έρευνα που αναφέρεται στην έκθεση, το 60% των εργαζομένων εργάζεται σε επαγγέλματα που δεν υπήρχαν το 1940. Άλλες έρευνες δείχνουν ότι η τεχνολογική αλλαγή από τη δεκαετία του 1980 έχει εκτοπίσει τους εργαζόμενους ταχύτερα από ό,τι έχει δημιουργήσει θέσεις εργασίας.
Ο μακροπρόθεσμος αντίκτυπος της τεχνητής νοημοσύνης, ωστόσο, είναι εξαιρετικά αβέβαιος, δήλωσε ο διευθύνων σύμβουλος της δεξαμενής σκέψης Resolution Foundation Torsten Bell στο BBC.
Και έκανε σαφές ότι η τεχνητή νοημοσύνη ναι μεν «θα διαταράξει τον τρόπο που εργαζόμαστε – αλλά θα πρέπει να εστιάσουμε και στα πιθανά κέρδη για το βιοτικό επίπεδο από την εργασία υψηλότερης παραγωγικότητας και τις φθηνότερες υπηρεσίες, καθώς και στον κίνδυνο να μείνουμε πίσω, αν άλλες επιχειρήσεις και οικονομίες προσαρμοστούν καλύτερα στην τεχνολογική αλλαγή».