Έχοντας βγει από τα προγράμματα διάσωσης, η ελληνική κυβέρνηση έχει ήδη αρχίσει να επιδιώκει το «ξήλωμα» μέτρων που έχουν ψηφιστεί, γεγονός που σε συνδυασμό με την ενδεχόμενη παροχολογία ενόψει εκλογών θέτουν σε κίνδυνο την ανάκαμψη της οικονομίας.
Αυτό αναφέρει σε έκθεσή της η Capital Economics, επισημαίνοντας ότι η πιθανή ώθηση στην οικονομία από τις όποιες παροχές ανακοινωθούν στο δρόμο προς τις εκλογές στο α' εξάμηνο του 2019, θα αντισταθμιστεί από την αύξηση του κόστους δανεισμού. Με τη σειρά της, η άνοδος στις αποδόσεις των ομολόγων εμποδίζει την ανάπτυξη και απειλεί την Ελλάδα με νέα κρίση.
«Μετά από ένα δυναμικό ξεκίνημα στο έτος, το ΑΕΠ μετά βίας επεκτάθηκε στο δεύτερο τρίμηνο ενώ η πρόσφατη επιδείνωση του κλίματος συνιστά ότι οι προβλέψεις της κυβέρνησης για αναθέρμανση της ανάπτυξης είναι υπερβολικά αισιόδοξες», σημειώνει η Capital Economics.
Προσθέτει δε, πως αν η κυβέρνηση δεν επιτύχει την ανάπτυξη που προσδοκά, τότε δεν θα επιτύχει και τον στόχο της Κομισιόν για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5%. Ο δημοσιονομικός εκτροχιασμός ενδέχεται να επιδεινωθεί από τις παροχές στο δρόμο για τις εκλογές, οι οποίες αναμένεται να διενεργηθούν στο α' εξάμηνο του 2019.
«Η κυβέρνηση πιέζει ήδη για την αντιστροφή της περικοπής των συντάξεων και ενώ η πιο χαλαρή δημοσιονομική πολιτική ενδέχεται να δώσει περιθώρια ανάπτυξης στην οικονομία, είναι πολύ πιθανό η όποια ώθηση θα αντισταθμιστεί στο έπακρο από την αύξηση του κόστους δανεισμού και τις δυσμενείς οικονομικές επιπτώσεις που αυτή θα έχει».
Σημειώνεται ότι η Ελλάδα είναι η μοναδική χώρα στην Ευρωζώνη που έχει επηρεαστεί από τα προβλήματα της Ιταλίας και σε αυτό το περιβάλλον υπάρχουν ανησυχίες για τις τράπεζες.
Τέλος, η Capital Economics προβλέπει ότι η ανάπτυξη θα περιοριστεί στο 1% το 2020 προκαλώντας επιδείνωση στα δημόσια οικονομικά και αύξηση των επιτοκίων δανεισμού. Εκτιμά, επίσης, ότι η ελληνική κυβέρνηση θα χρειαστεί νέα οικονομική στήριξη όταν τελειώσει το κεφαλαιακό «μαξιλάρι» το 2020, ενώ υπάρχει κίνδυνος να φτάσουμε σε αυτό το σημείο ακόμη πιο σύντομα.