Στο έτος που πέρασε, η ελληνική οικονομία κατέγραψε σημαντική δυναμική, κλείνοντας έναν κύκλο διακυμάνσεων που ξεκίνησε με την έκρηξη της πανδημίας. Αν και με τάση εξασθένισης μέσα στο έτος, ανάλογα και με τη βάση σύγκρισης στο κάθε τρίμηνο, και παρά τον πολύ υψηλό πληθωρισμό, ο ετήσιος ρυθμός πραγματικής μεγέθυνσης εκτιμάται περίπου στο 5%.
Η ισχυρή αυτή τάση, υψηλότερη από τον μέσο όρο της ευρωζώνης, αντανακλά αφενός ανθεκτικότητα στις πρόσφατες εξωτερικές κρίσεις και αφετέρου μια ακόμη συνεχιζόμενη τάση ανάκαμψης από την βαθιά δεκαετή ύφεση.
Στη δυναμική της οικονομίας μας σήμερα, θετικές επιδράσεις συνυπάρχουν με σημαντικές αδυναμίες. Από τη μια πλευρά, η μείωση της ανεργίας και του επενδυτικού κενού συμβάλει στη μεγέθυνση, τον ίδιο ρόλο παίζει και το ταμείο ανάκαμψης, το δημόσιο χρέος είναι βραχυχρόνια σχετικά προστατευμένο από την μεγάλη άνοδο των εποτοκίων, ο τουρισμός ανέκαμψε ισχυρά, ενώ έχει αυξηθεί η εξωστρέφεια μεταποιητικών κλάδων.
Από την άλλη, παραμένει πρόβλημα η σχετικά χαμηλή ανταγωνιστικότητα, η μεγέθυνση στηρίζεται σε πολύ μεγάλο βαθμό σε κατανάλωση που στη συνέχεια διαρρέει προς εισαγωγές, ο δομικός πληθωρισμός εμφανίζεται επικίνδυνα υψηλός, και οι επενδύσεις έχουν θετική τάση αλλά κινούνται ακόμη από πολύ χαμηλή βάση.
Φέτος, η εξασθένιση της μεγέθυνσης που σταδιακά παρατηρήθηκε πέρυσι αναμένεται να συνεχιστεί. Τόσο γιατί ορισμένοι παράγοντες που συνέβαλαν στην έξοδο από την πανδημία αναπόφευκτα χάνουν την αρχική δύναμή τους. Όσο και γιατί υπάρχει ισχυρή επιβράδυνση της ανάπτυξης γενικά στο παγκόσμιο και ιδίως στο ευρωπαϊκό περιβάλλον.
Η περαιτέρω αύξηση των επιτοκίων από τις Κεντρικές Τράπεζες όσο ο πληθωρισμός παραμένει υψηλός, καθώς και η συνεχιζόμενη αβεβαιότητα θα δράσουν επιβαρυντικά συνολικά στην ζήτηση και κυρίως στις εξαγωγές. Αυτό το γενικό πλαίσιο δημιουργεί μια σειρά επιμέρους προκλήσεων, καθώς η ελληνική οικονομία θα πρέπει να δείξει στοιχεία δυναμισμού, όχι όμως σε ένα ευνοϊκό περιβάλλον.
Παρά την σημαντική υποχώρηση του ρυθμού μεγέθυνσης που αναμένεται φέτος, αυτός μπορεί να κρατηθεί κοντά στο 1,5% και να υπερκεράσει σημαντικά αυτόν στις περισσότερες ευρωπαϊκές οικονομίες. Απόλυτα κρίσιμος θα είναι για αυτό ο ρόλος των επενδύσεων. Υπολογίζεται πως για να μην υποχωρήσει ο ρυθμός μεγέθυνσης κάτω από το 1,5%, θα πρέπει συνολικά οι επενδύσεις να κινηθούν με ρυθμό αύξησης περί το 10%. Αυτό είναι εφικτό, όμως ασφαλώς όχι εξασφαλισμένο.
Οι εξελίξεις στην παγκόσμια οικονομία, θα δυσχεράνουν καταρχήν συνολικά τις επενδύσεις καθώς αυξάνεται το κόστος χρηματοδότησής τους και μειώνεται η αναμενόμενη ζήτηση για την παραγωγή των επιχειρήσεων. Αυτή η αρνητική επίδραση στις επενδύσεις από το ευρύτερο περιβάλλον θα πρέπει να αναμετρηθεί με την πρόσφατη τάση αύξησης που έχουν εγχωρίως.
Το κρίσιμο στοίχημα λοιπόν για την ελληνική οικονομία περιγράφεται πλέον με σαφήνεια. Αναγκαία και ικανή συνθήκη για να παραμείνει σε πορεία μεγέθυνσης φέτος και στη συνέχεια και να μην κινηθεί προς την ύφεση είναι να καταγράψουν οι επενδύσεις πορεία πολύ καλύτερη από αυτή που είχαν συνολικά τα τελευταία χρόνια και να καλυφθεί γρηγορότερα παρά αργότερα το συσσωρευμένο κενό.
Καθώς η εσωτερική ζήτηση δεν επαρκεί, συναφής με την αύξηση των επενδύσεων είναι και ο άνοδος της εξωστρέφειας της παραγωγής. Ενδιάμεσοι σταθμοί σε μια τέτοια πορεία, θα πρέπει να είναι η αποτελεσματική χρήση των πόρων του ταμείου ανάκαμψης, η πρόοδος στον χειρισμό των μη εξυπηρετούμενων επιχειρηματικών δανείων, η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας, η ουσιαστική απλούστευση διαδικασιών στον δημόσιο τομέα, βήματα ανάπτυξης της εγχώριας κεφαλαιαγοράς και η μείωση της επιβάρυνσης της μισθωτής εργασίας.
Τα περιθώρια για μια καθαρή πορεία της οικονομίας ελκυστική για επενδύσεις είναι πραγματικά πολύ μεγάλα, αλλά τίποτα από αυτά δεν θα συμβεί αυτόματα και ως γραμμική συνέχεια του παρελθόντος. Η φετινή χρονιά θα αντιπροσωπεύει έτσι μια στιγμή αλήθειας για την ελληνική οικονομία, εάν θα μπορεί να κινηθεί θετικότερα από το περιβάλλον της και με καύσιμο όχι την κατανάλωση, όπως συνήθως, αλλά την ενδυνάμωση της παραγωγής.
* O Νίκος Βέττας είναι Γενικός Διευθυντής του ΙΟΒΕ και Καθηγητής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών