Αν καλά καταλαβαίνω, οι εθνικιστές μεταξύ μας πιστεύουν ότι η ένταση με την Άγκυρα θα μειωθεί αν πάμε σε …πόλεμο με την Τουρκία. Ευτυχώς, υπάρχουμε και οι υπόλοιποι εμείς, οι ρεπουμπικάνοι πατριώτες, που απαντούμε θετικά στο ερώτημα που έθεσε ο πρωθυπουργός: «θα μείνουμε με τη διαφορά αυτή ανεπίλυτη αν η ιστορία μας προσφέρει μία ευκαιρία να τη λύσουμε;». Πρέπει σαφώς να αδράξουμε την ευκαιρία, αρκεί βεβαίως, να διασφαλίσουμε ότι οι προθέσεις της άλλης πλευράς είναι ειλικρινείς και πραγματικές. Δυστυχώς, είναι πολύ δύσκολο να το γνωρίζεις αυτό προτού καθίσεις στο τραπέζι για να ξεκινήσεις τη συζήτηση.
Προκαλεί εντύπωση πάντως η βίαιη εξέγερση της «μείζονος» αντιπολίτευσης, που ξεκίνησε την επόμενη στιγμή της συνάντησης Μητσοτάκη-Ερντογάν και φορτίστηκε περαιτέρω με τις αναγνώσεις της αποστροφής «κάποιες υποχωρήσεις από κάποιες θέσεις». Έσπευσαν ακόμη και οι συνήθως συγκρατημένοι βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ, να υιοθετήσουν τις ανησυχίες των συνήθως ανησυχούντων στην άλλη πλευρά του πολιτικού τόξου, που θέτουν ως προϋπόθεση οιασδήποτε κουβέντας την «αποχώρηση των στρατευμάτων κατοχής από την Κύπρο». Τους ξεπέρασε πάντως όλους ο Κυρ. Βελόπουλος με τον ακαταμάχητο τρόπο του, όταν δήλωσε ότι δεν θα υπερψηφίσει τη νέα ρύθμιση για την ψήφο όλων των πολιτών επειδή η κυβέρνηση ετοιμάζεται να υποχωρήσει στο Αιγαίο!
Επιβεβαιώνεται ότι ο δημοκρατικός διάλογος είναι πολύ δύσκολη υπόθεση σε συνθήκες δημοκρατίας. Αυτό για να μην έχει αυταπάτες ο Κυριάκος Μητσοτάκης, που φρόντισε, στην ίδια συνέντευξή του να υπογραμμίσει πως οποιαδήποτε συμφωνία μπορεί να επιτευχθεί τελικά, «αν ποτέ φτάναμε σε αυτό το σημείο», δεν θα την προχωρούσε από μόνος του επειδή «θα είχε μείζονα ρόλο να παίξει και η Βουλή και τα κόμματα». Δεν βλέπω κάποιο «μπέρδεμα». Απλώς είναι μπερδεμένη η κατάσταση. Αν δεν ήταν θα το γνωρίζαμε. Θα είχαν, πολλές κυβερνήσεις πριν τη σημερινή, ανακοινώσει ολόκληρο το περίγραμμα των ελληνικών ΑΟΖ, θα είχε λυθεί το Κυπριακό και θα τρυπούσαμε με βουλιμία, η κάθε πλευρά για λογαριασμό της την «δική της» υφαλοκρηπίδα ενώ πετρέλαια και αέρια θα έρρεαν ασταμάτητα προς τις μεγάλες αγορές.
Όποιος όμως διαπραγματεύεται κάνει, τυπικά, δύο πράγματα. Πρώτον, κατεβαίνει με το μάξιμουμ των θέσεών του. Δεύτερον, κρατά για τον εαυτό του τα σημεία συμβιβασμού. Ο Μητσοτάκης έχει ήδη κάνει το πρώτο: με το καλημέρα της προηγούμενης τετραετίας του ξεκίνησε να εξοπλίζει την χώρα με βαριά όπλα (F23, Belharra, πύραυλοι, κ.ά) να σιγουρεύει τα Νησιά, να κλείνει αμυντική με τους Γάλλους, να συμφωνεί με τους Αμερικάνους στη Σούδα και την Αλεξανδρούπολη και με τους Ισραηλινούς στην Καλαμάτα, αλλά και με τους Αιγύπτιους και με τους Ιταλούς και με τους Αλβανούς ορίζοντας ΑΟΖ που δεν είχαν ποτέ οριστεί ως να επρόκειτο να βρεθούμε σύντομα σε ανοικτή αναμέτρηση. Το παραδέχτηκε κι ο Ερντογάν, αλλά αυτό δεν το αναφέρουν καν οι επικριτές του Μητσοτάκη εδώ πίσω στα εθνικά μετόπισθεν, αφού οι βουλευτές του κ. Τσίπρα καμώνονται ότι ξεχνούν πόσο τους κόστισε η θέση του κόμματός τους όταν καταψήφιζαν τους στρατιωτικούς προϋπολογισμούς.
Το δεύτερο είναι αυτονόητο ότι δεν συζητείται με κανέναν. Όταν ο Ελευθέριος Βενιζέλος διαπραγματευόταν στα διεθνή τραπέζια, χωρίς να είναι πρωθυπουργός δεν ενημέρωνε τον …Βελόπουλο για τις γραμμές στις οποίες ήταν πιθανόν να «υποχωρήσει». Γιατί κάθε διαπραγμάτευση είναι ένα «δούναι και λαβείν» και η πραγματική δυσκολία της Ελλάδας είναι ότι δεν έχει σχεδόν τίποτε στην πλευρά του «λαβείν» γι' αυτό και παραμένουμε δικαιολογημένα ανήσυχοι στην πλευρά του «δούναι».
Για παράδειγμα, η σωστή θέση της Ελλάδας ότι το Αιγαίο είναι Αρχιπέλαγος δεν έγινε παραδεκτή παρ' όλη την εκπληκτική αγόρευση του αείμνηστου Σταυρόπουλου όταν εξήγησε στην Ειδική Διάσκεψη του ΟΗΕ ότι η ελληνική αυτή λέξη «χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά στην Ιστορία για να περιγράψει το Αιγαίο» το άρθρο 47 της Συνθήκης για το Δίκαιο της Θάλασσας δεν περιέλαβε την χώρα μας στα Αρχιπελαγικά κράτη (σελ. 25 στο Θοδ. Καρυώτη «ΑΟΖ», Μικρές Εισαγωγές, Εκδόσεις Παπαδόπουλος, 2019).
Εδώ και τώρα, που έλεγε και ο Άλλος που βύθιζε στα λόγια τα καράβια της Τουρκίας αλλά σεβόταν (ευτυχώς!) στην πράξη το casus belli της γείτονος, πρέπει να αξιοποιήσουμε την ευκαιρία να ανοίξουμε όλες τις διαφορές που νομίζει ότι έχει μαζί μας η Τουρκία για να επιλύσουμε τη μοναδική διπλή διαφορά που αναγνωρίζουμε ότι πραγματικά υπάρχει: ο ορισμός των ΑΟΖ στο Αιγαίο.